Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Η κουλτούρα τού αντίχειρα


   του φιλόλογου Σπύρου Γιαννακόπουλου

 Στις αρένες της ρωμαϊκής εποχής, όταν ένας μονομάχος κατέβαλλε τον αντίπαλό του, στρεφόταν προς το «φιλοθέαμον» κοινό και ζητούσε να αποφασίσει εκείνο τη μοίρα τού ηττημένου. Αν οι θεατές άπλωναν το χέρι τους με τον αντίχειρα προτεταμένο προς τα πάνω, σήμαινε πως δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι από την «αγωνιστική επίδοση» του ηττημένου και ζητούσαν από το νικητή να τον αποκεφαλίσει και να υψώσει ψηλά το κρανίο του – ίσως και ως απόδειξη πως η μονομαχία δεν ήταν σκηνοθετημένη. Αν ο αντίχειρας ήταν στραμμένος προς τα κάτω, σήμαινε πως αναγνώριζαν τη γενναιότητα και την αγωνιστικότητά του και ζητούσαν από το νικητή να καρφώσει το όπλο του στο έδαφος και να του χαρίσει τη ζωή.
    

Η συμβολική αυτή χρήση τού αντίχειρα διατηρήθηκε, αλλά με την πάροδο των χρόνων η σημασία του άλλαξε άρδην: Προτεταμένος προς τα πάνω δηλώνει πλέον επιδοκιμασία, θαυμασμό, ενθουσιασμό, ενώ προτεταμένος προς τα κάτω δηλώνει αποδοκιμασία, απόρριψη, απογοήτευση. Οι σημειολόγοι επισημαίνουν πως ο αντίχειρας αποτέλεσε και αποτελεί ένα σύμβολο διαδραστικής επικοινωνίας ανάμεσα στον πομπό και τους δυνητικούς δέκτες, ένα σύμβολο ευδιάκριτο και δηλωτικό ευαρέσκειας ή απαρέσκειας.
   
Στην ψηφιακή εποχή μας, όμως, ο προτεταμένος αντίχειρας, πέρα από τη σημειολογική του διάσταση, έχει αποκτήσει μία επιπλέον: την υπαρξιακή. Εκατομμύρια – κυριολεκτικά –  χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αδημονούν καθημερινά να δουν κάτω από τις αναρτήσεις τους (κείμενα, φωτογραφίες κ.ά.) τον ανορθωμένο αντίχειρα και το πολυπόθητο like («Μου αρέσει» η ελληνική απόδοση), συνοδευόμενο ή μη από ευμενή σχόλια. Ο ευσεβής – μέχρι ενός σημείου – αυτός πόθος, όμως, έχει εξελιχθεί – δυστυχώς – σε μανία που συχνά αγγίζει τα όρια της ψύχωσης (ατομικής και συλλογικής).
   
