ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ
(Οι ομιλητές. Από αριστερά: Ελένη Πατσιατζή - Πηνελόπη Κουφοπούλου - Δημήτρης Χριστόπουλος - Άννα Φραγκεδάκη - Μυτιληναίου)
Ο συγγραφέας Γεράσιμος Δενδρινός διαβάζει διήγημά του
Η διευθύντρια του Ζαννείου Πρoτύπου-Πειραματικού Λυκείου, κυρία Μ. Κατσικαλή απευθύνει χαιρετισμό στους προσκεκλημένους
Οι μαθητές του σχολείου μας: Κ. Ματθαίου - Α. Λεοντίνης - Σ. Νιάρχος πλαισιώνουν μουσικά τη βραδιά.
Ο φιλόλογος Γεράσιμος
Δενδρινός έχει εκδώσει τα παρακάτω λογοτεχνικά βιβλία: 1) Ένα πακέτο “Άρωμα”,
1η έκδοση Ρόπτρον, Αθήνα, 1992, συλλογή διηγημάτων, (έκδοση βελτιωμένη, Κέδρος,
Αθήνα 1995), 2) "Χαιρετίσματα από το νότο", Οδυσσέας, Αθήνα 1994³ μυθιστόρημα,
(έκδοση βελτιωμένη, Κέδρος, Αθήνα 2003) στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της
ταινίας του Δημήτρη Μακρή, "Χαιρέτα μας τον πλάτανο", που
διαγωνίστηκε στο 2004 στο 54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 3) "Ματίας ντελ Ρίος
- Ημερολόγια", Οδυσσέας, Αθήνα 1995 – ψευδοημερολόγιο – (έκδοση
βελτιωμένη, Κέδρος, Αθήνα 2006) 4) "Απέραντες συνοικίες",
μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2002, 5) "Άλκης", μυθιστόρημα, Μεταίχμιο,
Αθήνα 2003, (είχε προταθεί για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2004) και το
πλέον πρόσφατο 6) "Φραγή εισερχομένων κλήσεων", μυθιστόρημα,
Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, με το οποίο εγκαινιάζει το λεγόμενο «γυμνασιακό-λυκειακό
μυθιστόρημα». Το μυθιστόρημα αυτό έχει σαν θέμα τον ματαιωμένο έρωτα. Πρόκειται
για «μια ιστορία», όπως διαβάζομε στο οπισθόφυλλο, «η οποία συνθέτει έναν ύμνο
στην αγάπη χωρίς ανταπόκριση, στον βουβό μονόπλευρο έρωτα».
Ευκαιριακά ασχολείται με τη
Λατινική και τη Βυζαντινή Φιλολογία, με τη ζωγραφική, ειδικά με την τέχνη του
κολάζ.
Τα έτη 1988-1990 υπήρξε μόνιμος
συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού του Πειραιά "Το Παραμιλητό",
(δεν κυκλοφορεί πια), όπου δημοσίευσε σε πολλά τεύχη ποιήματα και πεζά του
καθώς και μεταφράσεις κειμένων από τη Λατινική Γραμματεία. Κατά καιρούς συνεργάστηκε
με τα λογοτεχνικά περιοδικά Πλανόδιον, Ανακύκληση, Λέξη, Εντευκτήριο και
Διαβάζω, καθώς επίσης και με το περιοδικό Βυζαντινός Δόμος, όπου στο τεύχος 5-6
(1991-2), δημοσίευσε το "Υπομνηστικόν" του Μιχαήλ Χωνιάτη (Εισαγωγή –
απόδοση στα νεοελληνικά – σχόλια).
Αραιά και πού κατά το διάστημα
1995-1998 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα "Κυριακάτικο Έθνος".
Το 2006 συμμετείχε με κείμενό του,
βασισμένο στο χιούμορ του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, στο αφιέρωμα "Με τον
ρυθμό της ψυχής" που εξέδωσε ο «Κέδρος» και επίσης με κείμενό του σχετικό
με το ποδόσφαιρο που εξέδωσαν οι εκδόσεις «Μεταίχμιο» συμμετείχε το 2010 μαζί
με άλλους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς στον τόμο Αρχίζει το ματς. Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία.
Το παρόν έτος στο λογοτεχνικό
τεύχος "Οδός Πανός" αριθ. 151, αφιερωμένο στον Έντγκαρ Άλαν Πόε,
δημοσίευσε μεταφρασμένες και σχολιασμένες δύο επιστολές του Λατίνου συγγραφέα
Πλίνιου του Νεότερου προς τον φίλο του, τον ιστορικό, Τάκιτο. Από το 2004 είναι
μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.
Σύνοψη από την ομιλία της κας Ε. Πατσιατζή, με θέμα "Η λογοτεχνία της πόλης. Περίπτωση Γεράσιμου Δενδρινού"
Η
Λίζυ Τσιριμώκου, στο βιβλίο της «Η λογοτεχνία της πόλης» μάς διασαφηνίζει πως με
τον όρο αυτό δεν αναφερόμαστε βέβαια σε κάποιο πάγιο και θεσμοποιημένο, στο
χώρο της ποιητικής, λογοτεχνικό είδος. Πρόκειται περισσότερο για την επιλογή
μιας οπτικής γωνίας, ενός μεθοδολογικού στοχάστρου: πώς η πραγματική, ιστορική
και συγκεκριμένη πόλη αποτυπώνεται και διαθλάται στη λογοτεχνία και ποια είναι
η σχέση της δεύτερης, της πλασματικής, πόλης με την πρώτη. Η ιδιομορφία αυτής της τοπογραφικά
προσδιορισμένης λογοτεχνίας έγκειται κυρίως στη θεματική της εστίαση: όχι μόνο
το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι περιπέτειες των πλασματικών ηρώων
είναι αστικό αλλά πολύ συχνά τα πρόσωπα υποχωρούν, μετατοπίζονται σε δεύτερο
πλάνο ή και εκτοπίζονται από την πρωταγωνιστική αδηφαγία της πόλης. Η Λισαβόνα
του Πεσόα, το Βερολίνο του Μπρεχτ, το Παρίσι του Καμί, η Πράγα του Κάφκα αλλά και – στα καθ’ ημάς - η Αλεξάνδρεια του
Καβάφη, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη, η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου, δεν είναι μόνο
σύνολα οικιστικά αλλά αποτελούν οντότητες, κατασκευές που επεκτείνονται πέρα
από τα χωρικά όριά τους.
Στην περίπτωση του Γεράσιμου Δενδρινού ο χώρος
δράσης που ο ίδιος έχει επιλέξει είναι οι περι-αστικές, υποβαθμισμένες περιοχές των
νοτιοδυτικών συνοικιών του λεκανοπεδίου, κυρίως γύρω από το Θριάσιο πεδίο, οι
περιφερειακές ζώνες της πόλης όπου συνωθούνται και λαθροβιούν τα ποικίλης
προέλευσης σμήνη ενός συχνά περιθωριακού ή μικροαστικού, εν πολλοίς, πληθυσμού.
Η Ελευσίνα είναι η πόλη που πρωταγωνιστεί στις αφηγήσεις του. Ειδικά την περιοχή της πόλης της Ελευσίνας και του Θριάσιου πεδίου , μπορούμε
να την εκλάβουμε και ως παραδειγματικό
τόπο, ως τόπο δηλαδή που κατέχει μια
σημαίνουσα θέση στη συλλογική κοινωνική μνήμη και υποστασιοποιεί όχι μόνο τη
συλλογική ιστορική εμπειρία του αρχαίου
παρελθόντος αλλά και τη σύγχρονη της βίαιης, πρόχειρης εκβιομηχάνισης, χωρίς
προϋπάρχοντα σχεδιασμό και χωρίς κανένα σεβασμό προς το περιβάλλον, την
ιστορία, την αισθητική και τον άνθρωπο, άρα και προς τον πολιτισμό. Η ασέλγεια
κι ασέβεια προς το χώρο συμπορεύεται με την ασέβεια προς τον διαρκώς παρόντα
χρόνο, εν τέλει προς τον διαρκώς παρόντα άνθρωπο. Το ρημαγμένο τοπίο
αποτυπώνεται από τον Γεράσιμο Δενδρινό με ευαισθησία κι αγάπη, παράλληλα με τις
ρημαγμένες ζωές των προσώπων που το συμπληρώνουν και το ενοικούν. Το σκηνικό
είναι μεταβιομηχανικό, ένας βιομηχανικός ερειπιώνας, η αυθαίρετη οικιστική δόμηση
παρούσα όπως και η κρατική αδιαφορία κι εγκατάλειψη, οι οικίες ανήκουν σε πληθυσμιακές
ομάδες των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων, δηλ. σε πρόσφυγες και στους απόγονούς τους ή σε
εσωτερικούς μετανάστες που συνέρρευσαν στις περιαστικές περιοχές του
λεκανοπεδίου, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1950. Η έλευσις όλων αυτών των ταλαιπωρημένων
ανθρώπων στην Ελευσίνα άλλαξε άρδην την εικόνα και την ταυτότητα της περιοχής. Η κρυφή γοητεία της συνοικιακής μιζέριας, η αυθεντικότητα του κιτς, η ομορφιά
της ασχήμιας, αν θέλετε, προβάλλονται εντυπωσιακά καθώς καθορίζουν τις ζωές των ρημαγμένων υπάρξεων. Οι
χαίνουσες πληγές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (προσφυγιά, εμφυλιακή και
μετεμφυλιακή πραγματικότητα, μετανάστευση, δικτατορία) έχουν αφήσει το κακοφορμισμένο
αποτύπωμά τους στο χώρο αλλά και στον ψυχισμό και στις νοοτροπίες των αντι-ηρώων του.
Ο Γεράσιμος Δενδρινός μυώντας μας στο πληγωμένο τοπίο του Θριάσιου πεδίου κατορθώνει
να συμπλέει την αφήγησή του με την ιστορημένη του πόλη, έτσι που η μία να συμπληρώνει και να φωτίζει την άλλη.
H ΑΝΑ- ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΩΜΑΤΟΣ
Με
αφορμή κείμενα του Γεράσιμου Δενδρινού λόγος περί:
Βιωμάτων
Κοινών και Συναισθημάτων.
της Άννας Φραγκεδάκη-Μυτιληναίου
Κυρίες
και Κύριοι,
Όπως
μπορείτε και μόνοι σας να διαπιστώσετε ο Γ.Δ. είναι ένας πολύ ωραίος άνθρωπος.
Συναντώντας
τον στο Ζάννειο Πειραματικό στις αρχές
της χρονιάς 2005-2006 θεώρησα υποχρέωσή μου να γνωρίσω τον γελαστό συνάδελφο
και μέσα από την συγγραφική του δραστηριότητα.
Τον
ρώτησα διακριτικά ποιο έργο του θα μου συνιστούσε να διαβάσω ή καλύτερα να
διαβάσω πρώτο· μου’ πε το «Χαιρετίσματα από τον Νότο» (Οδυσσέας 1994, ανατύπωση
και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2003)
Ήταν
μόνο η αρχή. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια πράξη γαλαντομίας έγινε πάθος και
πάντα βρισκόταν και μία αφορμή που ακουμπούσε την ψυχή μου και μ’ έκανε να
προχωρήσω στην ανάγνωση ενός ακόμη-επόμενου έργου του:
Το
«Ένα πακέτο άρωμα» (την πρώτη του Συλλογή Διηγημάτων) ακριβώς για τον τίτλο της
που με γύριζε στα παιδικά-εφηβικά μου χρόνια και στους ανθρώπους που αγαπούσα
και μεγάλωσα κάτω απ’ τον ίσκιο τους: τον πατέρα μου, τον θείο τον γιατρό, την
Κολωνακιώτισσα αρχόντισσα την νονά μου. Όλοι μ’ ένα πακέτο «Άρωμα» στο χέρι…
Τις
«Απέραντες Συνοικίες» γιατί μ’ αιχμαλώτισαν οι πρώτες του κιόλας
σελίδες-εξάλλου η Ελευσίνα έχει μερίδιο
κι απ’ την δική μου ζωή – για τον Πειραιά δεν χρειάζεται να το πω.
Θυμήθηκα-ακριβώς
σαν να τις ξαναζούσα-καθημερινές (της ζωής μου) καταστάσεις και σκηνές
–μυρωδιές και τραγούδια που ξεχύνονταν από ανοικτά παράθυρα και τη φωνή του
Διακογιάννη τις Κυριακές.
Το
κλίμα και γεγονότα της επτάχρονης δικτατορίας, το πρώτο τσιγάρο ακούγοντας τον
σταθμό του Πολυτεχνείου.
Εφημερίδες,
περιοδικά με μικρούς ήρωες και σερίφηδες, παιχνίδια στην γειτονιά και το πέταγμα
του αετού, φωτορομάντζα.
Κατηχητές
και δασκάλες ανέραστες, συγγενείς από την Αμερική με τα άχρηστα δώρα τους,
αριστερούς γείτονες χωρίς δηλώσεις μετανοίας. Ξαναβρήκα, έναν-έναν με τ’ όνομά
τους, τους φίλους με τους πειρατικούς σταθμούς, το κυνηγητό τους με την
αστυνομία, τις κεραίες τους στις ταράτσες μας, τα αποσυναρμολογημένα κομμάτια
απ’ τους σταθμούς τους κάτω απ’ τα ντιβάνια μας.
[φίλε
Κ-21 δεν πρόλαβα να σου χαρίσω το αντίτυπο με την σελίδα τσακισμένη εκεί που
ήταν τ’ όνομά σου- μας τσάκισε ένας πρόωρος θάνατος].
Τα
τραγούδια των μαθητικών και νεανικών μας
χρόνων· ο Δάκης, η Μαρίνα, ο Πασχάλης δεν
ήταν ντροπή- δίπλα στον Θεοδωράκη, το χάρτινο φεγγαράκι του Μάνου- και
του Σαββόπουλου το Βρώμικο ψωμί. Αυτά μάλιστα, θυμάστε αγαπητέ-, τα
σιγοτραγουδήσαμε στα κενά μεταξύ των διδακτικών ωρών και στα διαλείμματα στο
σχολείο κάνοντας κι εμείς την δική μας αταξία.
Δεν
αφήνεις εύκολα σ’ οποιουδήποτε τα χέρια τον τόπο σου, τις μνήμες σου, την ψυχή
σου…
Καλά,
λοιπόν, που κράτησε ο Γ.Δ. την εικόνα, το συναίσθημα, το χρώμα, τις αλλαγές του
Πειραιά του ’60, ’70 στα χέρια του.
Ο
Δενδρινός είναι … μια σκέψη που γεννήθηκε επίσης από ένα βίωμα-την διδασκαλία
των επιλεγμένων πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου στην θεωρητική κατεύθυνση - θέλω
τώρα να μοιραστώ μαζί σας.
Μπαίνω,
λοιπόν, στον πειρασμό, αναδιπλώνοντας μπροστά σας το βίωμα του δασκάλου, να
βάλω σε κουτάκια ομοιότητες και διαφορές, να πείσω θέλω μετρώντας σημάδια πως ο
Γ.Δ. είναι ο Ιωάννου του Πειραιά μου και όλων των τόπων που λίγο πριν ακούσατε γι’ αυτούς. Σημάδια, όπως
είναι:
-
το
περιδιάβασμα στην πόλη, τους δρόμους, τις γειτονιές της.
-
Οι
εικόνες-πλάνα κινηματογραφικά [στις Απέραντες Πολιτείες και οι
τίτλοι-υποκεφάλαια σε κάθε αριθμημένο κεφάλαιο του βιβλίου όλοι ταινίες του
σινεμά, εξάλλου έγχρωμο σινεμασκόπ ο ίδιος το χαρακτήρισε το έργο αυτό]
-
Η
καταγραφή της συλλογικής μνήμης - Η αναφορά στο πώς φθάνει στην Ελευσίνα, η
είδηση πως γκρεμίστηκε το Ρολόι του Πειραιά στοίχειωσε για πολλές μέρες την
σκέψη μου.
-
Ο
χώρος που δεν νοείται χωρίς τον άνθρωπο - ακόμη κι ο Παναγιώτης Φαρμάκης (τον
γνωρίσαμε από την «Αγέλαστο πέτρα») επιστρατεύεται
στον νεκρό αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας για να γίνει βιωμένος χώρος κι αυτός
– ή οι οδοκαθαριστές του δημάρχου Σκυλίτση στους δρόμους του Πειραιά, αυτοί με τις άσπρες στολές…
-
Η
σπασμένη πλοκή που μοιάζει αρκετές φορές δευτερεύουσα (και πάλι στις «Απέραντες
Συνοικίες») και θεματικά μοτίβα όπως:
-
το
αίσθημα της μοναξιάς μέσα στο πλήθος ( στις σκηνές από τις εθνικές εορτές στους
δρόμους της Ελευσίνας και του Πειραιά)
- η
αναφορά στην προσφυγιά και την κοινή μοίρα Ελλήνων και Τούρκων, συφοριασμένων
λαών, δια στόματος της Μικρασιάτισσας κυρά-Ανατολής «Σου 'πε, βρε, η γιαγιά σου
για τους καρντάσηδες τους Τούρκους ή σ' τους έβριζε κι αυτή;... Αιώνες αντάμα
ζήσαμε, παιδί μου, αιώνες!... Μην ακούς τι λένε στα σχολεία. Έλληνες και
Τούρκοι είναι ίδιος λαός, ίδια σουσούμια... Όλοι οι πόλεμοι που 'χουν γίνει ανάμεσά
τους είναι εμφύλιοι………….
που λες,
έβαλαν τους Τσέτες με τον αιμοβόρο Νουρεντίν να κάψουν την Γκιαούρ Ισμίρ έτσι
την έλεγαν ακόμα κι αυτοί!... Όμως όταν ήρθαμε εδώ με την ανταλλαγή, μας
λέγανε προστυχο-Σμυρνιές! Μωρέ, καλά είχε πει τότε η μαντάμ Μαρί, μια δασκάλα
που είχαμε: "Το τραπεζομάντιλο το δικό σας εμείς το 'χαμε για βρακί εκεί»
-
η
ειρωνεία και η άρνηση για τους βολεμένους
-
τα
σήματα-κατατεθέντα μιας εποχής, της εποχής
του 1960-70- μιας εποχής όχι ακριβώς σύγχρονης αλλά ούτε και χαμένης
στον βαθύ ορίζοντα της ιστορίας: πλάι-πλάι ο κόκκινος Ντάνι του Παρισινού Μάη
και ο Νίκος Οικονομίδης του «Φίλοι μου αγαπημένοι», ο Άλκης Στέας και τα
ξυραφάκια Astor.
-
Η
νοσταλγία για το πατρικό σπίτι και ο θρήνος για την απώλειά του, και άλλα
μοτίβα.
Κι ο μικρόκοσμος του σχολείου με
μαθητή-παρατηρητή τον αφηγητή και καθηγητές παρατηρούμενους- ο Γ.Δ., βέβαια,
υπήρξε και απ’ τα δυό…
Ως μαθητής κρατά στα χέρια του Ιούλιο
Βέρν και τον Ζούκη, το Vers
la France των γαλλικών μας γνώσεων κι
αναγνώσεων, την τρίτομη Ιστορία του Βανδώρου και την θεματολογία του Τζουγανάτου για το όνειρο της
Φιλοσοφικής. Τα Μαθηματικά του Τόγκα (κανένα λυσάρι δεν τιμήθηκε ποτέ
περισσότερο) και του Σταυρόπουλου τα Idioms και Steps in English για να μαθαίνει Αγγλικά, τις
φροντιστηριακές σημειώσεις από τις
παραδόσεις του Δρακωνάκη- Λατινικά στο Κλασσικό κοντά στο άγαλμα της
Μητέρας.
«Ο καθηγητής του Φροντιστηρίου που με
ενθουσίασε ήταν ο Δρακωνάκης – μας δίδασκε τόσο καλά το άγνωστο στα Λατινικά
ώστε θεωρούσαμε το μάθημα παιχνίδι… Άλλαξα τμήμα …γράφτηκα σε απογευματινό….για
καλή μου τύχη είχαμε τον ίδιο καθηγητή στα Λατινικά…»
Μόλις διάβασα το παραπάνω απόσπασμα
έσκαψα μέσα στην ψυχή και στα συρτάρια μου· βρήκα κι εγώ τις σημειώσεις, και
περήφανα τις στόλισα στην φωτεινή γωνιά του γραφείου μου.
Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, εμείς- οι
αναγνώστες του Δενδρινού πως την ζήσαμε
κατά τα ανωτέρω την αναβίωση των βιωμάτων μας.
(Τα σχετικά με τον ή τους έρωτες επιμελώς - για
ευνόητους λόγους –απέφυγα. Θα πραγματευθούν το θέμα, ικανότεροι συνάδελφοι στην
συνέχεια….»
Στις «Απέραντες – Δυτικές-Συνοικίες»
του ο Δενδρινός εφηύρε και χρησιμοποίησε
με όλη την ιδιαίτερη-λογοτεχνική –εξυπνάδα του ένα ιδιότυπο «ποιητικό» -
λογοτεχνικό προσωπείο: αυτό της παραπομπής σε ΠΗΓΕΣ (σελ. 1η μετά
την υπ’ αριθμ. 400 στην έκδοση του Κέδρου, Αθήνα 2001).
Η ζωντάνια του λόγου και των προσώπων,
η απλότητα, η τάξη και η αλήθεια των αναφορών στην πρόσφατη ιστορία μας, τους
τύπους, τον Τύπο, τα γεγονότα και τα ονόματα της περιόδου 1960-1980 δεν
θίγονται από την παραπομπή μας σε πηγές.
Καμμιά πηγή, εκτός ίσως από έναν ακόμη
σημαντικό Νεοέλληνα Λογοτέχνη, τον Κώστα Ταχτσή δεν έκανε τον Γ.Δ. να περιγράψει
έτσι τον θάνατο της τρομερής γιαγιάς των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του
«Πού είσαι, βρε ευλογημένε;...» μου
είπε. «Πετάξου στο δωμάτιο και φέρε μου αμέσως τα υπογλώσσια... Πονάω και στην
πλάτη... Το αριστερό μου χέρι δεν το αισθάνομαι...» Της έδωσα το δισκίο, ενώ η
Θεανώ τής ξεκούμπωσε τη ρόμπα. «Δεν μπορώ να πάρω ανάσα...» μας είπε. Δίπλα σε
μια γλάστρα βρήκα ένα πεταμένο χαρτόνι και της έκανα αέρα. «Μου 'ρχεται
εμετός...»
«Ειδοποίησα για ταξί»,
μου είπε η Θεανώ βγαίνοντας στην αυλή. Πετάχτηκα στο υπόγειο για να δω στην
εφημερίδα ποιο νοσοκομείο εφημέρευε.
Ο ταξιτζής με
βοήθησε να τη βάλουμε στο πίσω κάθισμα. «Τα γόνατα μου είναι λυμένα, παιδί
μου...» μου είπε ενώ την ξαπλώναμε. Τα χείλια της μελανά, τα χέρια της κρύα.
«Δηλητηρίαση έπαθε; με ρώτησε
ο ταξιτζής βάζοντας μπρος. «Η καρδιά της...» απάντησα σιγανά. Μόλις που πρόλαβα
να δω τη Θεανώ που με κοιτούσε
φοβισμένη δίπλα στην εξώπορτα. Σκέφτηκα πως αν ήταν μάνα της θα την πήγαινε στο
νοσοκομείο η ίδια.
Στην
Αθηνών - Κορίνθου το ταξί κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα∙ όμως έξω από
τη Χαλυβουργική αναγκάστηκε να κόψει.
«Έπρεπε
να καλέσετε ασθενοφόρο, όχι εμένα», είπε ο οδηγός. «Το σκεφτήκαμε, απάντησα
ψέματα, «αλλά αυτά πάντα αργούν...» Η γιαγιά δίπλα μου είχε κοντόβηχα κι
ανάσαινε βαριά. Από τα ανοιχτά παράθυρα ο δροσερός αέρας που έμπαινε μύριζε
κάπνα. Σε μια στιγμή ένιωσα το χέρι της που πάσχιζε να σφίξει το δικό μου.
«Σκύψε
να σε φιλήσω… Εγώ φεύγω… Άκουσε…….
Το πρόσωπο της συσπάστηκε. «Ποιος το
περίμενε; Ποιος;...» συνέχισε να λέει. «Αυτά τα μέρη… αυτά τα μέρη...» Στρέφοντας
προς το ανοιχτό παράθυρο, σήκωσε το χέρι της.
Στα
διυλιστήρια σταθήκαμε γιατί είχε κίνηση. Κόσμος περίεργος, ιδίως εργάτες που
σχολούσαν από τα γύρω εργοστάσια, είχε γεμίσει τα πεζοδρόμια. Ο ταξιτζής με
επιδέξιες μανούβρες ανάμεσα στα αυτοκίνητα! κατάφερε να πλησιάσει, τον
τροχονόμο: «Μεταφέρουμε άρρωστο για νοσοκομείο, δε- γίνεται να μας
διευκολύνετε λιγάκι; «Πέσατε στην περίπτωση, φίλε... Κάποιος μόδιστρος
φωτογραφίζει μοντέλα με φόντο τα διυλιστήρια!...» είπε τσαντισμένος αυτός.
Εκείνη τη στιγμή, πολύ κοντά μας, μπροστά στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του
Σωτήρος, είδαμε πάνω σε μια μικρή εξέδρα, που σήκωνε ένας τεράστιος γερανός της
πυροσβεστικής τρία γνωστά μανεκέν, τη Βανέσα, την Έφη Μελά και την Ελίζαμπεθ να
ποζάρουν στους φωτογράφους και σε έναν κάμεραμαν, που, ανεβασμένοι αντικριστά
σ’ ένα άλλο γερανό, τις φωτογράφιζαν με φλας. Ο σκηνοθέτης με τηλεβόα έδινε
παράγγελμα στα μοντέλα να αλλάξουν πόζα. Ακουγόταν
η μπαλάντα «Time in the bottle» του Τζιμ Κρος,
ενώ συγχρόνως ροζ καπνοί υψώνονταν
για να διαλυθούν πιο πάνω απ' τον αέρα.
Έβλεπα απ' το παράθυρο τα
εκτυφλωτικά φώτα, τα χαμόγελα, τον κόσμο τον αμέριμνο, που γλιστράει πάντα
δίπλα μας για να μας θυμίζει πως η ζωή συνεχίζεται.
«Αυτή η νύφη... τι θέλει ανεβασμένη
εκεί πάνω;...» ρώτησε αδιάφορα ο οδηγός. Αισθάνεστε καλύτερα τώρα, μαντάμ;»
συνέχισε χωρίς να πάρει απάντηση. Κορνάροντας, κατάφερε να προχωρήσει ακόμα
λίγο. Για καλή μας τύχη, ο δρόμος πιο πέρα ήταν ανοιχτός.
Ο δρόμος
ελευθερώθηκε. Περνούσαμε δίπλα από το δεξιό πεζοδρόμιο, απ' όπου οι σωληνώσεις
των διυλιστηρίων κατέληγαν στην προβλήτα του Ασπρόπυργου. Μόλις περάσαμε μια
καντίνα, είδα τον Παναγιώτη Φαρμάκη που στεκόταν εκεί σαστισμένος, με τα ίδια
όπως πάντα ρούχα, αμπέχονο, σακάκι στο κεφάλι του και αρβύλες.
«Η λίμνη!...»
ψιθύρισε δίπλα μου η γιαγιά, κοιτάζοντας από το παράθυρο. Πάνω στην επιφάνεια
της τρεμόπαιζαν οι αντανακλάσεις των φώτων από το στρατόπεδο του Ξηρογιάννη,
όπου σάλπιζε σιωπητήριο. Ξαφνικά, την ακούσαμε να λέει: «Σταμάτα!... Θέλω να
βγω...» Ο οδηγός, υπακούοντας, άραξε λίγα μέτρα πιο κάτω.
Βγήκα για να
ανοίξω την πόρτα. «Τελικά είναι άρρωστη ή θέλει αλλαγή αέρα;» με ρώτησε ενώ τη
βοηθούσα να βγει από το αυτοκίνητο.
«Πέρασε με απέναντι...» παρακάλεσε εκείνη.
Του είπα να
περιμένει.
Έτσι
αγκιστρωμένη πάνω μου, είδα κι έπαθα να την περάσω απέναντι. Οι οδηγοί
κόρναραν και βρίζανε. Ο μεγάλος προβολέας του στρατοπέδου έφεγγε την άλλη άκρη
της όχθης της λίμνης, όπου
υπήρχαν αραγμένες στρατιωτικές
λέμβοι.
Σταματήσαμε μπροστά στη διέξοδο του νερού
προς τη θάλασσα, κοντά στους καλαμιώνες. «Άσε με μόνη... Θέλω να περπατήσω...»
ψιθύρισε, έχοντας το χέρι της περασμένο στη μέση μου. Την άφησα για λίγο. Από
τη μεριά των διυλιστηρίων ο σκηνοθέτης μιλούσε με τον τηλεβόα για να
επαναληφθεί η φωτογράφηση.
Έκανε μερικά βήματα. «Τι
είναι αυτό;...» ρώτησε και μου έδειξε ψηλά. Ένας γλάρος, περνώντας γρήγορα μέσα
από τη ί δεσμίδα του προβολέα, έλαμψε ξαφνικά προτού μετατραπεί σε μαύρο
φτερωτό πουλί που χάθηκε προς τον αντικρινό λόφο.
Δεν πρόλαβα να
απαντήσω. Παραπατώντας, σωριάστηκε. Τα
μάτια της παρέμειναν ανοιχτά. Κρατώντας
την ακόμα, στάθηκα για λίγο κοιτάζοντας προς τη λίμνη. Αραιή κοκκινωπή κάπνα
είχε σταθεί στο στρατόπεδο και σκορπιζόταν αραιή προς το Δαφνοβούνι και το
Ποικίλον Όρος. Όταν έστρεψα το κεφάλι, είδα τον ταξιτζή στην άλλη άκρη της
ασφάλτου να μου κάνει νόημα για να φύγουμε μακριά από το Θριάσιο.
-------------------------
Κυρίες και Κύριοι,
Πρόκειται για ένα θάνατο που
ανα-βιώνει τις δικές μας απώλειες των προγόνων και που ταυτόχρονα ξορκίζει δια
της λογοτεχνικής γραφής και με την δύναμη της ανάμνησης του βιώματος ως ασθενή
τον θάνατο.
Γιατί ο Γ.Δ. μας πείθει ότι είναι
δυνατόν όλοι εμείς να ζήσουμε ως αθάνατοι στα βιώματα άλλου.
Σας
ευχαριστώ
Και ζητώ από τον αγαπητό Γεράσιμο Δενδρινό
την άδεια να αφιερώσω στην μνήμη του φίλου Κυριάκου Φιλιππάκη, στον Κ21 που
ακούστηκε παραπάνω, την αποψινή μου
ομιλία.
Ἔρωτες ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ
της Πηνελόπης Κουφοπούλου
Ο έρωτας
είναι μια θάλασσα πόθου που απλώνεται ανάμεσα
σε δύο ακτές- μόνο οι ακτές είναι πραγματικές αλλά πόσο πιο επιβλητική
είναι η θάλασσα! (Πιέρ Κορνέϊγ)
Ο Γεράσιμος Δενδρινός είναι ένας συγγραφέας που επενδύει σε σκηνές
συνόλου. Οι συλλογές των διηγημάτων του θυμίζουν συχνά άλμπουμ από παλιές
οικογενειακές φωτογραφίες, ενώ o φακός εστίασης
περιπλανάται και πλανάται σε κινηματογραφικά πλάνα τοπίου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ψυχολογική διείσδυση
δεν συγκαταλέγεται στις συγγραφικές του αρετές. Oι λογοτεχνικές φιγούρες
του διαθέτουν βάθος και σύνθετο ψυχισμό. Η υποκειμενικότητα των χαρακτήρων του υπογραμμίζεται ποικιλοτρόπως, αλλά η δραματική τους υπόσταση φωτίζεται πρωτίστως με τους χλωμούς προβολείς του έρωτα. Οι ήρωες του,
έτσι, παλινδρομούν και παλινωδούν
βασανισμένοι από έναν έρωτα, έναν έρωτα
άλλοτε παράφορο και αυτοκαταστροφικό, άλλοτε
αμαρτωλό κι ανομολόγητο κι άλλοτε
ντροπαλό και ανεπίδοτο αλλά πάντοτε κραταιό.
Γι' απόψε έχω επιλέξει να σας παρουσιάσω το
πάθος και τα πάθη του Άλκη και της Αλεξάντρας - πρωταγωνιστές σε δύο
διαφορετικά βιβλία, δύο περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετες εκ πρώτης,
με πολλά κοινά σημεία σε μια δεύτερη ανάγνωση
Αμφότεροι, άλλωστε, είναι «ήρωες έρμαια των
δισταγμών τους». Η επιθυμία τους αντιστρατεύεται την κοινωνική συνθήκη αλλά
παραμένει ανεξάντλητη παρά τα αντικειμενικά εμπόδια. Ταλανίζονται, έτσι, από
συναισθήματα πολύ ισχυρά για να
κατορθώσουν να τα δαμάσουν αλλά και ταυτόχρονα πολύ ανίσχυρα για να τους παρασύρουν σε μια ριζική ανατροπή και να μας χαρίσουν ένα grande
finale.
Παραμένουν εν στάσει∙ μοιραία παγιδευμένοι σε έρωτες αδιέξοδους, έρωτες που
στερούνται τη χαρά της δημόσιας
διακήρυξης τους, έρωτες για
τους οποίους το «θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε μαζί είναι απαγορευμένη
πολυτέλεια». Και έτσι εκείνος αναζητά παρηγοριά στην ποίηση και τα τσιγάρα, ενώ εκείνη καταφεύγει στην αγκαλιά της θρησκείας...
Όλα
όσα δεν έζησαν, αυτά τους καθορίζουν.Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι:
Ο Άλκης, ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος, είναι ευαίσθητος μαθηματικός κοντά στα σαράντα, διορισμένος σε κάποιο Γυμνάσιο του Θριάσιου Πεδίου. Την ημέρα εκτελεί με ευσυνειδησία τα διδακτικά του καθήκοντα και υπακούει με αφοσίωση στις παράλογες απαιτήσεις μιας άρρωστης και δεσποτικής μάνας. Όταν σκοτεινιάζει, όμως, αναζητεί ερωτική συντροφιά στους κακοφωτισμένους δρόμους και στις ερειπωμένες μάντρες της βιομηχανικής Ελευσίνας. Τη νύχτα πάντα όλοι το ίδιο ζητάνε ένα σώμα, μας εξηγεί ο συγγραφέας. Το παν είναι να μην κάνει κανείς την αρχή σ’ αυτά τα μέρη. Με τον καιρό μαθαίνεις τους κανόνες του παιχνιδιού.
Kάποια
φορά, όμως, η ερωτική συνεύρεση με έναν άγνωστο
υπερβαίνει την εκπλήρωση του σεξουαλικού
πόθου. Ο Αλκης δραπετεύει αλαφιασμένος από την ένταση του συναισθήματος. Οι επόμενες
μέρες περνούν γεμάτες με γλυκιά προσμονή
και μια αόριστη ανησυχία. Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια και ο κίνδυνος γίνεται χειροπιαστός, όταν αποδεικνύεται ότι ο
άγνωστος εκείνης της νύχτας - Hλίας στο
όνομα και ευυπόληπτος έμπορος της περιοχής - είναι πατέρας του Κλέαρχου, (πρόκειται
για έναν επιμελή αλλά αδύναμο στα μαθηματικά μαθητή του Άλκη) και έρχεται στο
σχολείο για να ζητήσει από τον αγαπημένο δάσκαλο ιδιαίτερα μαθήματα. Aναπόφευκτα,
οι δύο άντρες ξανασυναντιούνται, μακριά από την ασφάλεια και θαλπωρή του
σκοταδιού, και εξαναγκάζονται να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο ο ένας τον άλλο
και, κατά συνέπεια, ο καθένας τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Ηλίας διεκδικεί το ρόλο του κυνηγού, παίρνει
πρωτοβουλίες, επιμένει κινεί τα νήματα
της ιστορίας. Μια αξιοπρεπής σύζυγος που
σωπαίνει και υπομένει του χαρίζει την επίφαση της κανονικότητας. Ωστόσο ο Άλκης βασανίζεται από ενοχές και μάχεται να
αποστραφεί το λαθραίο έρωτα του. Η
επιθυμία, όμως, αναζωπυρώνεται από την
απουσία και την έλλειψη του άλλου.
Τα άγρυπνα βράδια του περνούν συντροφιά με ένα πακέτο τσιγάρα. Ο
Άλκης καπνίζει για να μπορεί να ανασαίνει
μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των
καθημερινών συμβιβασμών και τη συναισθηματική
άπνοια του εργένικου δωματίου. «Καλό μου τσιγάρο, εσύ που κολλάς ένα κορμί
τεμαχισμένο», για να θυμηθούμε την προσφώνηση της Ανί Λεκλέρ.
Και γράφει ποιήματα «στίχους της ηδονής, της
εκλεκτής που πιαίνει προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένην», η αναφορά στον
Καβάφη ανήκει στο συγγραφέα. Η ανάσχεση της ερωτικής επιθυμίας αποτελεί ανέκαθεν τη βασιλική οδό για την ποιητική δημιουργία.
Το καλλιτέχνημα, εδώ, λειτουργεί ως προσομοίωση
του ακυρωμένου πόθου, ως ισοδύναμο μιας
αναζήτησης που δεν εκπληρώνεται ποτέ. «Το ποίημα» γράφει ο Ρενέ Σαρ «είναι η πραγμάτωση του έρωτα από μιαν
επιθυμία που παραμένει επιθυμία».
Οι οπισθοχωρήσεις, οι αναβολές και η αμφιθυμία του
Άλκη επιβραδύνουν τη δράση αλλά χαρίζουν στο κείμενο μια υποδόρια ένταση. Η
τελευταία σκηνή, όπου η γυναίκα του Ηλία τον επισκέπτεται στο σχολείο, για να του προσφέρει
τη διακριτική αλλά σαφή συγκατάθεση της, επιβάλλει μια βουβή και τεταμένη αμηχανία.
Η έκβαση της ιστορίας παραμένει μετέωρη και οριστικά αμφίσημη.
Και ενώ στην περίπτωση του Άλκη τα αισθήματα είναι αμοιβαία, η Αλεξάνδρα, κεντρική μορφή στο τελευταίο πολυπρόσωπο μυθιστόρημα του Δενδρινού Φραγή
εισερχομένων κλίσεων, δοκιμάζεται από ένα μονόπλευρο και ανέλπιδο πάθος.
Η Αλεξάνδρα, κόρη στρατιωτικού, είναι μια γυναίκα αυστηρή -όχι στην πρώτη νιότη της
αλλά ακόμα γοητευτική - που συχνάζει σε
εκκλησίες και θρησκευτικές συγκεντρώσεις.
Η περιπέτεια της αρχίζει, όταν θα εγκαταλείψει τη μοναξιά του πατρικού
της και θα ξαναγυρίσει στη Θεσσαλονίκη για να συγκατοικήσει με την έφηβη ανιψιά της,
τη Νάνση, αφού οι γονείς της θα λείψουν
στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η αλλαγή
αυτή στη ζωή της θα ξαναζωντανέψει τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Ιγνάτιο,
ένα παλιό αγαπημένο φίλο. Κάποτε δίσταζε να εκδηλώσει τα συναισθήματα της,
γιατί εκείνος έδειχνε αποφασισμένος να
αφοσιωθεί στην μοναστική ζωή. Τώρα τον βρίσκει τραπεζικό υπάλληλο και ήδη παντρεμένο ή μάλλον παγιδευμένο σε έναν
ανιαρό γάμο κι απογοητευμένο από την αναμονή ενός παιδιού που δεν έρχεται.
Τον συναντά, μάλιστα, συχνά πυκνά σε
πολιτιστικές εκδηλώσεις του πνευματικού κέντρου «ο Βόσπορος» ή σε
εκδρομές προσκυνήματα σε μοναστήρια και πνευματικά ησυχαστήρια.
Η Αλεξάντρα αγωνίζεται να κρατήσει κάποια απόσταση
ασφαλείας. Συμπαραστάτης στον αγώνα της ενάντια στον πειρασμό ο εξομολογητής της και
πρόσκαιρη ανάπαυλα από τα μαρτύρια της αμαρτίας η προσευχή. Επί ματαίω. Παρά τις επίμονες προσπάθειες της, η εικόνα του μονοπωλεί τις
σκέψεις της και η ίδια καταλήγει να εξαρτά τη διάθεση της από κάθε λεπτομέρεια της δικής του ζωής. Γιατί άλλωστε τι νόημα έχει η αγάπη αν δε σε διαποτίζει ολόκληρο;
Η άνευ
όρων αφοσίωση συνάδει με το νόημα της χριστιανικής θυσίας. Όταν παρακολουθεί τον Ιγνάτιο να
ψέλνει κάτω από το χλωμό φως των κεριών στις αγρυπνίες των βυζαντινών ναών - λίγο
η μυρωδιά του λιβανιού λίγο η
υποβλητικότητα της νύχτας - και ο
αγαπημένος γίνεται ο Νυμφίος, ενώ ο έρωτας της μοιάζει να εξαχνώνεται... Η ιεροποίηση
του ανθρώπινου μέσω της λατρείας οδηγεί στον εξαγνισμό της επιθυμίας; Πρόκειται τελικά για μια αγάπη άμωμη;
Οι
απαιτήσεις του σώματος που εξορίζονται από ένα ισχυρό υπερεγώ και μια βαθιά
χριστιανική πίστη επιστρέφουν μέσα από υποσυνείδητες δαιδαλώδεις διαδρομές και
στοιχειώνουν τον ύπνο της. Όταν η Αλεξάντρα αποσύρεται στην κρεβατοκάμαρα της κάθε αντίσταση κάμπτεται. Η απωθημένη παρόρμηση επιστρέφει άλλοτε λογοκριμένη με
σουρεαλιστικές μεταμφιέσεις και άλλοτε ωμή και απροκάλυπτη. Ο Ιγνάτιος εμφανίζεται ολόγυμνος και πλαγιάζει μαζί της
και εκείνη νοιώθει στο λαιμό της την ανάσα του. Η ψυχική αναστάτωση που
προκαλούν τα όνειρά της διαρκεί όλη μέρα. Συχνά πυκνά καταφεύγει σε
ηρεμιστικά. Ο έρωτας της καταλήγει νεύρωση και ιδεοληψία.
Όταν τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, το
τελευταίο αντίο φαντάζει καθήκον αβάσταχτο.
Η Αλεξάντρα καταφεύγει τότε στη γραπτή εξομολόγηση - επιστολή το προαιώνιο
όπλο του ερωτευμένου: η απόσταξη του συναισθήματος μέσα από τη στίξη της γραφής,
η τελεσίδικη δέσμευση του παραλήπτη και
στη συνέχεια η τυραννία της αναμονής.
Αλλά όταν θα συναντηθούν τυχαία, ο Ιγνάτιος
αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων, φανερά αμήχανος ψελλίζει χλιαρές δικαιολογίες και συστήνει
φρόνιμες συμβουλές. Η ώρα της αποκαθήλωσης;
Η Αλεξάντρα υπομένει μια ακριβοπληρωμένη
στωικότητα την ερημιά της επόμενης μέρας. Θα αποσυρθεί αλλά δεν θα απεμπολήσει
κανένα βίωμα. Η καρδιά της αγαπά με την αδιαλλαξία ενός άστρου.
Οι αναλογίες ανάμεσα στις ιστορίες είναι νομίζω πρόδηλες. Τόσο ο Αλκης όσο και η
Αλεξάντρα είναι ήρωες παλαιών αρχών και ίσως αλλοτινών καιρών, αταίριαστοι πάντως με τη νέα
τάξη των ερωτικών πραγμάτων που διακηρύσσει την παντοδυναμία της επιθυμίας και συστήνει
την ναρκισσιστική χωρίς αναστολές θύρα της ηδονής.
Τόσο ο Άλκης όσο και η Αλεξάντρα είναι άνθρωποι συνεσταλμένοι και χαμηλόφωνοι, μοναχικές
ιδιοσυγκρασίες, που διάγουν βίο ελάσσονα
και κοιτάζουν από το παράθυρο περιμένοντας κάτι να συμβεί. Ερωτεύονται ψυχή τε
και σώματι. Κι ο έρωτας τους λειτουργεί ως αφύπνιση και αίτημα αλήθειας. Γιατί ανάμεσα στο
καταναλώνεις το χρόνο σου και στο να ζεις
υπάρχει άβυσσος. Πρόκειται, όμως, για μια λάθος αγάπη Η ευαισθησία τους αγγίζει την νοσηρότητα και
το φορτίο της ενοχής αποδεικνύεται πολύ
βαρύ για τους αδύναμους ώμους τους. Αμφότεροι
δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικούς τύπους, παραδείγματα προς μίμηση ή αποφυγής
Είναι απλώς ιδιάζουσες περιπτώσεις. Ο έρωτας είναι κάτι βαθιά
διαφορετικό και ερμητικά προσωπικό - όσοι
οι άνθρωποι τόσες και οι συντεταγμένες του - και αυτό ισχύει για τους ετερόφυλους και τους ομοφυλόφιλους εξίσου. Ο Ορτέγκα Υ Κασέτ
υποστηρίζει ότι η μόνη εμπειρία που μπορεί να θεωρηθεί πιο ενδόμυχη από την
ερωτική εκλογή είναι ίσως το μεταφυσικό αίσθημα, η ριζική δηλαδή αντίληψη που
έχουμε για το Σύμπαν.
Ο Γεράσιμος Δενδρινός, άλλωστε, δεν κάνει στρατευμένη τέχνη. Δεν καταθέτει μανιφέστα για τη γυναικεία χειραφέτηση ή για τα δικαιώματα κάποιας ερωτικής
μειονότητας. Γράφει ρομάντζα σχεδόν
μελό και σε κλίμα μουσικής δωματίου∙
τολμηρές και συνάμα τρυφερές ερωτικές ιστορίες που δεν καταδέχονται ούτε τη σεμνοτυφία των
αποσιωπητικών ούτε τη χυδαιότητα της πρόκλησης αλλά ούτε τη μεγαλόσχημη ρητορεία της κοινωνικής καταγγελίας. Ο αισθησιασμός τους προκύπτει αβίαστα από τα βλέμματα και τα νεύματα
αλλά κι από τις απέραντες σιωπές του κειμένου. Ο ειδικός επί του θέματος Ζώρζ Μπατάιγ έχει αποφανθεί: «Ο ερωτισμός ανήκει
τελεσίδικα στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου»
Και η πιο εύθραυστη
χειρονομία σου
Με περιέχει Και το πιο τολμηρό μου όνειρο
Σε προϋποθέτει.
(Χάρης
Βλαβιανός, Canto Amor)
Ο Γεράσιμος Δενδρινός αναζητά το διαφεύγον μέσα από το οικείο και το
καθημερινό με βλέμμα οξυμένο στη λεπτομέρεια. Η εγκάρσια ανάλυση του έρωτα
επιτυγχάνεται μέσα από το ιδιωτικό τραύμα. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις η
ερωτική εμπειρία - ανοιχτή πληγή - γίνεται η αιτία μιας απέραντης οδύνης και
αποκαλύπτει το ατελεύτητο της ψυχής. Η βάσανο της επιθυμίας αποδίδεται με
μαγνητοφωνική πιστότητα και ιμπρεσιονιστική ακρίβεια. Το ζοφερό
κατεστραμμένο τοπίο του Θριάσιου πεδίου είναι η μεγεθυσμένη προβολή της
απόγνωσης του Αλκη, ενώ η καμένη καφετέρια Κοπεγχάγη σκορπίζει τις στάχτες της
στην ψυχή της Αλεξάντρας.
Πρόκειται
για αισθητική μανιέρα ή αυτή η εμμονή με τα δεινά του έρωτα πρέπει να αποδοθεί σε μια πιθανόν καταθλιπτική φύση
του συγγραφέα; Ας είμαστε ειλικρινείς, ο
πόνος είναι η κυρίαρχη αλλά και πιο ενδιαφέρουσα απόχρωση στην παλέτα της
ανθρώπινης ζωής. Τα ερωτικά δράματα μας συγκινούν ακόμα, γιατί επιβάλλουν τη
συναισθησία, γιατί έτσι αναγνωρίζουμε το έλλειμμα -μικρό ή μεγάλο δεν έχει
σημασία- της δικής μας ικανοποίησης.
Ο Άλκης και η Αλεξάντρα. Ξανά. Βίοι παράλληλοι;
Κύκλοι τεμνόμενοι; Ίσως.
Θα ήθελα να προσθέσω μια τελευταία, ίσως άνευ
σημασίας, διαπίστωση. Και οι δύο ήρωες δεν οδηγούν. Δραπετεύουν με την αστική
συγκοινωνία από τη σκηνή της θυσίας και ατενίζουν το αντικείμενο του έρωτα να
απομακρύνεται στην έρημη άσφαλτο ή τη ζωή των άλλων να κυλά στους
πολυσύχναστους δρόμους της πόλης πίσω από το ραντισμένο με τις στάλες της
βροχής τζάμι ενός λεωφορείου.
«Στον έρωτα, στη δόξα
και στο θάνατο πορευόμαστε μονάχοι».
"Τι απέγινε ο Άλκης"
Του Δ. Χριστόπουλου
Πολλοί αναρωτιούνται τι γίνονται
οι λογοτεχνικοί ήρωες μετά το τέλος της ανάγνωσης. Πεθαίνουν, ζουν στη φαντασία
του αναγνώστη, χάνονται με το τέλος της ανάγνωσης, πέφτουν σε χειμερία νάρκη μέχρι
να τους ζωντανέψει εκ νέου ένας άλλος συγγραφέας;
Αν ισχύει η άποψη του Ουμπέρτο
Έκο ότι η ανάγνωση είναι μια αργή περιπλάνηση στο δάσος της αφήγησης όπου
μπορούν να συμβούν όλα τα απρόοπτα, τότε κάποιοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες τους
οποίους αγαπήσαμε εξακολουθούν να ζουν και μετά το πέρας της ανάγνωσης.
Γίνονται πρόσωπα-σύμβολα που ξεπηδούν από τις γραμμές του κειμένου και δηλώνουν
αυθύπαρκτα την παρουσία τους σα φαντάσματα που στοιχειώνουν τις μέρες και τις
νύχτες μας.
Αυτή η διαπίστωση ισχύει για τα
λογοτεχνικά πρόσωπα που δεν αποτελούν απλές καρικατούρες καταστάσεων ή φερέφωνα
του συγγραφέα, αλλά χαρακτήρες ικανούς να νικήσουν τη θνητότητα και να
εξακτινωθούν εις το διηνεκές.
Το μυθιστόρημα «Άλκης» του
Γεράσιμου Δενδρινού μπορεί ανεπιφύλακτα να ενταχθεί στον λογοτεχνικό κανόνα που
μόλις μνημονεύθηκε. Ο ήρωάς του, ο Άλκης, μαθηματικός στη Μ.Ε., σε καμία
περίπτωση δεν συνιστά ένα πρόσωπο που χάνεται μετά τη σελίδα 213 του βιβλίου.
Και τι σημαίνει χάνεται; Ξεχνιέται από τον αναγνώστη διά παντός. Ο Άλκης,
ωστόσο, αποτελεί μια αρχετυπική φιγούρα ανθρώπου. Στην ουσία πρόκειται για
αντι-ήρωα, έναν άνθρωπο άτολμο να εκπληρώσει τις
επιθυμίες του. Ο Άλκης είναι ο άνθρωπος που μένει έρμαιο των δισταγμών
του, που απλώνει το χέρι αλλά αμέσως το μετανιώνει και το παίρνει πίσω. «Όταν μου
δείξουν αγάπη, πανικοβάλλομαι, λες κι αναγνωρίζω πως είμαι ανάξιός της…» πήγε
να προσθέσει ύστερα από λίγο, αλλά δεν είπε τίποτε. Η φράση έμεινε στα όρια μιας
γνώσης ανεκτίμητης, που σπάνια ανακοινώνεται στους άλλους.
Στο INFO o Παναγιώτης
Ευαγγελίδης έγραψε τα εξής: «Αν ένας άνθρωπος μελλοντικών εποχών διαβάσει αυτό
το αφήγημα θα ανατριχιάσει από θλίψη μπροστά στα ακατανόητα βάσανα των ηρώων
και θα αναρωτηθεί, με το δίκιο του, πάνω στην εν λόγω περίεργη αρρώστια με αυτά
τα τρομερά σύνθετα και παράλογα συμπτώματα. Θα απορήσει για το πώς μια
εκατέρωθεν δυνατή ερωτική έλξη γεννάει αγωνία και κατάθλιψη, πώς μια ευτυχισμένη
συνάντηση κορμιών οδηγεί σε φυγή και φέρνει απόγνωση. Πενθούμε τον παράδεισο αφού τον έχουμε ζήσει και χάσει, όχι όταν μας
προσφέρεται και εμείς τον αρνιόμαστε πεισματικά».
Φέτος συμπληρώνονται 10 χρόνια
ακριβώς από το έτος της πρώτης του έκδοσης. Τι να απέγινε, άραγε, ο Άλκης; Για
να δούμε…
κλέαρχο με
βαφτισαν. Δεν ήξερα κανέναν γνωστό με αυτό το όνομα. Γι’ αυτό νόμιζα κι εγώ πως έχω
κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Υποκοριστικό όπως άλλα παιδιά ποτέ δεν άκουσα. Όταν
πήγα δημοτικό, κατάλαβα πως οι Σπαρτιάτες δεν έδωσαν τυχαία αυτό το όνομα στον
μεγάλο στρατηγό που κατατρόπωσε τις περσικές δυνάμεις του Αρταξέρξη. Δυστυχώς,
στην περίπτωσή μου δεν επαληθεύτηκε ο συμβολισμός του ονόματος. Στο στόμα
ορισμένων συμμαθητών μου δεν άργησε να γίνει ένα κακεντρεχές παρατσούκλι που με
τσουρούφλιζε όταν τ’ άκουγα. Μόνο ο κύριος Γκίκας, ο μαθηματικός μου στο
Γυμνάσιο, θυμάμαι, έβαλε για τα καλά στη θέση του έναν συμμαθητή μου που τόλμησε
να πιάσει, μια μέρα, τ’ όνομά μου στο βρομερό του στόμα. Έκτοτε κανείς δεν με
ξαναενόχλησε. Εγώ, πάντως, ποτέ δεν ένιωσα ούτε δοξασμένος ούτε αρχηγός. Το
αντίθετο, θα ’λεγα. Τουλάχιστον, είχα βρει πια έναν ‘προστάτη’, κι αυτόν με
αρχαίο όνομα: Αλκιβιάδης! Άλκης για τους δικούς του.
*
Κυνικά καύματα τούτες τις μέρες και ο ήλιος ακόμα πυρπολούσε το σεληνιακό
τοπίο. Αν ξαφνικά έπιανες φωτιά, σίγουρα θα μιλούσαν για «αυτοανάφλεξη».
Περασμένες πέντε ήταν η νεκρώσιμη ακολουθία για το ξόδι του αγαπημένου καθηγητή
μου από το Γυμνάσιο. Σήμερα θα ’κλεινε τα πενήντα. Συνομήλικος του πατέρα μου.
Όφειλα να πάω. Κατέβηκα απροειδοποίητα από τη Θεσσαλονίκη. Δική του επιθυμία ήταν να αναπαυθεί στο Σχιστό. Εκεί
πάνω θα εποπτεύω ολόκληρο το Θριάσιο πεδίο, σα να βρίσκομαι σε σκοπιά. Μου
το είχε εκμυστηρευτεί την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Το γνώριζε
και μιλούσε λες και αυτό καθαυτό το γεγονός αφορούσε κάποιον άλλον. Από κει,
σαν άλλος Σείριος, το πιο φωτεινό μάτι τ’ ουρανού, θ’ αγνάντευε εφεξής και τη
Σαλαμίνα, που χρόνια ολόκληρα αντίκριζε απ’ το σπίτι του. Εικόνα ανεξίτηλα
τυπωμένη στο κάδρο του παραθύρου του. Όταν
κάτι το μισείς, το συνηθίζεις κι έπειτα δύσκολα το αποχωρίζεσαι, μου έλεγε.
Το θυμάμαι. Τα τελευταία χρόνια επικοινωνούσαμε τακτικά.
Αγνώριστο μου φαίνεται πια αυτό το μέρος. Όσο και να το εξωραΐζουν, η
ασχήμια του σε πληγώνει. Σκουπίδια, αμέτρητα σιδερικά, λογής λογής άχρηστα
πλαστικά, φαγωμένα λάστιχα. Όλα ενθύμια της ανθρώπινης εγκατάλειψης. Βαραίνει
καταθλιπτικά πάνω στις ψυχές των ανθρώπων που το κατοικούν και τις στεγνώνει. Χωματερές
απορριμμάτων που ο καθένας εναποθέτει τις βρομιές του. Θαρρείς και τρέφεται από
το αίμα τους. Η Περσεφόνη φυσικά και δεν ξαναφάνηκε στου κόσμου το μπαλκόνι,
όπως πολύ σωστά το είχε προβλέψει ο ποιητής.
Πήγα μόνος μου. Οι γονείς μου το ίδιο. Τον τελευταίο καιρό δεν έχω πολλά
πολλά μαζί τους. Ανησυχούν, λένε, για μένα. Πότε θα πάρω το πτυχίο και θα
κατηφορίσω στην Ελευσίνα. Ποτέ στ’ αλήθεια δεν τους κατάλαβα. Καλύτερα έτσι,
συλλογίζομαι. Ούτε έναν καβγά τους δεν θυμάμαι. Ούτε διαχύσεις. Μόνο μισόλογα. Και
μυστικά. Μια ευθεία γραμμή. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Η κυρία Άννα ήξερε πάντα ν’
απορροφά επιδέξια τους οικογενειακούς κραδασμούς. Τη δική μου ηρεμία και άγνοια
ήθελε να διασφαλίσει με κάθε τρόπο. Και την πλήρωναν τα νύχια της. Μονίμως
φαγωμένα. Και το στομάχι της. Άδειαζε τα σωθικά της, μόλις έβαζε κάτι στο στόμα
της.
Από τη Θεσσαλονίκη κατεβαίνω αραιά και πού, όταν τελειώσει η εξεταστική. Η
Φιλοσοφική είναι ενδιαφέρουσα αλλά δύσκολη σχολή. Απαιτεί μέθοδο και συνέπεια.
Από μικρός τα πήγαινα καλύτερα στα φιλολογικά. Τα μαθηματικά με φόβιζαν. Έτρεμα
σαν κεράκι που σβήνει στο πρώτο φύσημα του αέρα.
Τους είδα ν’ ανηφορίζουν με το γερασμένο φιατάκι του πατέρα μου, που
αγκομαχούσε μέχρι να φτάσει. Οδηγούσε η μάνα μου. Ο πατέρας μου, εξουθενωμένος,
καθόταν δίπλα της, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο. Λέξη δεν ανταλλάξαμε.
«Κλέαρχε!» άκουσα σπασμένη κάπως τη φωνή της μάνας μου. Δεν με περίμεναν και
ξαφνιάστηκαν. Από μακριά έγνεψα συγκαταβατικά το κεφάλι. Σε απόσταση ασφαλείας.
Τον κρατούσε αγκαζέ. Εκείνος, σωστό ερείπιο, απέφυγε να με κοιτάξει. Σα να
ντρεπόταν.
Βάρυνε απότομα κι ο κύριος Ηλίας τα τελευταία χρόνια. Τσάκισε σαν ξέμπαρκος
ναυτικός που ’χει χρόνια να δει θάλασσα. Κι η στέρηση είναι ύπουλο πράγμα. Σε
αποστραγγίζει, ώσπου ανεπαισθήτως αδειάζεις. Μόνο η μελαχρινάδα της επιδερμίδας
του φέρνει κάτι απ’ τα παλιά. Σκοτούρες, βλέπεις, στη δουλειά. Δύσκολα τα
φέρνει βόλτα με το μαγαζί στην Ηρώων Πολυτεχνείου. Αναδουλειές, ανταγωνισμός,
χρέη. Κάποιο σαράκι τον σιγοτρώει. «Με τις ώρες χάνεται τα βράδια από το σπίτι
κι όταν γυρνά, απλώς χαζεύει άσκοπα στην τηλεόραση», παραπονιέται η μάνα μου
όποτε μιλάμε στο τηλέφωνο. Λιγόστεψαν και τα μαλλιά του. Αξύριστος και σήμερα
όπως τον περισσότερο καιρό. Θυμάμαι, μόνο όταν ερχόταν σπίτι ο κύριος Γκίκας
ξυριζόταν επιμελώς κι έβαζε με το κιλό την old spice.
Στάθηκα παράμερα κάτω από ένα
γερασμένο πεύκο. Η τεθλιμμένη πομπή ανηφόριζε ασθμαίνοντας, στρατιά από
πορτοκαλόμαυρες κάμπιες, που άμα τις πειράξεις, εκτοξεύουν στον αέρα τα
μικροσκοπικά τους τριχίδια. Γι’ αυτό και γω καλού κακού κρύφτηκα. Όπως κρυβόταν
επιδέξια πάντα και κείνος. Μακριά από τα φαρμακερά τους βέλη. Μου φάνηκαν σαν
μπουλούκι θεατρίνων, που αποχαιρετούν τον συγγραφέα τους. Αυτό ήταν πρωτίστως ο
κύριος Γκίκας. Μόνο εγώ όμως το ξέρω. Αυτός συνέχεια έγραφε με συντροφιά τα
τσιγάρα και την αχώριστη μοναξιά του οι άλλοι όμως σκηνοθετούσαν τη ζωή του. Ποτέ δεν
έγινε ο ίδιος πρωταγωνιστής.
Με τέτοια μάνα βέβαια, λίγο δύσκολο. Γι’ αυτήν ήταν ο ισόβιος «μπεκιάρης».
Άκουγα κρυφά από το δωμάτιό μου τον καθηγητή μου να μιλά συχνά με τους γονείς
μου. «Με την αφηρημάδα που σε δέρνει, για τίποτε δεν είσαι άξιος. Σκέφτηκες εσύ
τι είσαι; Ένας μεροκαματιάρης καθηγητάκος, που μόνο η γειτονιά, οι συνάδελφοι,
οι μαθητές σου και κάνα δυο φίλοι σε γνωρίζουν. Κανείς άλλος! Κανείς!». Με κάτι
τέτοια του φαρμάκωνε κάθε μέρα την ψυχή. Ώσπου τον δηλητηρίασε ανεπανόρθωτα μια
μέρα που ψαχούλευε με αδιακρισία στα γραπτά του. Αντίδοτο πια δεν υπήρχε ούτε
επιστροφή.
Η μάνα του, η κυρία Ευγενία, μοιρολογούσα και υποβασταζόμενη από την Όλγα,
μια πενηνταπεντάρα νταρντανογυναίκα απ’ την Αμπχαζία, ο μεγάλος της γιος, ο
Στέλιος, η νύφη της η Ιουλία, και κάποιοι γείτονες όλος κι όλος ο εκλεκτός
θίασος. Κούφιοι άνθρωποι. Τι ήξεραν τούτοι δω από τον κόσμο του Άλκη; Και τι
δουλειά είχαν στο κατευόδιο του; Το σκηνικό συμπλήρωναν τέσσερις κοιλαράδες μαντραχαλαίοι
με άσπρα, μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα, πουκάμισα που κρατούσαν ράθυμα στους ώμους το
κοντραπλακέ κιβούρι.
Ξαφνικά τα πόδια μου μούδιασαν. Στηρίχτηκα στον κορμό. Νόμισα ότι θα
σωριαστώ χάμω. Τον είδα όρθιο στον πίνακα να εξηγεί τα πολύπλοκα θεωρήματα και
ο μικρός Κλέαρχος να τον κοιτά ίσια στα μάτια. Τον περίμενα με ανυπομονησία τα
απογεύματα στο σπίτι και βιαζόμουν να λύσω όλες τις ασκήσεις, μην τυχόν και τον
κακοκαρδίσω. Κύριε Γκίκα, κύριε Γκίκα, εδώ είμαι. Ο Κλέαρχος! Δεν με γνωρίζετε;
Σκιά ήταν και χάθηκε.
Ο αδελφός του, ένα σκέτο κουτσαβάκι, κάποια στιγμή ήρθε προς το μέρος μου
και άναψε θεριακλίδικα ένα τσιγάρο. Στράφηκα στην άλλη μεριά. Κάτι μουρμούραγε
σ’ έναν συγγενή, χειρονομώντας επιδεικτικά: «Τον πούστη, τώρα βρήκε να πεθάνει.
Ευτυχώς που άφησε μπόλικα λεφτουδάκια για την κηδεία του. Θα περισσέψουν
κιόλας. Δεν είναι καιρός για έξοδα. Αυτός γλύτωσε απ’ την κυρία Ευγενία. Πρέπει
να κοιτάξω απόψε κιόλας για ένα γηροκομείο, έστω μια πανσιόν, βρε παιδί μου.
Πρώτης τάξεως βρίσκει κανείς άμα ψάξει. Καλή σύνταξη παίρνει η γριά. Τα μισά θα
τα δίνω στο ίδρυμα. Τ’ άλλα μισά θα μπαίνουν στην τσέπη μου. Θα μου μείνει και
το σπίτι στα Νεόκτιστα. Θα το πουλήσω. Κάτι θα πιάσει. Η Ιουλία μου το ξέκοψε,
απ’ τη στιγμή που η μάνα μάς είπε για την αρρώστια του Άλκη: Κακομοίρη μου, μην τολμήσεις να μου την
κουβαλήσεις εδώ μέσα. Τ’ ακούς!». Ο άλλος άκουγε ανέκφραστος. Ο μεγάλος
αδελφός έφτυσε στις χούφτες του και μετά τις έτριψε με ικανοποίηση.
Όταν το συγγενολόι απομακρύνθηκε για τον καθιερωμένο καφέ, πλησίασα βιαστικά
το φρεσκοσκαμμένο χώμα και άφησα ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Πολύ
αγαπούν αυτόν τον ποιητή στη Θεσσαλονίκη. Σίγουρα θ’ άρεσε και στον Άλκη.
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση
ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Περιμένω στη στάση το λεωφορείο που αργεί απελπιστικά.
Ένα παλικαράκι – 11, 12χρονο το κάνω – έχει ξεκόψει για λίγο απ’ τους γονείς
του, παίζοντας μπάλα μ’ ένα άδειο μπουκαλάκι νερό. Πέφτει πάνω μου. «Κύριε, μου
λέει μ’ ένα ύφος όλο παράπονο, θα ’ρθετε σπίτι μας απόψε;». «Αλκιβιάδη, μην
ενοχλείς τον κύριο», ακούω αυστηρή τη φωνή της μητέρας του. Την αναγνώρισα. Η
Σοφία, συνάδελφος από την Πύλο και φίλη του Άλκη. Τους είχα δει μαζί αρκετές
φορές. Αυτή δεν με κατάλαβε. Σίγουρα θα θυμόταν ένα μπασμένο, φοβισμένο πλάσμα
που συχνά πυκνά τραύλιζε από ανασφάλεια. «Η Σοφία σας αγαπά κύριε Γκίκα», του
είχε πει κάποτε η μητέρα μου. «Φαίνεται καλό κορίτσι. Και σεις, είναι καιρός
πια να τακτοποιηθείτε. Ξεχάστε όλα τ’ άλλα. Δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία
άλλωστε. Μια απόφαση είναι. Κάντε αυτό που πρέπει. Και ό,τι χρειαστείτε, εγώ
είμαι εδώ για σας. Εγώ θα σας παντρέψω. Μόνο βιαστείτε». Πόσο είχα χαρεί, αν
και τότε λίγα καταλάβαινα. Εκείνος δεν έλεγε πολλά. Μόνο με τα μάτια μιλούσε.
Μεγάλα μελιά μάτια, μονίμως νοτισμένα. Τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει σε
άνθρωπο.
Το λεωφορείο, βασανιστικά, δε λέει να φανεί ακόμα. Ερημιά. Ο πύρινος δίσκος
φλεγόμενος ετοιμάζεται να βουτήξει πίσω απ’ την Κούλουρη. Σε λίγο θα εξατμιστώ.
Η μπόχα απ’ τα διυλιστήρια εισβάλλει στα ρουθούνια μου. Ένα απόμακρο βουητό
γεμίζει τον βρόμικο αέρα. Κάθομαι σ’ ένα λερό παγκάκι κι ανάβω ένα τσιγάρο,
παίρνω μια βαθιά ρουφηξιά κι αφήνομαι για λίγο στη νάρκη του. Βγάζω από το
σακίδιό μου ένα δεμένο με σπάγκο παχύ πακέτο κόλλες διαγωνισμάτων σαν κι αυτές
που πάνω τους μουντζούρωνα και γω αριθμούς πριν από καμιά δεκαριά χρόνια στα
τεστ που μας έβαζε ο κύριος Γκίκας.
Το έλαβα συστημένο στη Θεσσαλονίκη πριν από δύο ημέρες. Τα ’χασα. Ο
αποστολέας, ένας γιατρός από τη Μονάδα μεταμοσχεύσεων του Ευαγγελισμού. Επιθυμία του κύριου Γκίκα είναι να
παραλάβετε εσείς προσωπικά αυτό το πακέτο, έγραφε με ιατρικά
ορνιθοσκαλίσματα, μια επιστολή. Ο κύριος
Γκίκας, με πληροφορούσε ο γιατρός, δώρισε
τα μάτια του στη Μονάδα μας. Δεν επιθυμεί να το μάθει κανείς άλλος εκτός από
σας. Στο εξώφυλλο με γνώριμα καλλιγραφικά
γράμματα: «Στον Κλέαρχο Δομένικο». Τις σφίγγω πάνω μου. Έχουν ποτίσει τη
μυρωδιά των τσιγάρων του, «Άρωμα». Είναι το ανέκδοτο μυθιστόρημα της ζωής του.
Άτιτλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου