Δημόσια
κατόπτευση, ανθρώπινος τόνος
Της Μαρίας
Στασινοπούλου
Ο περίπου πενηντάχρονος Δημήτρης
Χριστόπουλος εμφανίζεται πρώτη φορά στη διηγηματογραφία με δεκαέξι «Δημόσιες
ιστορίες», κοινού ενδιαφέροντος και συλλογικού αντικρίσματος. Πρωτοπρόσωπες και
τριτοπρόσωπες αφηγήσεις σε δουλεμένη παραδοσιακή αλλά και νεωτερική γραφή (με
παράλληλες συγχρονικές αφηγήσεις), για όσα ζούμε και μας ταλανίζουν. Ξενοφοβία
και ρατσισμός που διευκολύνουν την πατριδοκαπηλική ιδεολογία· παγκοσμιοποίηση
και παραγωγικός ανταγωνισμός· ευμάρεια (με
ρόλεξ, μπόνους, off shore, γκάτζετ και μεζονέτες), μεταπολιτευτική ευκολία αλλά
και η συνακόλουθη πτώση· χρηματιστήριο, συνδικαλιστικό ξεπούλημα και ανεργία·
μοναξιά και αδιέξοδη ζωή, η ερημιά της πόλης και τα φαντάσματα του παρελθόντος
είναι μερικά από τα θέματα που απασχολούν ή χαρακτηρίζουν τους ήρωές του.
Στην αφήγηση του Χριστόπουλου
περισσότερο βάρος δίνεται στον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα της καθημερινότητας.
«Μια ζωή λογαριασμούς πληρώνω […] Μεγάλωσα με τη συμβουλή πως οι καλοί
λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Φίλους δεν έχω, αν και πάντα φρόντιζα να
τακτοποιώ εγκαίρως τους λογαριασμούς μου» (σ. 25).
Για λόγους οικονομίας χώρου θα
περιοριστώ μόνο σε δύο ιστορίες που θεωρώ περισσότερο αντιπροσωπευτικές. Στο
τρίτο διήγημα, με τίτλο «501», ένας ηλικιωμένος πατέρας, συνταξιούχος
μαθηματικός, ενώ περιμένει στον γκισέ του ταχυδρομείου τη σειρά του, παρατηρώντας
τα νούμερα που προηγούνται του δικού του, θυμάται, συνδέει, αναπολεί. Στ’
αλήθεια αμφιταλαντεύεται αν πρέπει να στείλει στα τρία του παιδιά, που έχουν
εξακτινωθεί σε Αυστραλία, Αμερική και Ιαπωνία (συνάρτηση τόσο της παγκοσμιοποίησης
όσο και της ανεργίας) από ένα πακέτο ανεπίδοτα γράμματα που τους ετοίμαζε για
χρόνια. Ο συνειρμός και η μνήμη είναι που μετρούν εδώ.
Εξυπνάδα και πρωτοτυπία πιστώνονται
στο έκτο διήγημα «Χεριών αφηγήσεις» με την πολλαπλή αξιοποίηση της λέξης ‘χέρι’
(σύνθετα και παράγωγα, πολυσημίες, αλληγορικές χρήσεις και μεταφορές) για να
μιλήσει για τα οικονομικά σκάνδαλα και τον χορό των εκατομμυρίων που έφερε στο
φως η επιχείρηση «καθαρά χέρια». Εξαιρετική η έκπληξη του τέλους, παρά το
γεγονός ότι εξαγγέλλεται κρυπτικά και μετωνυμικά από τις πρώτες κιόλας αράδες.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος,
πραγματώνοντας ο ίδιος το μότο από τον Μπαλζάκ που προτάσσει στο βιβλίο του: «Οι
εποχές ξεβάφουν πάνω στους ανθρώπους που τις διανύουν», αποδίδει την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μας, με τρόπο εύστοχο και διεισδυτικό, με
στοχαστική μελαγχολία και αίσθημα δικαιοσύνης, χωρίς να αφαιρεί
λογοτεχνικότητα, ευαισθησία και ανθρωπιά, τόσο από τη γραφή όσο και από τους ήρωές
του.
(Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ / 22-23 ΜΑΡΤΙΟΥ
2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου