"Τσότσηγια & Ὤ' μ"
Νουβέλες
εκδ. Κίχλη, 2017
σελ. 140
Ακολουθώντας το σεφερικό «Κι α σου μιλώ με παραμύθια
και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα» o Μιχάλης Μακρόπουλος μάς
προσφέρει δυο νουβέλες, που αν και σε πρώτη ανάγνωση είναι προσπελάσιμες, ο
απαιτητικός αναγνώστης δεν θα αρκεστεί στις πρόσκαιρες εντυπώσεις και, αφού κατασταλάξει το κείμενο μέσα του, σε λίγο θα το ξαναπιάσει στα χέρια του για να το
διαβάσει όχι σαν παραμύθι –σε δύο μέρη- για μεγάλους, αλλά σαν λογοτεχνικό
δοκίμιο και πολυσήμαντη αλληγορία για τη βία, τον φόβο, την ανθρωπιά, την
τέχνη, τον αγώνα της επιβίωσης που κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο.
Εξοικειωμένος με τις αφηγηματικές δομές, το ύφος και τη «σπλαχνική»
γλώσσα των παραμυθιών ο συγγραφέας ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις αφηγηματικές
νόρμες των παραμυθιών, όπως τις κατέγραψε το 1908 ο Δανός Λαογράφος Άξελ Όλρικ.
Οι δύο ιστορίες του δεν ξεκινούν από το σπουδαιότερο σημείο της δράσης ούτε
τελειώνουν απότομα.
Στην «Τσότσηγια» προηγείται μια
κατατοπιστική εισαγωγή χαμηλών τόνων, ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την κορύφωση,
για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας. Οι επαναλήψεις
είναι συχνές, όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή, αλλά και για να
προσδώσουν σαφή όγκο στην ιστορία. Την ίδια στιγμή, παρόντα στο ίδιο επεισόδιο
βρίσκονται συνήθως μόνο δύο πρόσωπα –αντίθετοι χαρακτήρες: η Κατερίνα και ο
χήρος άντρας της, η Κατερίνα και οι γιοι του άντρα της, η Τσότσηγια και οι
άντρες του σπιτιού. Το πλέον αδύναμο πλάσμα, η Τσότσηγια, στο τέλος
αποδεικνύεται το ισχυρότερο. Η πλοκή είναι απλή, συχνά γίνεται με χρονικά
άλματα, αναλήψεις και προλήψεις, για να διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον του
αναγνώστη, ο χρόνος γίνεται απροσδιόριστος («Κύλησαν έπειτα οι μέρες και οι
βδομάδες»), ενώ όλα θίγονται με τον απλούστερο –καθόλου απλοϊκό τρόπο. Κι αυτό
ακριβώς είναι το προτέρημα του βιβλίου.
«Γλωσσοκεντρικός» συγγραφέας ο Μακρόπουλος, κεντά σαν καλός παραμυθάς λεκτικά
το κείμενό του έχοντας διανύσει μια αξιοθαύμαστη πορεία έντονης και επίμονης-επίπονης
τριβής με την ελληνική γλώσσα. Πέρα από τα πετυχημένα λογοπαίγνια ("ένα νυχτοπούλι ακουγόταν από πέρα, να μετράει τα μοναχικά δευτερόλεπτα και λεπτά της νύχτας σαν ρολόγι της μοίρας - μοιρολόγι"), τα τοπικά ιδιώματα ("αρχίνησαν να χτυπιούνται χουγιάζοντας και γρούζοντας"), τις συχνά απροσδόκητες παρομοιώσεις («Το κορμί της
ήταν σαν στερεμένο πηγάδι», "Ήταν ένας Δεκέμβρης κρύος σαν ψυχή αδίστακτου φονιά"), τις τολμηρές προσωποποιήσεις («Ο καλόγνωμος δράκος,
ο καυστήρας, ροχάλιζε μες στη σπηλιά του…») και ευφάνταστες μεταφορές ("εκείνος δε σάλεψε ούτε τοσοδά, ριζωμένος μπρος στο λάκκο που 'χασκε κι ήταν για τον νεκρό κορνίζα τ' ουρανού") που σοφά και με μέτρο τοποθετεί σε
επιλεγμένα σημεία, αυτό που δίνει ιδιαίτερη ενέργεια στο κείμενο είναι το ρήμα.
Μια μηχανή μεγάλης ιπποδύναμης που δένει σφιχτά τις λέξεις, δημιουργώντας
εκπλήσσουσες φράσεις και αξιοθαύμαστες συνδέσεις.
"Την πασπάτεψε, τη γύρισε. Ανέβηκε
πάνω της. Μα δεν την ένοιαξε, τώρα η ίδια είχε γίνει τοσηδά· ήταν το κορμί της
απέραντη σπηλιά που μέσα του κρυβόταν, κι αυτός ένας δράκος που τη γύρευε. Ποτέ
δε θα την έβρισκε.
Ο δράκος βόγκηξε κι έγρουξε,
μάνιασε και ξεφύσησε, και τέλος τραβήχτηκε αποπάνω της· και σιγά σιγά η
Κατερίνα απλώθηκε μες στο κορμί της, το κατοίκησε όλο ξανά. Τα πόδια της, τα
χέρια της, η κοιλιά της, τα στήθια της, η όψη της, ο πόνος στη χούφτα της, τής
ανήκαν ξανά όλα. Ήταν ολόκληρη κι ακέρια. Ο δράκος είχε πασπατέψει κι είχε
καβαλικέψει μονάχα ένα τσόφλι, ένα ομοίωμα» (σ. 18-19).
Κλείνοντας το βιβλίο έχεις την αίσθηση πως δεν ξεμπέρδεψες μια και καλή
με αυτό. Ούτε κι αυτό με σένα. Η θέση του δεν βρίσκεται σε μια βιβλιοθήκη για να ξεκουράσει τη
ράχη του και αιωνίως να αναπαυθεί, ανέγγιχτο και ανέραστο έκτοτε. Τα καλά βιβλία προσφέρουν την αποτελεσματικότερη παραμυθία που τόσο
την έχει ανάγκη η ψυχή μας, αλλά που τόσο σπάνια πλέον τη βρίσκουμε μες στον εκδοτικό πληθωρισμό των ημερών μας.
Για άλλη μια φορά, η έκδοση της Κίχλης άκρως φροντισμένη!
Για άλλη μια φορά, η έκδοση της Κίχλης άκρως φροντισμένη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου