Της Ελένης Πατσιατζή
Η νέα συλλογή διηγημάτων της Ε. Μπογιάνου «Μόνο ο αέρας ακουγόταν» μάς υποδέχεται με motto στίχους της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη.
«Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά μέσα μας.
Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους της απόλυτης σιγαλιάς
και οι κραυγές των χρωμάτων μας πληγώνουν»
«Βουλιάζουμε».
Το συλλογικό βίωμα, μέσα από τη χρήση του α’ πληθυντικού προσώπου, παρόν και
εφιαλτικό αλλά και διαρκές («ολοένα»). Η ποιήτρια και η συγγραφέας, ωστόσο, καταβυθίζονται εντός τους, ανασύροντας
μνήμες ατομικές τις οποίες συνυφαίνουν με τις συλλογικές. Μνήμες
που αποκρυπτογραφούνται και εκφράζονται μέσα από τα γλωσσικά σημεία.
«Οι Μνήμες σκοτώνουν»
(“Memories are killing”)[1], μας προειδοποιεί ο Μπέκετ. Ποιες μνήμες; Αυτές του παρελθόντος (με την ανάκληση συμβάντων) ή αυτές του μέλλοντος (με την ανάκληση μιας προβολής του ατόμου στο μέλλον); Αφήνουμε το ερώτημα μετέωρο, καθώς δεν γίνεται να απαλλαγούμε από τον Χρόνο και τα
τραύματα που προκαλεί. Το ίδιο συμβαίνει
με τους ήρωες και τις ηρωίδες στα δεκατέσσερα
διηγήματα της Μπογιάνου. Όλοι/-ες τους είναι πάσχοντα, τραυματισμένα υποκείμενα
που απώλεσαν κάθε βεβαιότητα -πλην εκείνης του θανάτου. Πορεύονται μόνοι/-ες
στο παροντικό δυστοπικό περιβάλλον της κρίσης
που επιτείνει τα αδιέξοδα και ενισχύει την υπαρξιακή οδύνη τους. Οι ζωές τους κινούνται διαρκώς στο μεταίχμιο του Πριν και
του Μετά την Απώλεια (εργασίας, αγαπημένων προσώπων, πατρίδας, αθωότητας, ταυτότητας).
Παρελθόν και παρόν συμφύρονται, ρευστοποιούνται και παραμορφώνονται μέσα από
τις σύνθετες λειτουργίες της Μνήμης. Το πρόσφατο παρελθόν βιώνεται ως διαρκής απειλή
και οδύνη, όπως και το μέλλον. Ως πρόσωπα, ωστόσο, ζουν στο παρόν, εντός του συγκεκριμένου
πολιτισμικού χρόνου, διαμορφώνοντας μια ευδιάκριτη αίσθηση κοινωνικού χρόνου και
ιστορικής εξέλιξης.
Η Ιστορία,
και δη η παροντική συνθήκη της κρίσης, είναι παρούσα και καταλυτική για τη ζωή τους.
Η συγγραφέας παράγει λόγο post actum της πραγματικότητας εν τόπω και χρόνω. Η "κρίση", όρος πρωτεϊκός που νοηματοδοτείται ανάλογα με το περικείμενο, αναδύεται
μέσα από τα κείμενα σε όλες τις μορφές
της: ηθική, οικονομική, πολιτισμική, προσφυγική. Ο
χωρόχρονος της κρίσης, ως ιστορικής και πολιτισμικής συνθήκης, συνδέεται με
το ερώτημα πώς να ζούμε και πώς να επιθυμούμε,
συνδέεται, επομένως, με τη διακυβέρνηση της ζωής και των ορίων της και παράγει
σημασίες που διαχέονται και στη λογοτεχνική παραγωγή καθώς η λογοτεχνική γλώσσα γίνεται ο ιμάντας
αλληλόδρασης του ατομικού με το συλλογικό.
Η Μπογιάνου
δεν ασχολείται, ευτυχώς, με υφολογικές ασκήσεις αποστειρωμένου γλωσσολογικού
εργαστηρίου. Διασυνδέει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, τη μορφή με το
περιεχόμενο, την ιστορία του λόγου με τον λόγο της ιστορίας. Οι ήρωες και οι
ηρωίδες της είναι δρώντα υποκείμενα, έχουν σάρκα και οστά. Νέοι και νέες, μετανάστες, πρόσφυγες,
άστεγοι, πρόσωπα σε ηλικιακά μεταίχμια κινούνται διαρκώς σε επισφαλή όρια,
αποκτούν υλικότητα και γίνονται ορατοί/-ες
μέσω των σημείων της γλώσσας. Το έργο της Μπογιάνου έχει υπαρξιακό αλλά και βαθύτατα κοινωνικό περιεχόμενο
θυμίζοντάς μας τη βασική θέση του Μπαχτίν πως το σημείο δεν είναι ένα ατομικό
συνειδησιακό γεγονός αναγόμενο στους κόλπους της ψυχολογίας αλλά ένα γεγονός
κοινωνικό. Άλλωστε, κατά τον Μπαχτίν, η γλώσσα –επομένως και τα σημεία που
εμπεριέχει- έχει πάντοτε κοινωνικό χαρακτήρα. Κάθε βιβλίο δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνικά σημαίνον σε έναν
αμοιβαίο, ενεργητικό και έντονο προσδιορισμό με την πραγματικότητα [2].
Η Μπογιάνου δεν
διαλέγεται μόνο με το κοινωνικό αλλά και με την ρευστότητα των ορίων των
καλλιτεχνικών πεδίων. Η εικονοπλαστική της ικανότητα παραπέμπει στην τέχνη της
ζωγραφικής και ιδιαίτερα στην παράδοση των
εξπρεσιονιστικών ρευμάτων, οι σιωπές και ο εσωτερικός ρυθμός στην ποίηση. Αποδεικνύει πως ο πολιτισμικός
χώρος είναι ένας εσωτερικός χώρος με διαπερατότητα των όψεών του. Παράλληλα,
αναζητά τρόπους να κάνει ορατό το εργαστήριό της καταγράφοντας τα στάδια
συγγραφής ενός διηγήματος στο «Η παρτίδα
είναι χαμένη από χέρι», ενώ στο «Ο
Λούσιαν Φρόιντ πίνει τσίπουρο» μας κάνει κοινωνούς της τιτάνιας -και εν πολλοίς-
μεταφυσικής προσπάθειας να ειπωθεί το ανείπωτο, να γίνει ορατό το αόρατο, να
σαρκωθεί το πνεύμα με μόνο μέσο την εναγώνια άσκηση λόγου και την εφαρμογή ποικίλων
αφηγηματικών τεχνικών.
Όπως και ο παραστατικός
ζωγράφος Λούσιαν Φρόιντ, που αναφέρεται στο πιο κρυπτικό και αυτοαναφορικό
διήγημα της συλλογής, η συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες και τις ηρωίδες της ως πρόσωπα τραγικά
γυμνά, κατανοώντας κι αναδεικνύοντας τη θεμελιώδη μοναξιά τους. Κάθε διήγημα της
συλλογής μάς παρουσιάζει ένα διαφορετικό πορτραίτο βαθιά χαραγμένο από Απώλειες-Σημάδια
που υπογραμμίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης του προσώπου
που παρουσιάζεται. Τα περισσότερα υποκείμενα πενθούν, πάσχουν, αλλά η τονικότητα των διηγημάτων δεν είναι
ελεγειακή. Θα ήταν αφηγήματα μονόχορδα και προβλέψιμα. Η Παρουσία της Απουσίας κάνει
μεν τις πληγές να χαίνουν, αλλά τα
πρόσωπα αντιστέκονται σθεναρά στην αυτολύπηση και στην παραίτηση. Απορούν και
αντιστέκονται στη Λήθη υπερασπιζόμενα την προσωπική τους Α-λήθεια. «Οι κραυγές
των χρωμάτων» τα πληγώνουν, για να θυμηθούμε το motto της Τ. Μαστοράκη.
Η ποιήτρια γράφει επίσης:
«Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά
«Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά
τις μεγάλες κραυγές».
Αυτό είναι κάτι που μας μαθαίνει, κινούμενη
διαρκώς στα όρια ανάμεσα στο Εγώ και στο Εμείς, συλλαβή τη συλλαβή, με τη νέα
της συλλογή η Ε. Μπογιάνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου