Σήμερα τα σχολεία συζητιούνται ως κοινότητες και η προσέγγισή τους ως κοινοτήτων διευρύνει το επίκεντρο της παρέμβασης από το ατομικό επίπεδο στο επίπεδο των σχέσεων, τόσο στην κουλτούρα των συνομηλίκων όσο και μεταξύ των παιδιών και των ενηλίκων/εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση αυτή επεκτείνει τη μάθηση στη σχολική τάξη προς τις αλληλεπιδράσεις εκτός της σχολικής τάξης μέσα από προγράμματα που αφορούν τις τέχνες, τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τη μιντιακή εκπαίδευση. Αντίστοιχα προγράμματα, στην κανονικότητα του σχολείου, διασφαλίζουν τις προϋποθέσεις που πετυχαίνουν τον κοινωνικό του ρόλο και προσφέρουν στους συμμετέχοντες μια κουλτούρα φροντίδας και έγνοιας. Προγράμματα θεατρικής αγωγής, μουσικής, μουσειακής εκπαίδευσης, περιβαλλοντικών παρεμβάσεων, μεταξύ άλλων, αναγνωρίζουν τη φροντίδα και ως μοίρασμα συναισθημάτων στη σχέση εκπαιδευτικού-μαθητών, καθώς συμβάλλουν στην αναγνώριση των συναισθημάτων ως κεντρικών και όχι ως συμπληρωματικών στη διαδικασία της μάθησης.
Στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, συχνά συνδεόμαστε με το ποιοι είμαστε και σπάνια ενθαρρύνουμε τους μαθητές να κάνουν κάτι που δεν το γνωρίζουν, και μ' αυτό τον τρόπο να δημιουργήσουν. Και ως εκπαιδευτικοί αποκτούμε ικανότητες να παίζουμε το ρόλο μας, ώστε συχνά παραβλέπουμε τη χρησιμότητα τού να δημιουργούμε νέες επιτελέσεις μαζί με τους μαθητές μας. Αντιμετωπίζουμε τους άλλους και τον εαυτό μας ως «τέτοιο άτομο είναι», κάποιος που κάνει συγκεκριμένα πράγματα και με συγκεκριμένο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, τα ποικίλα προγράμματα εκπαίδευσης εκτός της σχολικής τάξης επιτρέπουν τη δημιουργία ενός πλαισίου όπου όλοι μας, μαθητές και εκπαιδευτικοί, παίζουμε διάφορους ρόλους, τους μουσικούς, τους ηθοποιούς, τους φυσικούς, τους λογοτέχνες, τους ανταγωνιστικούς. Ενθαρρύνουμε τα παιδιά να θεωρούν πως το σχολείο αποτελεί (και) ένα πλαίσιο για παιχνίδι, όπου τα ίδια κάνουν και γίνονται διάφορα, μια διεργασία που στηρίζεται σε μια κατανόηση της ανθρώπινης ζωής μέσω της εκτέλεσης, τού να είμαστε αυτό που είμαστε, παράλληλα με την προοπτική τού να γινόμαστε συνεχώς (Holzman, Schools for growth, 1997, Lawrence Erlbaum). Η οικογένεια και το σχολείο είναι δύο από τα πιο σημαντικά συστήματα αναφοράς στην προσωπική ανάπτυξη των παιδιών και συνιστούν το πλαίσιο στο οποίο τα παιδιά όχι μόνο περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους αλλά και στο οποίο χρειάζεται ή «πρέπει» να ανήκουν (Edwards 2002).
[…] Το βασικό ερώτημα στο οποίο εν τέλει καλούμαστε να απαντήσουμε είναι το τι γίνεται τελικά με τον κοινωνικό χώρο που απομένει στα παιδιά, το χώρο όπου μπορούν να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν τις ιδέες τους έναντι των ενηλίκων και να είναι παιδιά. Σε ποιο βαθμό, ένα συνεχές κυνηγητό μέσω της κοινωνικής πρακτικής και νόμων για διεθνοποίηση των αναγκών τους, την κανονικότητα και συμμόρφωση των παιδιών είναι βοηθητικό έναντι της αναγνώρισης της διαφοράς, της μοναδικότητας και της ποικιλίας στην παιδική ηλικία; Τα παιδιά μοιάζουν να έχουν ολοένα και περισσότερες κοινές εμπειρίες, αλλά συνάμα χάνουν την ευκαιρία να τις κάνουν μαζί, να τις μοιραστούν μεταξύ τους.
Οι απόψεις των ίδιων των παιδιών για τη δόμηση της ταυτότητάς τους μας είναι απαραίτητες, καθώς τα παιδιά αποτελούν ενεργητικούς φορείς δράσης που μοιράζονται με τους γύρω τους - και τους ενηλίκους - εμπειρίες ζωής. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι όσο και αν οι ενήλικοι αναζητούν τρόπους να ελέγξουν την παιδική ηλικία και τα παιδιά, το κάθε παιδί έχει την ικανότητα, από τη στιγμή που γεννιέται, να ασκήσει ένα βαθμό ενεργητικής δράσης ως κοινωνικός φορέας. Οι ενήλικοι χρειάζεται να καλλιεργήσουν αυτήν ακριβώς την ικανότητα των παιδιών για ενεργητική δράση, στο βαθμό που τους ενδιαφέρει να συντελέσουν στην ανατροφή ανεξάρτητων και υπεύθυνων ενηλίκων. Πιστεύουμε ότι προγράμματα που έχουν στόχο τη θεατρική παιδεία, τη μουσική εκπαίδευση, την περιβαλλοντική ενασχόληση κ.λπ. καλλιεργούν την ενεργητική δράση των παιδιών.
Σε τελευταία ανάλυση, για να προσεγγίσουμε τα παιδιά, ίσως θα βοηθούσε να αναρωτηθούμε πώς θέλουμε να μας προσεγγίζουν τα ίδια και να αμφισβητήσουμε την παραδοχή πως η παιδική ηλικία αποτελεί απλώς ένα πεδίο «προστατευμένης αθωότητας» ή κανονικοποιητικής ρύθμισης, που μόνο οι ενήλικοι/εκπαιδευτικοί και οι γονείς γνωρίζουν.
[Άννα Μπίμπου, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ελευθεροτυπία, 16/4/2011]
Θέματα
Α. Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη του κειμένου (120) λέξεις.
Β1. Να αναπτύξετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του αποσπάσματος: «…όσο και αν οι ενήλικοι αναζητούν τρόπους να ελέγξουν την παιδική ηλικία και τα παιδιά, το κάθε παιδί έχει την ικανότητα, από τη στιγμή που γεννιέται, να ασκήσει ένα βαθμό ενεργητικής δράσης ως κοινωνικός φορέας».
Β2. Να βρείτε στο κείμενο που σας δόθηκε τρία (3) γνωρίσματα του επιστημονικού λόγου.
Β3. Στις παρακάτω προτάσεις να μετατρέψετε την ενεργητική σύνταξη σε παθητική και αντίστροφα.
- Σήμερα τα σχολεία συζητιούνται ως κοινότητες…
- … όσο και αν οι ενήλικοι αναζητούν τρόπους…
Β4. α. Να βρείτε ένα ρητορικό ερώτημα και να εξηγήσετε τη χρησιμότητά του.
β. Να γράψετε δύο τίτλους για το κείμενο, χρησιμοποιώντας κυριολεκτικά και μεταφορικά, αντίστοιχα, τη γλώσσα.
Β5. Να γράψετε πέντε δικές σας προτάσεις εντάσσοντας τις παρακάτω λέξεις: αλληλεπιδράσεις, ενθαρρύνουμε, παραβλέπουμε, διεθνοποίηση, συμμόρφωση.
Γ. Στο κείμενο υποστηρίζεται η άποψη πως «προγράμματα που έχουν στόχο τη θεατρική παιδεία, τη μουσική εκπαίδευση, τη μουσειακή εκπαίδευση, την περιβαλλοντική ενασχόληση κ.λπ. καλλιεργούν την ενεργητική δράση των παιδιών». Σε ομιλία που εκφωνείτε στη Βουλή των Εφήβων, αναφέρεστε στη σπουδαιότητα παρόμοιων προγραμμάτων και προτείνετε τρόπους ουσιαστικής εφαρμογής τους εντός και εκτός σχολείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου