Αλεξάνδρεια, 29
Απριλίου 193…
Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητος. Το
σπίτι της οδού Λέψιους κλειστό. Άυπνος από μέρες. Άυπνος από πρόθεση, πριν από
τον βαθύ ύπνο. Όψη χλωμή, αρρωστιάρα. Μυρίζει θάνατο εδώ μέσα. Οι κουρτίνες
κλειστές. Το φως λιγοστό. Τι να το κάνεις, άλλωστε; Είχες μέσα σου το φως και
τα όμορφα τοπία της πόλης σου. Το στόμα στεγνό, ερμητικά σφραγισμένο. Ό,τι
είχες να πεις το είπες, με λόγια παράξενα, αλεξανδρινά.
Δείχνεις κάτι απροσδιόριστο. Κάτι ζητάς.
Κίνησες θεατρικές. Λες και παίζεις παντομίμα. Εσύ ο πρωταγωνιστής κι οι θεατές
σου: Καζαντζάκης, Τσίρκας, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Πηνελόπη Δέλτα, ένας
Εγγλέζος και δυο Ιταλοί. Το χέρι ισχνό. Έναν καθρέφτη; Ποτέ! Τα γυαλιά σου; Τα
φοράς με δυσκολία. Πόσες λέξεις άραγε να διάβασαν; Πόσα βιβλία ιστορικά; Κάτω
από το σεντόνι διαγράφεται ένας σκελετός. Είσαι ήδη νεκρός; Πίσω από τα γυαλιά
δυο προβολείς εποπτεύουν τον χώρο. Είναι τα μάτια που μαγνήτισαν τα ωραία
σώματα, τα μάτια που φαντάστηκαν τις ηδονικές εξάρσεις. Καλείς τα συγγενικά
πνεύματα: τον Δαρείο, και τον Αντώνιο, την Κλεοπάτρα με τα παιδιά της. Μόνο με
τα μάτια επικοινωνείς. Η φωνή σε αποχαιρέτησε από καιρό. Άλλωστε, εσύ ποτέ δεν
μίλαγες πολύ. Μόνο χειρονομίες. Διάβαζες και έγραφες. Σε βλέπω ακόμα να πηαίνεις
κάθε πρωί στο Γραφείον Αρδεύσεως, εσύ ένας κυβερνητικός υπάλληλος που ξοδιάζει
χάνοντας τόσες πολύτιμες ώρες, μες στον κάματο και την αποχαύνωση των ταπεινών
συναναστροφών. Μες στα τείχη σου κλεισμένος, με άφθονες χειρονομίες στήνεις το
έργο σου. Αυτή είναι η τελευταία παράσταση. Εμπρός, λοιπόν, δώστε τον καλύτερο
εαυτό σας.
Βγαίνεις στη σκηνή, μόνος, ολομόναχος, ως ήσουν πάντα. Ωραίος μες
στη μελαγχολία σου. Μια υπόκλιση βαθιά και αποσύρεσαι γρήγορα όπως ο βασιλεύς
Δημήτριος, όταν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες. Ξέρεις, το νιώθεις πως πλησιάζει η
ώρα. Ντύνεσαι το σάβανο… το τελευταίο σου ρούχο. Πλησιάζεις θαρραλέα προς το
παράθυρο, χωρίς κλάματα και παρακάλια. Αγέρωχος ως ήσουν πάντα.
Ανασαίνεις δύσκολα. Ένας ήχος απόκοσμος,
λες κι έρχεται από βαθιά σπηλιά. Ο μυστικός θίασος σε αποχαιρετά. Στο χέρι σφίγγεις
ένα χαρτί με τις δικές σου λέξεις. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια για τελευταία φορά.
Φεύγεις με λέξεις ποιητικές:
Πιστεύω
το Μετέπειτα. Δεν με πλανούν ορέξεις
της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν' έξις
άλλ' ένστικτον. Θα προστεθή η ουρανία λέξις
της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν' έξις
άλλ' ένστικτον. Θα προστεθή η ουρανία λέξις
εις της ζωής την ατελή την άλλως άνουν φράσιν.
Ανάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθή την δράσιν.
Ότε δια παντός κλεισθή το βλέμμα εις την Πλάσιν
θα ανοιχθή ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου.Ανάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθή την δράσιν.
Ότε δια παντός κλεισθή το βλέμμα εις την Πλάσιν
Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύση εξ εκάστου
Ευαγγελίου του Χριστού - ζωής αδιασπάστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου