ΟΜΑΔΑ Α'
Α1.
α-Σ
β-Λ
γ-Λ
δ-Σ
ε-Σ
Α2.
α. σελ. 139: "Οι άνδρες ... αρρώστιες".
β. σε. 142-143: "Τον Οκτώβριο ... ελληνικής κυβέρνησης".
γ. σελ. 151-152: "Με βάση το άρθρο 11 ... ανταλλάξιμων".
Β1.
α. σελ. 75-76: "Περί τα τέλη ... Κουμουνδούρος".
β. σελ. 76: "Τον Φεβρουάριο του 1862 ... χώρα".
Β2. σελ. 219: "Εκείνο που δεν είχε ... πλέον εξαφανισθεί από την Κρήτη".
ΟΜΑΔΑ Β'
Γ1.
Α1.
α-Σ
β-Λ
γ-Λ
δ-Σ
ε-Σ
Α2.
α. σελ. 139: "Οι άνδρες ... αρρώστιες".
β. σε. 142-143: "Τον Οκτώβριο ... ελληνικής κυβέρνησης".
γ. σελ. 151-152: "Με βάση το άρθρο 11 ... ανταλλάξιμων".
Β1.
α. σελ. 75-76: "Περί τα τέλη ... Κουμουνδούρος".
β. σελ. 76: "Τον Φεβρουάριο του 1862 ... χώρα".
Β2. σελ. 219: "Εκείνο που δεν είχε ... πλέον εξαφανισθεί από την Κρήτη".
ΟΜΑΔΑ Β'
Γ1.
α. Το απόσπασμα από την Ι.Ε.Ε. που παρατίθεται συμπληρώνει και φωτίζει την ιστορική αφήγηση του σχολικού εγχειριδίου. Γνωρίζουμε ήδη ότι το αποφασιστικό βήμα για την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και του "εθνικού διχασμού". Το 1917 η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Τα συγκεκριμένα μέτρα θεσπίστηκαν, σύμφωνα με το παράθεμα, στις 20 Μαίου 1917 και τα προς απαλλοτρίωση κτήματα ξεπερνούσαν τα 1.000 στρέμματα. Οι κολλίγοι και οι αγροτικοί εργάτες θα έπαιρναν κλήρους είτε από γαίες του δημοσίου είτε από τις απαλλοτριωμένες γαίες των τσιφλικιών. Ωστόσο, κανένα από τα μέτρα αυτά, λόγω των ιστορικών συγκυριών δεν εφαρμόστηκε άμεσα.
β. Η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης κατέστη δυνατή με βάση τα νομοθετήματα της κυβέρνησης το 1917 στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος. Διάφορα προβλήματα δυσχέραναν αυτή την προσπάθεια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν με τους όρους της ελεύθερης αγοράς (εκμετάλλευση μικρών παραγωγών από μεσάζοντες, έλλειψη κεφαλαίων, τοκογλύφοι...) κι επέβαλαν την ανάγκη ένταξης των μικροϊδιοκτητών γης στους συνεταιρισμούς. Εκτός των συνεταιρισμών, οι παραγωγοί μπορούσαν να προσφύγουν στο Υπουργείο Γεωργίας, που είχε ιδρυθεί ήδη από τον Ιούνιο του 1917, το οποίο όμως αρχικά παρενέβαινε υποτυπωδώς. Επίσης, προωθήθηκε και η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας καθώς και κρατικών οργανισμών παρέμβασης. Έτσι, το αγροτικό ζήτημα απέκτησε νέο περιεχόμενο, χωρίς να προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.). Συμπερασματικά, παρά τα ποικίλα προβλήματα που ανέκυψαν, η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης συνέβη μετά την άφιξη των προσφύγων, λόγω της κοινωνικής πίεσης που αυτοί άσκησαν αλλά και λόγω των προϋπαρχόντων νομοθετικών ρυθμίσεων. Έτσι, η αναδιανομή έφτασε στο 85% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της καλλιεργήσιμης γης το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 40%,ποσοστό πολύ σημαντικό για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Δ1.
Το απόσπασμα από τη μελέτη του Γ. Γιαννακόπουλου που παρατίθεται επιβεβαιώνει και συμπληρώνει με επιπρόσθετες πληροφορίες την ιστορική αφήγηση του σχολικού εγχειριδίου σχετικά με τις συνέπειες της άφιξης των Μικρασιατών προσφύγων στον τομέα της ελληνικής βιομηχανίας. Γνωρίζουμε ήδη ότι η άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε τη βιομηχανία με νέο, ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, με τη διεύρυνση της καταναλωτικής αγοράς αλλά και με τη δράση ανθρώπων με επιχειρηματικές ικανότητες. Πολλοί από αυτούς πρωταγωνιστούσαν παλαιότερα στον οικονομικό στίβο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1926 (πληροφορία από έκδοση της ΚΤΕ, που μας δίνεται από το παράθεμα) στους 7.000 εμπόρους - βιομηχάνους του Επιμελητηρίου της Αθήνας, οι χίλιοι ήταν πρόσφυγες, ενώ στην πόλη του Πειραιά η αναλογία ήταν μεγαλύτερη. Οι Έλληνες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα της Μ. Ασίας και την Κων/πολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Ο κοσμοπολιτικός χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τούς βοήθησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών. Είναι χαρακτηριστικό πως η πολιτική της Ε.Α.Π. από την αρχή ενθάρρυνε την εγκατάσταση βιομηχανιών κοντά στους συνοικισμούς, με σκοπό την εκτόνωση της ανεργίας. Επρόκειτο για μικρές βιοτεχνικές μονάδες ,κατά κύριο λόγο, που ενισχύθηκαν από το κράτος, την ΕΑΠ και την ΕΤΕ, με κοινωνικά, κυρίως, κριτήρια και δευτερευόντως αναπτυξιακά. Έτσι, στη δεκαετία του 1922-1932 διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Επειδή, όμως, όπως προαναφέρθηκε, τα κριτήρια ενίσχυσής τους ήταν κυρίως κοινωνικά και όχι αναπτυξιακά, η πρόοδός τους δεν ήταν σημαντική, καθώς εξακολούθησαν να διατηρούν τις παραδοσιακές δομές λειτουργίας τους. Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, ταπητουργία, μεταξουργία, παραγωγή τροφίμων, αλευροβιομηχανία, παραγωγή πλαστικών, βυρσοδεψία και παραγωγή οικοδομικών υλικών. Ιδίως, ο τομέας της παραγωγής οικοδομικών υλικών υποκατέστησε μαζικά τις εισαγωγές στο Μεσοπόλεμο.
Η βιομηχανία θα αρχίσει να κινείται με ταχύτερους ρυθμούς το 1913, χάρη κυρίως στην πολιτική υποκατάστασης των εξαγωγών που ακολουθεί το ελληνικό κράτος (γνωστή και ως "κλήριγκ") μετά το "κραχ" του χρηματιστηρίου της Ν.Υόρκης και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε.
Εδώ, ας τονισθεί και η ένταξη των γυναικών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, καθώς το 1930 αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στους βιομηχανικούς τομείς της κλωστοϋφαντουργίας, καπνοβιομηχανίας και βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων. Συμπερασματικά, η άφιξη των προσφύγων επέδρασε καταλυτικά στην εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
β. Η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης κατέστη δυνατή με βάση τα νομοθετήματα της κυβέρνησης το 1917 στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος. Διάφορα προβλήματα δυσχέραναν αυτή την προσπάθεια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν με τους όρους της ελεύθερης αγοράς (εκμετάλλευση μικρών παραγωγών από μεσάζοντες, έλλειψη κεφαλαίων, τοκογλύφοι...) κι επέβαλαν την ανάγκη ένταξης των μικροϊδιοκτητών γης στους συνεταιρισμούς. Εκτός των συνεταιρισμών, οι παραγωγοί μπορούσαν να προσφύγουν στο Υπουργείο Γεωργίας, που είχε ιδρυθεί ήδη από τον Ιούνιο του 1917, το οποίο όμως αρχικά παρενέβαινε υποτυπωδώς. Επίσης, προωθήθηκε και η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας καθώς και κρατικών οργανισμών παρέμβασης. Έτσι, το αγροτικό ζήτημα απέκτησε νέο περιεχόμενο, χωρίς να προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.). Συμπερασματικά, παρά τα ποικίλα προβλήματα που ανέκυψαν, η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης συνέβη μετά την άφιξη των προσφύγων, λόγω της κοινωνικής πίεσης που αυτοί άσκησαν αλλά και λόγω των προϋπαρχόντων νομοθετικών ρυθμίσεων. Έτσι, η αναδιανομή έφτασε στο 85% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της καλλιεργήσιμης γης το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 40%,ποσοστό πολύ σημαντικό για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Δ1.
Το απόσπασμα από τη μελέτη του Γ. Γιαννακόπουλου που παρατίθεται επιβεβαιώνει και συμπληρώνει με επιπρόσθετες πληροφορίες την ιστορική αφήγηση του σχολικού εγχειριδίου σχετικά με τις συνέπειες της άφιξης των Μικρασιατών προσφύγων στον τομέα της ελληνικής βιομηχανίας. Γνωρίζουμε ήδη ότι η άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε τη βιομηχανία με νέο, ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, με τη διεύρυνση της καταναλωτικής αγοράς αλλά και με τη δράση ανθρώπων με επιχειρηματικές ικανότητες. Πολλοί από αυτούς πρωταγωνιστούσαν παλαιότερα στον οικονομικό στίβο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1926 (πληροφορία από έκδοση της ΚΤΕ, που μας δίνεται από το παράθεμα) στους 7.000 εμπόρους - βιομηχάνους του Επιμελητηρίου της Αθήνας, οι χίλιοι ήταν πρόσφυγες, ενώ στην πόλη του Πειραιά η αναλογία ήταν μεγαλύτερη. Οι Έλληνες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα της Μ. Ασίας και την Κων/πολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Ο κοσμοπολιτικός χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τούς βοήθησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών. Είναι χαρακτηριστικό πως η πολιτική της Ε.Α.Π. από την αρχή ενθάρρυνε την εγκατάσταση βιομηχανιών κοντά στους συνοικισμούς, με σκοπό την εκτόνωση της ανεργίας. Επρόκειτο για μικρές βιοτεχνικές μονάδες ,κατά κύριο λόγο, που ενισχύθηκαν από το κράτος, την ΕΑΠ και την ΕΤΕ, με κοινωνικά, κυρίως, κριτήρια και δευτερευόντως αναπτυξιακά. Έτσι, στη δεκαετία του 1922-1932 διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Επειδή, όμως, όπως προαναφέρθηκε, τα κριτήρια ενίσχυσής τους ήταν κυρίως κοινωνικά και όχι αναπτυξιακά, η πρόοδός τους δεν ήταν σημαντική, καθώς εξακολούθησαν να διατηρούν τις παραδοσιακές δομές λειτουργίας τους. Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, ταπητουργία, μεταξουργία, παραγωγή τροφίμων, αλευροβιομηχανία, παραγωγή πλαστικών, βυρσοδεψία και παραγωγή οικοδομικών υλικών. Ιδίως, ο τομέας της παραγωγής οικοδομικών υλικών υποκατέστησε μαζικά τις εισαγωγές στο Μεσοπόλεμο.
Η βιομηχανία θα αρχίσει να κινείται με ταχύτερους ρυθμούς το 1913, χάρη κυρίως στην πολιτική υποκατάστασης των εξαγωγών που ακολουθεί το ελληνικό κράτος (γνωστή και ως "κλήριγκ") μετά το "κραχ" του χρηματιστηρίου της Ν.Υόρκης και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε.
Εδώ, ας τονισθεί και η ένταξη των γυναικών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, καθώς το 1930 αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στους βιομηχανικούς τομείς της κλωστοϋφαντουργίας, καπνοβιομηχανίας και βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων. Συμπερασματικά, η άφιξη των προσφύγων επέδρασε καταλυτικά στην εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
2 σχόλια:
Καλοπροαίρετα, θα ήθελα να σας επισημάνω ότι ,προφανώς εκ παραδρομής, δώσατε στο θέμα Α 1 το β ως σωστό,αλλά είναι λάθος. Φιλικά, Αλέξανδρος. Αν και δεν συνάδει με το προηγούμενο μέρος του σχολίου μου, θα ήθελα να σας συγχαρώ για την εξαίρετη αυτή ηλεκτρονική σελίδα.
H ταχύτητα είναι ενίοτε κακός σύμβουλος. Σε ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια!
Δημοσίευση σχολίου