Αφορμή για το παρόν σημείωμα έλαβα από τη διόρθωση γραπτών
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στις φετινές Πανελλαδικές «Εξετάσεις». Αναρωτιέμαι αν
η πλειοψηφία των υποψηφίων της Θεωρητικής Κατεύθυνσης μπορεί στ’ αλήθεια να
αγαπήσει τη Λογοτεχνία, όταν ο παραλογισμός της βαθμοθηρίας και της δήθεν
αντικειμενικής αξιολόγησης υποχρεώνει διδάσκοντες και διδασκομένους να
αποδεχτούν την εκτροπή της Λογοτεχνίας σε ένα τεχνοκρατικό τερατούργημα (βλέπε
σχήματα λόγου, περιγραφή εικόνων κ.ά.). Επίσης, παρακολουθώ με μεγάλο
ενδιαφέρον τον γόνιμο διάλογο μεταξύ μάχιμων συναδέλφων σε διάφορους φιλόξενους
χώρους κοινωνικής δικτύωσης αλλά και την αγωνία τους για το πού οδηγείται η
Λογοτεχνία και τι επιδιώκεται. Μην ξεχνάμε ότι το καινοτόμο Π.Σ. (2011) για τη λογοτεχνία
της Α’ Λυκείου, όπως και η πρόταση διδασκαλίας για τα Κείμενα της Β’ Λυκείου (2012),
μάλλον μπαίνει στις ελληνικές καλένδες. Ταχύτατη επιστροφή στο παρελθόν. Γιατί
έτσι βολεύει…
Πριν από λίγο καιρό (Μάρτιος 2013) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
«Πόλις» το βιβλίο του Τσβετάν Τοντορόφ «Η Λογοτεχνία σε κίνδυνο» (σσ. 108), σε
μετάφραση της Χρύσας Βαγενά και με εισαγωγή του Νάσου Βαγενά.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό κείμενο, που χωρίζεται σε επτά
μέρη, ο Τοντορόφ προβληματίζεται για τον ρόλο που διαδραματίζει η εκπαίδευση στην
υποβάθμιση του λογοτεχνικού φαινομένου. Θεωρεί πως το σχολείο, αντί να συνδέει
τη λογοτεχνία με την κοινωνική πραγματικότητα, εντός της οποίας παράγεται και
νοηματοδοτείται η λογοτεχνία, ασχολείται αποκλειστικά με τη διδασκαλία των
τρόπων με τους οποίους αυτή παράγεται. Με άλλα λόγια, αντί να μελετούμε έργα
που έχουν κριθεί ως εξόχως αξιοσύστατα χρησιμοποιώντας τις πιο ποικίλες
μεθόδους, στρέφουμε το αποκλειστικό ενδιαφέρον μας στις ίδιες τις μεθόδους
ανάλυσης που τις περιγράφουμε με τη βοήθεια έργων διαφόρων ειδών.
Γράφει ο ίδιος ο Τοντορόφ: «… Όχι μόνο μελετάμε άσχημα την
έννοια του κειμένου όταν περιοριζόμαστε σε μια αυστηρή εσωτερική προσέγγισή
του, ενώ τα έργα υπάρχουν πάντα μέσα στα συμφραζόμενά τους και σε διάλογο μαζί τους όχι μόνο τα μέσα δεν πρέπει να
γίνονται σκοπός, αλλά ούτε και η τεχνική πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε τον
στόχο της μελέτης μας. Πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε για τον απώτερο σκοπό των
έργων που θεωρούμε άξια μελέτης. Κατά γενικό κανόνα ο μη επαγγελματίας
αναγνώστης, σήμερα όπως και χθες, διαβάζει αυτά τα έργα όχι για να εφαρμόσει
καλύτερα μια μέθοδο ανάγνωσης ούτε για να αντλήσει από αυτά πληροφορίες για την
κοινωνία μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν, αλλά για να βρει σ’ αυτά ένα νόημα που θα του επιτρέψει να
καταλάβει καλύτερα τον άνθρωπο και τον κόσμο: για να ανακαλύψει σ’ αυτά μια
ομορφιά που εμπλουτίζει την ύπαρξή του. Με αυτόν τον τόπο καταλαβαίνει καλύτερα
τον εαυτό του. Η
γνώση της λογοτεχνίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μία από τις βασιλικές οδούς
που οδηγούν στην ολοκλήρωση του καθενός. Ο δρόμος τον οποίο ακολουθεί
σήμερα η διδασκαλία της λογοτεχνίας, που γυρνά την πλάτη σ’ αυτή την οπτική («αυτή
την εβδομάδα μελετήσαμε τη μετωνυμία, την επόμενη βδομάδα θα κάνουμε λόγο για
την προσωποποίηση»), κινδυνεύει να μας οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο – για να μιλήσουμε
γι’ αυτό που δύσκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αγάπη για τη λογοτεχνία» (σελ.
38/9).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου