Νίκος Δαββέτας
άντρες χωρίς άντρες
Μυθιστόρημα
σελ. 232
εκδ. Πατάκη
Στην άρτι εκδοθείσα μελέτη της η Ελισάβετ Κοτζιά (Ελληνική πεζογραφία, 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, Πόλις 2020), παρατηρεί για το συνολικό έργο του Νίκου Δαββέτα:
«Συγκυρίες και προσωπικές ανησυχίες στρέφουν τους σημερινούς μυθιστορηματικούς ήρωες του Νίκου Δαββέτα στο μοιραίο παρελθόν –στις δραματικές συνθήκες του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου Πολέμου. Τα ερωτήματα που τους τίθενται είναι καυτά: Τι υπαγόρευσε το άσβεστο μίσος και τις αιματοβαμμένες συγκρούσεις ανάμεσα σε ανιόντες συγγενείς; Με ποιες μεθόδους συσσώρευσαν τις περιουσίες τους στη διάρκεια της Κατοχής; Και πώς πορεύτηκαν κατόπιν, στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια; Ή, διαφορετικά: Με ποιον τρόπο βιώνουν οι σημερινοί μυθιστορηματικοί ήρωες τη βαθιά σιωπή γύρω από τα εγκλήματα και τις αβυσσαλέες ενοχές των γονιών τους, θυμάτων και θυτών, στα χρόνια που ακολούθησαν; Η πεζογραφία του Νίκου Δαββέτα αποτελεί μια συστηματική, πολύ σύγχρονη πεζογραφία του τραύματος» (σσ. 493/4).
Οι παρατηρήσεις της έμπειρης κριτικού ισχύουν και για το καινούργιο μυθιστόρημα του Ν.Δ. με τίτλο άντρες χωρίς άντρες (Πατάκης, 2020) που μόλις διάβασα χωρίς διακοπή και με μεγάλο ενδιαφέρον μέχρι και την τελευταία σελίδα.
Ο συγγραφέας δεν απογοητεύει τους αναγνώστες του ούτε τους εκπλήσσει. Η σχέση λογοτεχνίας και Ιστορίας και η διαπλοκή τους είναι το σταθερό διακύβευμα της μυθοπλασίας του Δαββέτα: το Ολοκαύτωμα στην Εβραία Νύφη (που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις εκδ. Πατάκη), η σχέση Μπελογιάννη – Πικάσο στο μυθιστόρημα Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη, μέχρι τη βομβιστική επίθεση στο Λονδίνο (Ωστικό κύμα). Ο μύθος στο «άντρες χωρίς άντρες» διαθέτει ένα μεγάλο χρονικό άνυσμα, από τον Εμφύλιο και τα πάθη του μέχρι τις σημερινές μέρες της οικονομικής κρίσης. Δυο άντρες γεννημένοι τη δεκαετία του ’60 έρχονται αντιμέτωποι με το παρελθόν τους, με το «αίμα» τους, την καταγωγή τους που βαραίνει στους ώμους τους, αλλά έχουν τη δύναμη να υπερβούν την αναγκαιότητα του «αίματος» και να χαράξουν τη δική τους πορεία.
«Όταν γράφεις, δημιουργείς μια εναλλακτική πραγματικότητα, δραπετεύεις ή κρύβεσαι μες στις ζωές των ηρώων σου. Αλίμονο αν απολέσουμε αυτή τη δυνατότητα», λέει εξομολογητικά ο πρωταγωνιστής της μυθοπλασίας, αποδεικνύοντας πως πρόκειται για ένα πολυσήμαντο και πολυεπίπεδο έργο, πρωτίστως μια σπουδή πάνω στη διαδικασία της γραφής (έτσι τουλάχιστον το διάβασα εγώ), από τη στιγμή που οι δύο νέοι άντρες αντιμετωπίζουν το τραυματικό τους παρελθόν μέσω της γραφής. Ο ομοδιηγητικός αφηγητής και φίλος του πρωταγωνιστή-συγγραφέα, μόνιμου κατοίκου πλέον της Γαλλίας και δασκάλου δημιουργικής γραφής, γίνεται δέκτης της οικογενειακής ιστορίας που του διηγείται ο δεύτερος, ο οποίος με τη σειρά του την ακούει στο νοσοκομείο από τον ετοιμοθάνατο πατέρα του, ο οποίος είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Ουσιαστικά, ο Δαββέτας εγκιβωτίζει τη μία ιστορία μέσα στην άλλη, αλλάζοντας κάθε φορά αφηγηματική φωνή αλλά και εστίαση, μέχρι το σημείο όπου οι τρεις οπτικές συγκλίνουν για να αποκαλύψουν την αλήθεια που επιδέξια κρυβόταν όλα αυτά τα χρόνια.
«Η μνήμη του καλύτερου μου φίλου ήταν επιλεκτική αλλά ξεπερνούσε κατά πολύ τον συνήθη μέσο όρο». Η εναρκτήρια φράση του μυθιστορήματος σηματοδοτεί και το βασικό θέμα που απασχολεί τον Δαββέτα. Σημασία για τη γραφή και την ανάγνωση δεν έχει το τι θυμόμαστε αλλά το γιατί και το πώς. Ο πρωταγωνιστής και μετέπειτα συγγραφέας θυμάται –ισχυρίζεται- τη στιγμή της σύλληψής του, όταν το σπέρμα του πατέρα του διείσδυσε στο ωάριο της μάνας του. Το ξετύλιγμα της ιστορίας γίνεται από την επιλεκτική μνήμη του πρωταγωνιστή ο οποίος προσπαθεί κατανοώντας το γιατί και το πώς να αυτοπροσδιοριστεί, κάτι που συμβαίνει και στην περίπτωση του πατέρα του.
Η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας, ως προς την αλήθεια που κομίζουν, αποτελεί ένα διαχρονικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ο άνθρωπος χρειάζεται και την Ιστορία και τη Λογοτεχνία – για διαφορετικούς λόγους. Ο εμπαθής για να δικαιολογήσει το μίσος του· ο συνετός λογαριάζει το παρελθόν ως ένα σύνθετο όλον από τομές και συνέχειες, το προσεγγίζει με ανθρωπιά χωρίς όμως να τυφλώνεται από τα πάθη του, δεν μένει ουδέτερος και διαλέγει «πλευρά», αλλά δεν αφιονίζεται.
Τελικά, νομίζω ότι το μυθιστόρημα του Δαββέτα μπορεί να διαβαστεί με αυτόν τον δεύτερο τρόπο. Ως συμφιλίωση με τα πολλαπλά ιστορικά αλλά και προσωπικά τραύματα. Ως καταλλαγή και συγχώρεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου