Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Τα φύλα στη Λογοτεχνία - η κατασκευή του λογοτεχνικού χαρακτήρα



Χρ. Οικονόμου, Περί Ιακώβου και αγάπης 
Τον πατέρα του Ιάκωβου τον φωνάζαμε Τσιφ γιατί ήταν φτυστός εκείνος ο Ινδιάνος που έπαιζε στη Φωλιά του Κούκου – δυο μέτρα άντρακλας, βαρύς κι ασήκωτος, με μαύρα γυαλιστερά μαλλιά που κατέβαιναν μέχρι την πλάτη. Τον είχαμε για θεό. Ψοφάγαμε να βρεθούμε κοντά του, να τον μυρίσουμε, να ξεπατικώσουμε το περπάτημά του, τη ματιά του, πώς μίλαγε, πώς έπινε, πώς άναβε και κάπνιζε το τσιγάρο. Θεό τον είχαμε. Και ζηλεύαμε τον Ιάκωβο επειδή οι δικοί μας πατεράδες δεν πιάνανε μπάζα μπροστά στον Τσιφ – ανθρωπάκια μια σταλιά, κίτρινα και σκεβρωμένα, με γυαλιστερές καράφλες. Κι αργότερα όμως, όταν η μάνα του Ιάκωβου την κοπάνησε μ’ ένα φορτηγατζή απ’ τη Δραπετσώνα κι ο Τσιφ πήρε την κάτω βόλτα κι άρχισε να πίνει μέρα-νύχτα και γέμισε άσπρες τρίχες, εμείς πάλι για θεό τον είχαμε. Καλύτερα έτσι, είπαμε. Οι θεοί μονάχα με θεές πρέπει να πηγαίνουν. Με θεές ή με παρθένες.

Είναι καλοκαίρι του ’87, Ιούλιος νομίζω. Αλλά μπορεί και να ’ναι φέτος το καλοκαίρι ή του χρόνου. Ο Τσιφ πίνει μπίρες στην ταράτσα με τους φίλους του. Μια φάρα όλοι – χτίστες, σιδεράδες, σοβατζήδες. Ο Ιάκωβος έχει αράξει σε μια γωνιά και τους ακούει που μιλάνε για κυβικά και μεροκάματα και κλέφτες εργολάβους. Βαριέται αλλά φοβάται να φύγει γιατί τώρα τελευταία ο Τσιφ χάνει τη ρέγουλα κι είναι ικανός να κατεβάσει ένα καφάσι Άμστελ στην καθισιά του. Μπίρα στην μπίρα, κουβέντα στην κουβέντα, ο Τσιφ θυμάται τα παλιά, τότε που τραβιότανε με μια ζωντοχήρα γειτόνισσά του πέρα στ’ Άσπρα Χώματα. Τις νύχτες πήγαινε σπίτι της πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα για να μην τον πάρουνε είδηση στη γειτονιά. Θα ’τανε λέει ίσαμε πέντε μέτρα μακριά η μια ταράτσα απ’ την άλλη, όμως αυτός δεν καταλάβαινε Χριστό, έπαιρνε φόρα και πήδαγε – μια δυο τρεις ταράτσες στη σειρά. Οι φίλοι του γελάνε. Ποιος είσαι ρε Πετράν; Ο Σπάιντερμαν; Μας φλόμωσες στο παραμύθι μωραδερφέ μου. Με τα πολλά, βάζουνε στοίχημα ένα πεντακοσάρικο, ξερωγώ, ότι ο Τσιφ όχι πέντε αλλά ούτε ένα μέτρο δεν μπορεί να πηδήξει. Ο Ιάκωβος κάτι πάει να πει αλλά ο Τσιφ του κάνει νόημα να κάτσει στ’ αβγά του. Σηκώνεται και πάει στη μέση της ταράτσας και φτύνει τα χέρια του και τινάζει τα μακριά σταχτιά μαλλιά του και φωνάζει έι-ο έι-ο και παίρνει φόρα και πηδάει στον αέρα πάνω απ’ το σοκάκι και φτάνει με λυγισμένα γόνατα στη διπλανή ταράτσα. Ύστερα ξαναπαίρνει φόρα, πηδάει, και προσγειώνεται ξανά με τα γόνατα λυγισμένα. Οι άλλοι μένουν με το στόμα ανοιχτό. Ο Τσιφ χαλαρός ανοίγει μια μπίρα με τον αναπτήρα, πίνει, κι ύστερα παίρνει τα λεφτά και γυρνάει στον Ιάκωβο. Έλα δω παιδί μου. Πες φχαριστώ στους κυρίους και τράβα βάλτα στο χρηματοκιβώτιο.
***
Δυο μέρες μετά ο Ιάκωβος μας φωνάζει σπίτι του. Θέλει να μας δείξει κάτι λέει. Μαζευόμαστε ο Λατέρνας, ο Μπάμπης ο Φτου, ο Χούλι που δυο χρόνια μετά θα μαχαιρώσει μια γκόμενα πάνω στη Μέμου, ο Τάκης ο Σκούπας, εγώ. Στο δρόμο σηκώνεται αέρας και μυρίζουμε τα γιασεμιά στις αυλές και φουσκώνει η καρδιά μας. Όταν φτάνουμε στα Μανιάτικα, ο Ιάκωβος μας λέει τι έκανε προχτές ο Τσιφ κι ύστερα ανεβαίνουμε στην ταράτσα. Ο Τσιφ κρατάει μια Άμστελ και κοιτάει τον ουρανό. Μπροστά του καμιά δεκαριά μπουκάλια άδεια. Πάει κοντά ο Ιάκωβος και του λέει να ξανακάνει το κόλπο με το πήδημα. Ο Τσιφ τον κοιτάει με βλέμμα θολωμένο. Α παράτα με ρε, λέει. Ύστερα γυρνάει σ’ εμάς. Τι το περάσατε δω ρε τσογλάνια; Τσίρκο Μεντράνο; Ο Ιάκωβος όμως επιμένει. Αφού το ’κανες για τα λεφτά, θα το κάνεις και για μένα, λέει στον Τσιφ. Αφού το ’κανες για τα λεφτά θα το κάνεις και για την αγάπη.

Ο Τσιφ σηκώνεται παραπατώντας και στέκεται στη μέση της ταράτσας. Κοιτάει τον ουρανό, τον Ιάκωβο, εμάς. Ύστερα παίρνει φόρα, τρέχει, αλλά με το που φτάνει στην άκρη της ταράτσας κωλώνει, σταματάει απότομα, κουνάει τα χέρια σα ναυαγός που πνίγεται και φεύγει με το κεφάλι στο κενό. Ώσπου να φτάσουμε εμείς στις σκάλες, ο Ιάκωβος έχει κατεβεί κιόλας στο δρόμο. Ο Τσιφ είναι σωριασμένος πάνω σε κάτι σακιά τσιμέντο κι από πάνω του ο Ιάκωβος τον κρατάει αγκαλιά και κάτι του λέει. Ο Τσιφ τρέμει ολόκληρος. Τα μαλλιά του απλώνονται σα σταχτί χταπόδι πάνω στα χέρια του Ιάκωβου. Τι έγινε ρε, φωνάζει ο Λατέρνας. Να φωνάξουμε ασθενοφόρο. Ο Ιάκωβος μας κάνει νόημα. Εντάξει ’ναι, λέει. Άντε κοπανάτε την. Εντάξει ’ναι. Αλλά εμείς δεν πάμε πουθενά. Στεκόμαστε στο έμπα του σοκακιού και κοιτάμε πατέρα και γιο που ’χουνε γίνει κουβάρι. Ο Ιάκωβος χαϊδεύει το μάγουλο του Τσιφ κι όλο κάτι του λέει. Α ρε Τσιφ. Έπεσες υπέρ Ιακώβου κι αγάπης, λέει ο Χούλι – και o αέρας δε μυρίζει τίποτα τώρα. Το σοκάκι σκοτεινιάζει. Νυχτώνει.


[1] Δημοσιεύτηκε στο Κοντέινερ της Ελευθεροτυπίας.

Φύλλο Εργασίας

Χαρακτήρας – «Τσιφ»
Όνομα


Εξωτερική εμφάνιση


Κινήσεις/χειρονομίες


Χώροι κίνησης


Σκέψεις


Πράξεις


Σχέσεις με άλλα
πρόσωπα



Η γνώμη που έχει
γι’ αυτόν ο αφηγητής



Η γνώμη που έχουν
γι’ αυτόν τα άλλα
πρόσωπα



Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Αντρέας Φραγκιάς, Άνθρωποι και σπίτια

Στο πρώτο του μυθιστόρημα Άνθρωποι και σπίτια (1955) αποδίδεται η ατμόσφαιρα της Ελλάδας μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, η αθλιότητα, η ανεργία. Το έργο αυτό  είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημά του και αποδίδει με έξοχο τρόπο την ατμόσφαιρα της Ελλάδας μετά το τέλος του Εμφύλιου πολέμου. Η επιτυχία του βιβλίου έγκειται στη «νεορεαλιστική» παρουσίαση, που καταφέρνει να δώσει ποιητική διάσταση στο δράμα της ανεργίας. Γίνεται αισθητή η αναβάθμιση του μόχθου των εργατών, που δε δίνεται ως καθαρά αλλοτριωτικός, όπως συνέβαινε στους νατουραλιστές συγγραφείς και στο Βουτυρά. (πηγή: potheg.gr)




 (Απόσπασμα)

Τα παιδιά του Θανάση μαζευτήκανε απόψε νωρίς. Ο πατέρας τους λείπει απ' το πρωί κι' η μάνα, που είναι ακόμα στο νοσοκομείο, δεν πρόκειται να 'ρθει σήμερα. Λείπει ακόμα κι ο μεγάλος. Το πρωί, ο πατέρας έφυγε πολύ χαρούμενος, έτσι που τα παιδιά παραξενευτήκανε. Τα φίλησε όλα με τη σειρά κι αυτά καταλάβανε πως κάτι σπουδαίο πράμα θα 'γινε στο σπίτι τους.
- Μπορεί να'ναι καλύτερα η μητέρα.
Κι η μικρή έβαλε τις φωνές κι έτρεξε στο δρόμο. Ύστερα γύρισε μ' ένα λουλούδι και είπε σε μια διπλανή γυναίκα που την ρώτησε για τη μάνα της. "Καλά, είναι καλά, ο πατέρας βρήκε δουλειά". Το βράδυ μαζευτήκανε νωρίς να κουνεντιάσουνε γι' αυτά τα σπουδαία πράματα. Ο μεγάλος όμως αργεί. Σκεπάσανε τα πόδια τους με την ίδια κουβέρτα, γιατί από τότε που λείπει η μάνα, κοιμούνται όλα στο μεγάλο κρεβάτι κι ο πατέρας πέφτει πιο πέρα, στην άκρη, σε δυο κασόνια με τάβλες. 
Ο μεγάλος μπήκε γρήγορα, κάθισε στο σκαμνί και κοίταξε γύρω. 
- Να φάτε, να διαβάσετε και να κοιμηθείτε. 
- Εγώ τα διάβασα όλα.
- Τότε να ξαπλώσεις και να σκεπαστείς καλά γιατί κάνει κρύο. Όχι, πριν πέσεις να διαβάσεις για να δω αν έμαθες το μάθημὰ σου. Τι ήτανε ο Οδυσσέας;
- Για δες, είπε το άλλο παιδί, κάνει όπως ο πατέρας. 
- Αυτό που σου λέω, πες μου τι ήτανε ο Οδυσσέας;
- Εσύ δεν είσαι πατέρας να μας βάζεις να κοιμηθούμε, είπε η μικρή, εγώ θέλω να τον περιμένω.
- Δε θα 'ρθει απόψε;
- Θα δουλεύει νύχτα-μέρα;
- Σας είπα δε θα'ρθει απόψε. Μου είπε να φάτε και να κοιμηθείτε νωρίς. Να'σαστε φρόνιμοι και να μ' ακούτε. 
- Να μας πεις πρώτα πού είναι ο πατέρας. 
- Δεν μπορώ να σας το πω.
Κι ο μεγάλος αδελφός σκέπασε τα μούτρα του και βγήκε τρέχοντας. Σε λίγο, τα παιδιά που ήτανε στο κρεβάτι ακούσανε απόξω κάτι πνιχτά κλάματα, αφουγκραστήκανε κι είπανε πως μπορεί να'ναι και κανένα σκυλί που θα πλάγιασε στη μάντρα. Ανασηκωθήκανε κι όταν πήγανε ώς την πόρτα, ο μεγάλος τούς άκουσε κι έκανε πως μάζευε κάτι τσέρκια και κουτιά που ήταν πεταμένα στην αυλή.
- Πήγαινε μέσα να διαβάσεις το μάθημά σου.
- Εσύ διάβασες και μας κάνεις τον άγριο;
- Εγώ δεν θα ξαναπάω σχολείο, είπε το μεγάλο παιδί.
- Τώρα που δουλεύει ο πατέρας;
- Ο πατέρας δεν θα ξαναδουλέψει. Θα δουλεύω μόνον εγώ για όλους σας. Γι' αυτό πρέπει να μ' ακούτε. 
Στάθηκε και είπε πολύ γρήγορα σα να 'θελε να τα πει όλα μαζί για να γλυτώσει:
- Ο πατέρας χτύπησε, έπαθε μια μεγάλη ζημιά! Αυτό είναι, αφού θέλεις να μάθεις. Πήγαμε με τον κρυ-Αργύρη. Δεν μας αφήσανε όμως να τον δούμε. Είδα μια λεκάνη με αίματα και μέσα κάτι χοντρό, σαν κρέας...
Η μικρή το άκουσε απ' το παράθυρο, έβαλε μια φωνή και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα. 
- Μην κλαις, πρόσταξε ο μεγάλος. Θα γίνει γρήγορα καλά. Σας είπα πως θα γίνει καλά. Θα 'ναι σα μια βάρκα με ένα κουπί. 
- Και τι γίνεται όταν η βάρκα έχει ένα κουπί, βουλιάζει;
- Όχι.
Ο μεγάλος τούς είπε να πάνε μέσα. Απόψε έχει υποχρέωση να φροντίσει για τους άλλους. Έτσι του είπε ο κυρ-Αργύρης "πήγαινε να κοιτάξεις τ' αδέρφια σου". Κι ο κυρ-Αργύρης φάνηκε πως ήτανε πολύ στενοχωρημένος που χτύπησε ο πατέρας, σα να 'χασε κι αυτός κάτι. Έπειτα το παιδί σκέφτηκε πως κάτι πρέπει να φάνε και πήγε στο κουζινάκι με τις σανίδες, να τους βρέξει ψωμί με ζάχαρη. 
- Μην κλαις, φώναξε. Και με το 'να κουπί δε βουλιάζει η βάρκα. Έχω δει με τα μάτια μου σου λέω, μια φορά που πήγαμε με τον πατέρα στον Πειραιά να πουλήσουμε αλογάκια. 
Στο κουζινάκι είναι παρατημένα του σύνεργα του Θανάση. Απ' τις χαραμάδες μπάζει κρύο. Και τούτο δω το 'χει φτιάσει ο πατέρας. Το παιδί πήγε κοντά στη σκάφη που 'ταν ο πηλός, κι ανασήκωσε τη βρεμένη λινάτσα. Και του ξέφυγε μια δυνατή φωνή.
- Δες εκεί, το χέρι του πατέρα! 
Ο πηλός ήταν ζουληγμένος στη μέση με την παλάμη του Θανάση. Από τότε που φτιάξανε τα χωματένια αλογάκια με τα φτερά και τα κέρατα, θ' ακούμπησε φαίνεται με δύναμη κι έχει βγει ολόκληρο το αποτύπωμα της παλάμης του. Με τα δάχτυλα τεντωμένα κι ίσια. Ένα ολόκληρο χέρι!
Ο Αργύρης πέρασε και μπήκε στην αυλή μ' αλαφρό βήμα. Όταν άκουσε τα κλάματα περπάτησε στις μύτες και στάθηκε στο κουζινάκι. Κοίταξε απ' τη χαραμάδα.
Το μεγάλο παιδί είπε:
- Αυτό το χέρι του το 'κοψε μια μηχανή!
Ύστερα ήρθε κι η μικρή αδερφή, έσκυψε στη σκάφη με την ξεραμένη λάσπη κι άπλωσε το χέρι της μέσα στο γούβωμα που έχει ο πηλός. Το δικό της χέρι είναι μικρό και κάτασπρο. Ύστερα άρχισε να το χαϊδεύει και τ' άλλα αδέρφια σωπάσανε. Το κορίτσι ακούμπησε το λουλούδι του και συνέχισε αυτό το απαλό χάδι του πηλού που 'χε το χέρι του Θανάση. Είναι ένα βαθούλωμα. Το χέρι λείπει.
Ο μικρός είπε:
- Να πάρουμε τη σκάφη στην κάμαρη.
- Όχι.
Το αγόρι έψαξε στο ράφι της πιατοθήκης και βρήκε ένα απόκερο που 'χανε για το άναμμα της φωτιάς. Ο Αργύρης βλέπει απ' τη χαραμάδα. Το παιδί άναψε το σπίρτο. Έλαμψε η κίτρινη φλόγα του σπίρτου, μα το φυτίλι τσίριζε, γιατί ήταν υγρό, κι έσβηνε. Ανάψανε κι άλλο. Τα μούτρα των παιδιών γεμίσανε τρεμουλιαστές σκιές γιατί το χέρι του κουνιέται. Το κερί είναι τόσο δα μικρό, το φυτίλι του μούσκεμα και το παιδί τρέμει.
- Τι πας να κάνεις εκεί! φώναξε ο μεγάλος.
- Θα τ' ανάψω. Για το σκοτωμένο χέρι του πατέρα.
- Όχι, μην το κάνεις. Το χέρι του πατέρα δεν πέθανε, μόνο κόπηκε.

(σελ. 288-291)