Η γυναίκα πήρε το μικρό παιδί,
χαράματα ακόμα, στην αγκαλιά της και το έβαλε να ψηλαφίσει με τα χέρια του το πρόσωπο του άντρα. Αυτός
καθόταν στην καρέκλα και έγραφε βιαστικά κάτι σημειώματα. Μετά το θήλασε. Κι
αυτό ρούφηξε λαίμαργα όλο το γάλα σαν να ήταν η τελευταία φορά. Νόστιμο που ήταν!
Το παιδί καλά καλά δεν είχε ξυπνήσει και ονειρεύτηκε έναν σταυρό και τον πατέρα
του καρφωμένο με πρόκες. Γύρισε έντρομο τα μάτια, δεκάδες σταυροί σαν τηλεγραφόξυλα,
όπου έφτανε το μάτι. Βαλάντωσε στο κλάμα. Στο μεταξύ ήρθε άρον άρον η γιαγιά
και το νανούρισε στην αγκαλιά της. Αυτό θα το θυμόταν αμυδρά αργότερα. Όπως και το
χρυσόψαρο που κολυμπούσε ανήσυχο στη γυάλα. Το πρωί οι γονείς του δεν θα
πήγαιναν σχολείο αλλά για "αναμόρφωση" σε ένα μακρόστενο νησί. Οι διακοπές του Πάσχα για
δασκάλους και μαθητές ξεκινούσαν μια μέρα νωρίτερα, θα του έλεγε η γιαγιά
του. Όταν μεγάλωσε, μαθητής στο σχολείο, διάβασε βουρκωμένος το «Ψαράκι της γυάλας».
(Δ.Χ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου