Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Δημόσια ομολογία

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ,
Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ,
εκδ. ΚΙΧΛΗ, 2018
σελ. 170




«Είναι κάποιοι συγγραφείς που απλώς τους διαβάζεις με μικρότερη, μεγαλύτερη και ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Κάποιους άλλους τους μελετάς ξανά και ξανά ή τους αντιγράφεις απροκάλυπτα, συγκαλυμμένα ή δημιουργικά. Και είναι κάποιοι άλλοι που σε αρπάζουνε απ’ τον λαιμό, σε σηκώνουν στον αέρα και σου σφίγγουν το λαρύγγι, ώσπου να ενδώσεις…»

Να, ένα απόσπασμα που θα ήθελε, πιστεύω, να έχει γράψει κάθε αναγνώστης της «Ιδιωτικής Αντωνυμίας» για τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου. Γιατί το ζήτημα, πιστέψτε με, δεν είναι τι θέλει να «πει» ο «ποιητής» με αυτές τις ιστορίες αλλά τι πετυχαίνει. Πώς τα μικρά αυτά πεζά -που τα περισσότερα στην πρώτη τους μορφή τα διαβάσαμε στο ηλεκτρονικό artinews του Γιώργου Παπασωτηρίου, και τώρα ολοκληρωμένα τα απολαύσαμε στην άψογη για άλλη μια φορά έκδοση της Κίχλης- μπορούν όχι μόνο να προσφέρουν αναγνωστική απόλαυση αλλά να μετατοπίσουν τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, να θρυμματίσουν τις βεβαιότητές του, να σμπαραλιάσουν τις νοσταλγικές εμμονές του, την εξιδανίκευση της ελληνικής επαρχίας, την ίδια τη λογοτεχνία ως αδιάκοπο μουρμουρητό που ενίοτε οδηγεί σε βαθύ χασμουρητό.

«Μικρά πεζά»: Ο συγγραφέας από το εξώφυλλο προβαίνει σε μια ειδολογική κατάταξη των 145 κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Τι σημαίνει άραγε «μικρά πεζά»; Μικρά σε μέγεθος; Κείμενα σύντομης αφήγησης; Και ποιο είναι το κριτήριο; Ο αριθμός των λέξεων;

Ο εντοπισμός και η εξέταση αυτών των κριτηρίων φωτίζει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που αναγνωρίζουμε ως «σύντομη αφήγηση» ή “short story” και σε εκείνο που χαρακτηρίζουμε ως «αφηγηματική συντομία». Η επίγνωση αυτή αναδεικνύει τη βραχύτητα ή τη συντομία της αφήγησης από ποσοτικό μέτρο σε συνθετική αρχή της αφήγησης. Η συντομία συνεπάγεται ορισμένα χαρακτηριστικά:
·         - οριακή οικονομία εκφραστικών μέσων
·         - υποδήλωση
·        -  γενίκευση
·         - υπογράμμιση σημαντικών λεπτομερειών
·         - παράλειψη και όχι επέκταση
·         - εκμαίευση της ευγλωττίας της αποσιώπησης.
Με τον τρόπο αυτό η αφηγηματική συντομία αναδεικνύεται σε μια ιδιαίτερη ποιητική της αφήγησης, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι:
·         - η γραμμική δομή
·         - η ενότητα
·         - η πυκνότητα
·        -  η ένταση.
Και τα κύρια αποτελέσματα της αφηγηματικής εφαρμογής αυτών των χαρακτηριστικών είναι:
·         - η εστίαση της αφήγησης σε ένα περιστατικό ή σε έναν χαρακτήρα
·        -  η δημιουργία μιας ενιαίας εντύπωσης.

Ο πρώτος διδάξας αλλά και μελετητής της μικρής φόρμας, ο Πόε, περιέγραψε, διαμόρφωσε και εφάρμοσε στα διηγήματά του τις βασικές αρχές της σύντομης πεζής αφήγησης, συσχετίζοντας τους στόχους του συγγραφέα απευθείας με τη βραχύτητα της φόρμας. Σε αυτή την προσπάθεια εφάρμοσε στην πεζογραφία αυτό που είχε θεωρήσει σταθερό κανόνα της ποιητικής δημιουργίας: υποστήριξε πως στην ποίηση η ενότητα του αποτελέσματος ή της εντύπωσης γινόταν δυνατή μόνο σε έργα που μπορούσαν να διαβαστούν με μια ανάσα. Όπως ένα σύντομο ποίημα, έτσι και ένα διήγημα διαβάζεται σε μία συνεχή ανάγνωση, για να μπορέσει να μεταδώσει υψηλές διεγέρσεις και βαθιά αποτελέσματα που μόνο με εκείνα της λυρικής ποίησης είναι δυνατό να συγκριθούν.

Αυτή ακριβώς την αίσθηση αποκομίζει ο αναγνώστης της «Ιδιωτικής Αντωνυμίας. Όποιο κι αν είναι το θέμα, ο αναγνώστης οδηγείται προς εκείνη τη μοναδική στιγμή κατά την οποία ανακαλύπτει πως έχει αποτυπωθεί στον νου του μια εντύπωση ταυτόσημη με εκείνη που είχε συλλάβει ο συγγραφέας πριν αρχίσει να αφηγείται. Για να γίνει αυτό, το συνολικό σχέδιο υπηρετείται από την πρώτη κιόλας πρόταση, αλλά και κάθε λέξη συμβάλλει στη δημιουργία του μοναδικού αποτελέσματος.

Ο Χατζημωυσιάδης αξιοποιώντας το χαρακτηριστικό της βραχύτητας, προτείνει μια ειδικού τύπου αναγνωστική απόλαυση που δεν εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο η πλοκή είναι συναρπαστική, αλλά από την εμπειρία της κατάστασης ολοκλήρωσης της φόρμας. Η ιδέα της ιστορίας μπορεί να παρουσιαστεί σαν μια καλά επεξεργασμένη ενιαία εικόνα που, αντίθετα από το μυθιστόρημα, είναι δυνατό να δοθεί χωρίς κενά, διακοπές και ψεγάδια. Με τον τρόπο αυτό, η σύντομη αφήγηση του Χατζημωυσιάδη έχει τη δυνατότητα να προβληθεί ως ολοκληρωμένη μορφή, και με αυτή την ιδιότητά της να δημιουργήσει στον αναγνώστη μια ήρεμη και στοχαστική ικανοποίηση που αναπληρώνει ισάξια την απόλαυση που του προσφέρει μια συναρπαστική πλοκή που καθηλώνει.

Ο Henry James προς το τέλος του 19ου αι. δελεάστηκε από το ευρύ φάσμα και την ποικιλία του διηγήματος, διαπιστώνοντας πως κάνοντας μικρά πράγματα μπορούσε να κάνει πολλά: να πραγματευτεί πολλά θέματα, να φύγει σε πολλούς τόπους, να χειριστεί πολλές πλευρές της ζωής. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο Χατζημωυσιάδης  δεν έγραψε απλώς μια εξαιρετικά καλή συλλογή μικρών πεζών που ξεχωρίζουν στην εκδοτική παραγωγή του 2018, αλλά ανανεώνει την ίδια τη φύση της αφηγηματικής φόρμας, καθιστώντας εφικτό:
- τον συνδυασμό της πολλαπλότητας με τη συνοπτικότητα,
·         - τη συγκρότηση του πολύπλοκου μέσω του σύντομου και του διαυγούς,
·         - την έκφραση του σύνθετου μέσα από αυτό που φαινομενικά είναι απλό και οικείο

Και όλα τα παραπάνω τα πετυχαίνει με τρεις βασικά τρόπους:
(α) με το ρητορικό σχήμα της μετωνυμίας που συχνά φθάνει στα όρια της αλληγορίας: Ενώ η μεταφορά βασίζεται στην ομοιότητα και την αναλογία, η μετωνυμία βασίζεται σε έναν συσχετισμό που θεωρούμε ότι υπάρχει ανάμεσα σε δύο έννοιες: βάσει αυτού του συσχετισμού, χρησιμοποιούμε μια έννοια προκειμένου να αναφερθούμε σε μια άλλη την οποία θεωρούμε κοντινή της πρώτης.


(β) με μια γλώσσα «τόσο-όσο»: μια γλώσσα ποιητικής πρόζας και ανάλογου ήθους, που η κατάκτησή της μέσα στο σύστημα της χρηστικής γλώσσας είναι το μόνιμο και διαρκές διακύβευμα του συγγραφέα, όπως άλλωστε αποδεικνύεται αν κανείς έχει υπόψη του το σύνολο έργο του. Ενός γλωσσικού ήθους που προσωπικά μου θυμίζει τη γραφή του Ιωάννου και του Χάκκα, «μια μοναχική ανάβαση στις πιο απάτητες κορφές» (σ. 28) ή σαν εκείνους «τους τσακισμένους χαρταετούς που παίρνουν συνέχεια ύψος και πετάνε επιτέλους στον αέρα» (σ. 24).   
(γ) με την εικονιστική δύναμη του λόγου του, που φθάνει σε σπουδαίες κορυφώσεις χάρη στη σημασία που αποκτά το σκηνικό στη συγκρότηση της ιστορίας, που μπορεί να είναι μια χωρική δομή, ωστόσο ο Χατζημωυσιάδης   την φορτίζει με μια λειτουργία χρονικής διαδοχής, προσδίδοντας στον χώρο έναν μεταβατικό χαρακτήρα, προκειμένου αυτός να λειτουργήσει σαν μια μεταφορά της μεταβατικότητας. 



Λένε πως η διηγηματογραφία γίνεται για τους περισσότερους συγγραφείς μια τέχνη υπό προθεσμία ή ένα στάδιο μαθητείας πριν περάσουν στη μυθιστοριογραφία. Στην περίπτωση του Χατζημωυσιάδη  τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά: έχοντας θητεύσει ο συγγραφέας σε όλα τα είδη της πεζογραφίας, φθάνει με την «Ιδιωτική Αντωνυμία» –νομίζω- σε ένα κρίσιμο σκαλοπάτι λίγο πριν από την πλήρη συγγραφική του ωριμότητα. Ο Χατζημωυσιάδης ανήκει σίγουρα σ’ εκείνους τους λίγους συγγραφείς που το γραφείο τους βρίσκεται στην άκρη ή στο υπόγειο του σπιτιού τους και όχι στη μέση. Θέλω να πω πως με την τέχνη του υπηρετεί τη ζωή κι όχι το αντίστροφο, που συνηθίζεται πολύ στις μέρες μας.


Βιβλιογραφία
Αθανασόπουλος Β., Οι ιστορίες του κόσμου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2005.
Abrams, M.H., Λεξικό λογοτεχνικών όρων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2005.
Κιοσσές Σπ., Εισαγωγἠ στη Δημιουργική Ανάγνωση και Γραφή του πεζού λόγου, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2018.
Συλλογικό, Το Διήγημα στην ελληνική και τις ξένες λογοτεχνίες, επιμέλεια-εισαγωγή: Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Σοφία Ντενίση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2009.






Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Η φωνή της μνήμης και της λήθης



Χριστόφορος Μηλιώνης, 
Καλαμάς κι Αχέροντας
Κίχλη, 2017

Ο Γάλλος φιλόσοφος Πολ Ρικέρ στο έργο του «Η Μνήμη, η Ιστορία, η Λήθη» μάς προσφέρει μια σειρά από κλειδιά κατανόησης, ερμηνείας και στοχασμού πάνω στο δίπολο που αποτελεί κοινό κτήμα της ανθρωπότητας: τη μνήμη και τη λήθη, αλλά και την αντίληψη της ιστορικής εμπειρίας και την παραγωγή της ιστορικής αφήγησης. Αφενός, η μνήμη είναι η μήτρα της ιστορίας. Αφετέρου, στέκεται η λήθη, που αμφισβητεί τόσο την ιστορία όσο και τη μνήμη και η οποία άλλοτε παίρνει τη μορφή της ολικής λήθης/αμνησίας που διαγράφει άρδην το παρελθόν, άλλοτε αυτή της αμνηστίας που παραγράφει την τραυματική μνήμη με σκοπό την αναγκαία συμφιλίωση και, τέλος, την ηθικά επιβεβλημένη λήθη, συνδεδεμένη, αφενός, με τη δημόσια απολογία του θύτη και, αφετέρου, με τη συγχώρεση του θύματος. 
Με βάση αυτό το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς, η περίπτωση του Μηλιώνη, όπως διαφαίνεται στην εμβληματική συλλογή «Καλαμάς κι Αχέροντας» πρόκειται για μια ιδιάζουσα συνθήκη: ανάσυρσης εικόνων από τις μνημονικές αποθήκες των στοιχειωμένων χρόνων της δεκαετίας του ’40 και ταυτόχρονα λήθης/αμνηστίας, εφόσον αυτό που επιδιώκει είναι η ήρεμη αποδοχή της ήττας –με χιούμορ και θυμοσοφική διάθεση ενίοτε.  Ένας νεκρόδειπνος, όπου καλεί πίσω τους νεκρούς για να στρώσει κουβέντα μαζί τους και να γεφυρώσει το χάσμα τής «από δω» και τής «από κει πλευράς». Ο Καλαμάς έρχεται να ενώσει, λογοτεχνικά, τα νερά του με τον Αχέροντα, τον δρόμο για τον κάτω κόσμο, συνδέοντας την αφήγηση του Μηλιώνη άλλοτε με την Ιστορία κι άλλοτε με τους μύθους και τα παραμύθια. «Ανακατεύτηκαν τα πράματα, Αχέροντας και Καλαμάς έγιναν ένα». Στο έξοχο διήγημα με τον αμφίσημο τίτλο SYMPHONIA (με λατινικούς χαρακτήρες), με αφορμή μια επίσκεψη του αφηγητή στη σοσιαλιστική ακόμα Ουγγαρία, ξαναφέρνει στην κρεβάτα του τον Ντούλια και τον βάζει να ξαπλώσει στο ντιβάνι «– το μόνο που περνούσε από το χέρι μου να κάνω». Ουσιαστικά ο Ντούλιας και ο Σκιαθίτης καπτα-Νικόλας, ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο γερο-Ζήκος, ο Βαγγέλης, η Τρυγόνα, η Μαναμεγάλη, η Φρύνη και η αμια-Μίγια αποτελούν τα πολλαπλά προσωπεία ενός φασματικού προσώπου πιο ζωντανού κι από τον συρφετό των ζωντανών που τον περιτριγυρίζουν στην πόλη ή στις διακοπές και με τους οποίους είναι αδύνατη η συνεννόηση καθώς «μιλάς πάνω κάτω την ίδια γλώσσα… όμως άλλα πράγματα έχει καθένας στο νου του, όταν μιλάει».  Άνθρωποι «παλιοτικοί» που νιώθει μαζί τους μιαν απίστευτη οικειότητα, κι ας μην υπάρχουν πια. Γιατί ο Μηλιώνης μιλά «για την πίσω μεριά, την αθέατη. Σαν να λέμε: την πίσω μεριά του θανάτου».
Καθώς το έργο του απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες, από τις αρχές του ’60 μέχρι τα τέλη του 20ου αι., θεωρώ τον Μηλιώνη επιδέξιο ανατόμο της νεοελληνικής πραγματικότητας. Αν η λογοτεχνία συνιστά καίρια μαρτυρία της εποχής της, ο δημιουργός δεν είναι απλώς ο σεισμογράφος της αλλά ο μάρτυράς της, καθώς όχι μόνο αντανακλά αλλά και διαμορφώνει αφηγηματικά τους τρόπους διαχείρισης της συλλογικής μνήμης. «Με κάτι τέτοια με κάνουν να αισθάνομαι πως είμαι ο τελευταίος μάρτυρας και, για να το πούμε αλλιώς, ο άνθρωπος που του ’χε δοθεί η χάρη».
Έχει υπογραμμιστεί από την κριτική πως «κεντρική θεματολογική συνιστώσα της πεζογραφίας του Μηλιώνη σε πολλά  από τα διηγήματα, στις νουβέλες και στο μυθιστόρημά Δυτική Συνοικία αποτελεί η βαθιά του νοσταλγία για τον παρελθόντα χρόνο και κυρίως για τη γενέθλια γη στην οποία επιστρέφει κάθε τόσο και με κάθε αφορμή». Ωστόσο, αν κάτι βαραίνει στην περίπτωση του Μηλιώνη δεν είναι τόσο ο «νόστος» όσο το «άλγος», για το χθες και το τώρα. Προστρέχει στη θεραπευτική ικανότητα της γραφής για να ξορκίσει τον αθέατο πόνο που του προκαλούσε, όχι η απώλεια της παιδικής του αθωότητας, αλλά η απώλεια της ανθρώπινης αυθεντικότητας που έκρυβε η επαρχία μιας άλλης εποχής. Στο διήγημα «Ο τσαλαπετεινός» λέει ο ανώνυμος τριτοπρόσωπος αφηγητής για τον Βαγγέλη, τον μεγάλο αδερφό του: «Κι όπως δεν είχε ελπίδα, η νοσταλγία του έμοιαζε μόνιμη νοσταλγία θανάτου» (σ. 35). Η νοσταλγική προσέγγιση της μνήμης συνεπάγεται εξιδανίκευση, άρα παραμόρφωση του παρελθόντος, εφόσον βασικό στοιχείο της νοσταλγίας είναι ο συναισθηματισμός που διαστρέφει την πραγματικότητα. Και αν ο ιστορικός οφείλει να είναι και ιστορικός της μνήμης, το ίδιο και ο συγγραφέας, οφείλει να λειτουργεί και ως σκαπανέας της μνήμης.
Ο Π. Χατζημωυσιάδης στην τελευταία του συλλογή διηγημάτων «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (Κίχλη 2018) περιλαμβάνει ένα διήγημα με τίτλο «Η άχνη». Γράφει: «Έστω και αν κατά βάθος ξέρω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικό από τη νοσταλγία. Που όλα τα στρογγυλεύει και όλα τα δικαιώνει και όλα τα γλυκαίνει». Θέλω να πω, το έργο πολλών σύγχρονων συγγραφικών φωνών συνομιλεί υπόγεια με το έργο του Μηλιώνη, πόσω μάλλον με την κεντρική αφηγηματική συνιστώσα του έργου του: το παιχνίδι των πολλαπλών συνειρμών, μια αδιάλειπτη μετάβαση από το αφηγηματικό παρόν στο παρελθόν και πάλι στο παρόν, σε σημείο που ο χρόνος ενοποιείται.
Το βιβλίο του Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας» κυκλοφόρησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν η Πολιτεία αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση κι ένας ολόκληρος κόσμος ένιωσε, έστω και καθυστερημένα, μια μορφή δικαίωσης. Ύστερα από λίγο θα ερχόταν και η πτώση του Τείχους και πολλά πράγματα αναγκαστικά θα αναθεωρούνταν. Ήταν η εποχή που οι πολιτικές της μνήμης και οι πολιτικές ταυτότητας δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη ζήτηση ιστορικής πληροφορίας για εκείνα τα σακάτικα χρόνια, για τις πλέον τραυματικές και επίμαχες όψεις του πρόσφατου παρελθόντος μας, για τον ασφυκτικό εγκλεισμό σ’ αυτό το τραυματικό παρελθόν, αυτή την άνιση αναμέτρηση με τη στοιχειωμένη μνήμη. Νομίζω πως η λογοτεχνία και δη αυτή που με συνέπεια υπηρέτησε ο Μηλιώνης σχεδόν μισόν αιώνα μπορεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα ταυτόχρονης οικείωσης και ανοικείωσης του παρελθόντος, όχι πάντως ως εξιδανίκευση ανθρώπων και καταστάσεων ούτε ως συλλήβδην καταδίκη τους, μια λογοτεχνία που μπορεί να πει την αλήθεια για τον κόσμο, και προσφέροντάς μας ταυτόχρονα έναν τρόπο να κατανοήσουμε το παρόν αλλά και το παρελθόν.
Ο λόγος του Μηλιώνη σίγουρα μπορεί να μας βοηθήσει, σε καιρούς σύγχυσης, αδιαφάνειας και απόλυτης διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, να ξανασκεφτούμε τις αγκυλώσεις μας, τα πάθη μας, την τυφλότητά μας, τον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό μας. Και γιατί όχι, να τολμήσουμε μια γενναία μετατόπιση του ορίζοντα προσδοκιών μας, όχι ερμηνεύοντας απλώς το κείμενο, αλλά αφήνοντάς το να ανατρέψει τις συμβατικές μας υποθέσεις.
Τον Χριστόφορο Μηλιώνη δεν έτυχε να τον συναντήσω προσωπικά ούτε με την ιδιότητα του φιλολόγου ούτε με αυτήν του συγγραφέα. Γι’ αυτό και μπορώ να τον φαντάζομαι πιο ελεύθερα μέσα στον νου μου. Να σκάβει μέσα του ανασύροντας τις αναμνήσεις προκειμένου να ξορκίσει τη μοναξιά που κουβαλάει. Να είναι ολομόναχος και να θυμάται, όπως είναι ολομόναχοι όσοι θυμούνται. Ο μνησιπήμων πόνος εύκολα δεν περνάει, και η λήθη ενίοτε είναι ανέφικτη. 

[συντομευμένο κείμενο που διαβάστηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2018, στο Polis Αrt Cafe, στην παρουσίαση του βιβλίου "Καλαμάς κι Αχέροντας" που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Κίχλη]