Έχει το χρώμα των Πακιστανών
η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
[Κατερίνα Γώγου, Μοναξιά]
ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΠΑΓΚΑΚΙ καθόταν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Αλκιβιάδου και
Αγορακρίτου γωνία. Στην αρχή μαζί με τη μητέρα του, έπειτα μόνος. Κανείς άλλος
δεν καθόταν. Ένας άτυπος κώδικας ίσχυε που τον γνώριζαν σιωπηρά οι θαμώνες
της πλατείας. Το παγκάκι τού ανήκε δικαιωματικά.
Ήταν
ένα ξύλινο παγκάκι, σε βαθύ σκουροπράσινο χρώμα. Το φρόντιζε λες κι
ήταν το κρεβάτι του. Το σκούπιζε καθημερινά μ’ ένα βρεγμένο πανί, μετά το
πέρναγε ένα χέρι με στεγνό, μην μείνει υγρασία και φουσκώσει το ξύλο, και στο
τέλος μ’ ένα καθαριστικό. Ύστερα τοποθετούσε με μεγάλη προσοχή ένα τετράγωνο ύφασμα
κι από πάνω ένα μαξιλάρι. Το περιεργαζόταν από κάθε πλευρά, έκανε με τα χέρια
του δοκιμή ανθεκτικότητας, λες και θα ίππευε άλογο, κι έκανε μια γρήγορη γύρα. Σβινννννν.
Τον
χειμώνα μάλιστα το έβαφε με βερνίκι για να προστατευτεί το ξύλο. Αυτή η
τελετουργία επαναλαμβανόταν με χειρουργική ακρίβεια όλες τις μέρες, ακόμα και
τις ακατάλληλες. Σ’ αυτές τις έκτακτες περιπτώσεις προμηθευόταν τα αναγκαία:
ομπρέλα, αδιάβροχο και κουβέρτα τον χειμώνα· παγωμένο νερό και καπέλο το
καλοκαίρι.
Το
ωράριο ήταν κι αυτό καθορισμένο. Το πρωί χτυπούσε κάρτα, όταν το ρολόι
της εκκλησίας σήμαινε δέκα φορές, και το μεσημέρι σχόλαγε στη μία. Το απόγευμα
ξανά στις πέντε και τέλος βάρδιας στις επτά. Το καλοκαίρι, κατ’ εξαίρεση,
παρέτεινε τη διαμονή του μέχρι τη δύση του ηλίου.
Με
τον καιρό έγινε το ιερό σύμβολο της πλατείας. Απέκτησε με το σπαθί του αυτό το
δικαίωμα. Η μεγαλύτερη «επιβράβευση», όμως, ήρθε όταν κάποιοι γείτονες μετονόμασαν
την πλατεία προς «τιμήν» του. Όταν άκουγε τη λέξη, έσειε το κεφάλι και κουνούσε
ακανόνιστα τα χέρια. Ήταν στιγμές που το μυαλό του κόλλαγε.
Αγόραζε
πασατέμπο, ποπ κορν, κουλούρια, παγωτά. Τα ’τρωγε μόνος του, όταν δεν του ’πεφταν
χάμω. Ακόμα και τα περιστέρια δεν πλησίαζαν κοντά. Φοβόντουσαν και πέταγαν
μακριά, αφήνοντας ενθύμιο τα φτερά τους.
Τα
παιδιά σκαρφάλωναν στις τσουλήθρες, τραμπαλίζονταν, έτρεχαν, έπαιζαν κρυφτό.
Πάντα σε απόσταση ασφαλείας απ’ το παγκάκι. Απέφευγαν το ναρκοπέδιο. Δεν
πατούσαν στην απαγορευμένη περιοχή. Όλοι το ήξεραν. Η ασθένεια μπορεί να είναι
μεταδοτική. Δεν βλάπτουν λοιπόν τα προληπτικά μέτρα. Ειδικά όταν έχεις μικρά
παιδιά.
Τ’
άλλα παγκάκια είχαν επισκέπτες που εναλλάσσονταν. Απόμαχοι της ζωής που
λογάριαζαν πόσες μέρες τούς απόμειναν, ζευγαράκια που σαχλαμάριζαν προκλητικά,
ανέραστες γυναίκες που φαντασιώνονταν ερωτικές περιπέτειες, άγουρα παιδιά σε
μόνιμη έκσταση, μαθητές που το ’σκασαν απ’ το σχολείο ή το σπίτι, άτυχες
υπάρξεις χωρίς στέγη που έσπρωχναν τον χρόνο, ηδονοβλεψίες κάθε λογής,
νομοταγείς απατεώνες, επιδέξιοι ρήτορες και αστείοι σαλτιμπάγκοι.
Τους
γνώριζε όλους έναν προς έναν. Επί χρόνια κατέγραφε κάθε τους κίνηση, κάθε τους
νεύμα, κάθε σύσπαση του προσώπου τους. Είχε το προνόμιο να είναι και να μην
είναι, να υπάρχει σαν αερικό, χωρίς σάρκα και οστά. Λίγο λίγο εξάσκησε την
ικανότητα να μπαίνει στο μυαλό τους και να διαβάζει τη σκέψη τους. Δεν τους
μισούσε· μάλλον αδιάφορο τον άφηναν.
Με
τον καιρό ο κόσμος μεταμορφωνόταν επικίνδυνα σε αράχνες που στήνουν
επιδέξια τον ιστό τους, και το αντιλαμβανόταν μόνο αυτός. Υπάρξεις που σέρνονταν
άσκοπα σαν φίδια, βλαστημούσαν όλη την ώρα, βάτραχοι που γούρλωναν τ’ άδεια τους
μάτια, ύψωναν τα χέρια απειλητικά, έσφιγγαν τις σιδερένιες γροθιές τους. Δεν
άργησαν να διαπληκτίζονται μπροστά του, να ψάχνουν ενόχους, να δικάζουν
και να καταδικάζουν. Να ετοιμάζουν σταυρούς. Τα πράγματα αγρίευαν. Ένα κύμα
φόβου σηκωνόταν απειλητικό να τους πνίξει όλους.
Ένα
ανοιξιάτικο απόγευμα κατευθύνθηκε αργά προς το παγκάκι. Το σκούπισε, έβαλε το
μαλακό ύφασμα και το μαξιλαράκι κι έκατσε με προσοχή, αφήνοντας στην άκρη το
δίτροχο. Ήταν ωραία. Θα διάβαζε τον «Οθέλλο». Κάθε μέρα έπαιρνε μαζί του κι ένα
διαφορετικό έργο του μεγάλου δραματουργού. Αν δεν είχε μαραμένα πόδια και ο
διακόπτης του μυαλού του δεν έκλεινε τόσο συχνά, θα ήθελε να υποδυθεί στη σκηνή
τούς σκοτεινούς ήρωες, Άμλετ, Ριχάρδο τον Γ΄, Ιάγο, Όμπερον, Σάιλοκ. «Μόνο έτσι
μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει την προέλευση του κακού», έσκυβε και ’λεγε
ψιθυριστά στο καροτσάκι του.
Η
πλατεία «Αναπήρων» εκείνο το απόγευμα δεν άργησε να γίνει μια ολοζώντανη
θεατρική σκηνή, με πρωταγωνιστές τους παλαιούς θαμώνες και κάποιους λαθραίους
που τον τελευταίο καιρό κατασκήνωσαν στον χώρο. Μυρίστηκε μπαρούτι κι
απομακρύνθηκε έγκαιρα. Δεν έφυγε· χώθηκε με δυσκολία κάτω από το υπόστεγο της
εκκλησίας. Σε λίγη ώρα δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Μια φονική καταιγίδα τα σάρωσε
όλα. Πλακάκια, κάγκελα, κούνιες… μια άμορφη μάζα. Κάποιοι γείτονές του,
μάλιστα, ξήλωσαν το παγκάκι του και με τα καδρόνια χτυπούσαν σαν μανιακοί τον
αέρα, τα κουρέλια, αδιακρίτως.
Οι
πολεμικές ιαχές κορυφώθηκαν και τότε άρχισε η επιδρομή. Όλος ο θίασος βγήκε επί
σκηνής για το ένδοξο φινάλε. Το έργο ολοκληρώθηκε με τον διωγμό των «βαρβάρων».
Το κοινό των κατοίκων επευφημούσε απ’ τους εξώστες, ξεσπώντας σε
παρατεταμένα χειροκροτήματα. Μπίζαρε τους πρωταγωνιστές και τους ξανάβγαλε στη
σκηνή. Ήταν οι ίδιοι που τόσα χρόνια τον απέφευγαν σαν το μίασμα της πλατείας.
Μόνο που τώρα δεν θα ασχολούνταν άλλο μαζί μου, σκέφτηκε. Βρήκαν καινούργιους «εχθρούς».
Έκανε
μεταβολή να φύγει, μα ένα πλήθος ανόητων του ’κλεινε το δρόμο, αυτός επιτάχυνε,
φώναξε, έσπρωξε τις ρόδες μ’ όλη του τη δύναμη. Άκουσε μια κραυγή. «Σκουλήκια
σακάτηδες». Βρέθηκε κάτω απ’ το δίτροχο. Ένιωσε αποκαμωμένος κι έκλεισε τα
μάτια του.
*
Οι
φθορές αποκαταστάθηκαν σ’ ένα μήνα και κάποιο πρωί ένα καροτσάκι τσουλούσε
αθόρυβα στην πλατεία. Το παλιό παγκάκι είχε αντικατασταθεί μ’ ένα
ολοκαίνουργιο. Βολεύτηκε στα
γρήγορα, αλλά ένας κόμπος έσφιξε σαν τανάλια το στομάχι του. Διπλώθηκε στα δυο.
Παρατήρησε πως τα κουρέλια είχαν εξαφανιστεί, λες και κάποιο αόρατο χέρι τράβηξε την κουίντα της σκηνής. Τα παιδιά έτρεχαν ανέμελα, ένα ζευγαράκι
φιλιόταν προκλητικά στο απέναντι παγκάκι, κάποιοι συνταξιούχοι έπαιζαν
αμέριμνοι τάβλι. Γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη μεριά. Ακρωτηριασμένοι
ψυχικά, πτωχοί τω πνεύματι – που έλεγαν και στην εκκλησία – ξέχασαν τις ασωτίες
τους, τις αμαρτίες τους, τα ανομολόγητα κρίματά τους, διέγραψαν μεμιάς την
ιστορία τους, και ακόνιζαν τα φονικά τους ένστικτα.
*
Ο
κυριακάτικος ήλιος τσουρούφλιζε κι έβαλε το καπέλο του. Απ’ τα μεγάφωνα της
εκκλησίας άκουγε το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: Ξένος ήμουν και δεν μου εδώκατε να φάγω…
Απ’
την πίσω πλευρά της πλατείας, μέσα απ’ τους θάμνους πρόβαλαν τρεκλίζοντας δυο πλάσματα,
με μάτια μαυρισμένα απ’ την πείνα, πόδια κλαράκια, βήμα αναποφάσιστο, που
έσερναν ένα καρότσι με λογής λογής σιδερικά.
Είδε
αίφνης τον εαυτό του - πέντε χρονών θα ’τανε - όταν η μητέρα του τον έφερε για
πρώτη φορά στην πλατεία. Ντρεπόταν τόσο πολύ τ’ άλλα παιδιά. Τον φόβιζαν -μαμά,
πάμε να φύγουμε, τώρα!- δεν έβρισκαν πουθενά χώρο για να καθίσουν. Ένας
ηλικιωμένος τούς κάλεσε σ’ ένα σκουροπράσινο παγκάκι και τους πρόσφερε ποπ
κορν.
Δεν
το πολυσκέφτηκε. Τους έγνεψε να σιμώσουν. Το καρότσι του θα είχε πλέον
συντροφιά. Τα κουλούρια μόλις βγήκαν απ’ τον φούρνο και μοσχομύριζαν, το ποπ
κορν άχνιζε μέσα στο σακουλάκι. Τα νερά ήταν παγωμένα. Τους φίλεψε. Εκεί,
Αλκιβιάδου και Αγορακρίτου γωνία.