 Για ένα τεράστιο αριθμό χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η επίτευξη όσο το δυνατόν περισσότερων like κάτω από τις αναρτήσεις τους έχει αποκτήσει αξία υπαρξιακή. Καταδεικνύει την αναγνώρισή τους, την αποδοχή τους, την καταξίωσή τους, την επιβράβευσή τους. Χάρη στους ανορθωμένους αντίχειρες (πιστεύουν πως) αυτοεπιβεβαιώνονται, αποκτούν προσωπική και κοινωνική υπόσταση, κερδίζουν φήμη και αναγνωρισιμότητα. Στην προσπάθειά τους επιστρατεύουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Καταφεύγουν σε φίλτρα επεξεργασίας εικόνας, για να απαλείψουν κάθε υποψία φυσικού «ελαττώματος» στο σώμα τους και να δώσουν προς τα έξω μία τελειοποιημένη εικόνα τού εαυτού τους. Προβαίνουν σε λογοκλοπές γνωστών ή λιγότερο γνωστών διανοητών (ή απλώς σκεπτόμενων ανθρώπων), για να δώσουν την εντύπωση «πνευματωδών» και «βαθυστόχαστων» ατόμων. Ειδοποιούν με μαζικά μηνύματα τους διαδικτυακούς «φίλους» και «ακολούθους» τους (το κατά πόσο είναι φίλοι τους είναι άλλης τάξεως θέμα) να σπεύσουν να δουν «αυθόρμητα» την ανάρτησή τους και, φυσικά, να υψώσουν προς τα πάνω τον οπτικοποιημένο αντίχειρά τους. Έχει διαπιστωθεί, μάλιστα, πως πολλοί χρήστες κατασκευάζουν μέσω ειδικών λογισμικών (ρομπότ) πλαστούς λογαριασμούς (profile) που ανήκουν σε ανύπαρκτα πρόσωπα (zombies) και μοναδικό σκοπό έχουν να αυξάνουν ψευδώς τα like και τους ανορθωμένους αντίχειρες κάτω από τις αναρτήσεις τους. Τα ίδια προγράμματα «μεριμνούν» να στέλνουν αντίχειρες προτεταμένους προς τα κάτω και αντίστοιχα «Δε μου αρέσει» (dislike) σε αναρτήσεις ατόμων που θεωρούνται δυνάμει «εχθρικά» ή «αντίπαλοι».

  
 Η εναγώνια αυτή αναζήτηση «ευμενών ανταποκρίσεων» έχει πλέον αποκτήσει διαστάσεις μαζικής υστερίας σε σημείο τέτοιο που πολλοί μελετητές να την θεωρούν στοιχείο τής σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας. Όπως επισημαίνουν, ζούμε στον «πολιτισμό της διασημότητας», που συνδέεται με τη νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη της αγοράς και τις απεριόριστες (;) δυνατότητες για εμπορική εκμετάλλευση που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό περιβάλλον η αναγνωρισιμότητα και η δημόσια εικόνα εν γένει είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όχι μόνο για την ανάδειξη ενός προσώπου αλλά και για τον προσπορισμό συχνά τεράστιων χρηματικών οφελών για τον ίδιο και για το μέσο κοινωνικής δικτύωσης που τον χρησιμοποιεί ανερυθρίαστα ως καταναλωτικό προϊόν. Και οι ανορθωμένοι αντίχειρες συνιστούν έναν μετρήσιμο ποσοτικό δείκτη δημοφιλίας και κοινωνικής απήχησης, δηλαδή τον κινητήριο μοχλό τής διαφήμισης. Ο αριθμός τους, επομένως, ισοδυναμεί με ένα κοινό δυνητικά δεκτικό σε πάσης φύσεως επηρεασμούς (εμπορικούς, πολιτικούς κτλ).       
   
Οι ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν πως η εξελικτική πορεία τού ανθρώπου που τον διαχώρισε από τα άλλα πρωτεύοντα – πέρα από την (αφηρημένη) σκέψη – ήταν ο αντιτακτός αντίχειρας, δηλαδή η δυνατότητά του να αγγίζει σφιχτά καθένα από τα υπόλοιπα δάχτυλα του χεριού του. Χάρη στη συγκεκριμένη ικανότητά του ο άνθρωπος κατόρθωσε να αξιοποιήσει τα προϊόντα της διανοίας του και να αναπτύξει πολιτισμό. Φαίνεται, όμως, πως στην εποχή τής τεχνολογικής επανάστασης και της τεχνητής νοημο-σύνης ο αντίχειρας τείνει να μετατραπεί σε εργαλείο μηχανιστικής – αν όχι αντανακλαστικής – συμπεριφοράς τού ανθρώπου. Ο αντίχειρας ίσως να αποτελέσει κεφάλαιο ενός νέου λεξικού. τού λεξικού τής Νέας (Ψηφιακής) Ομιλίας. Μιας Ομιλίας που δε θα ερείδεται στον Λόγο (τη Γλώσσα), αλλά σε εικονιστικά σύμβολα ψυχικών καταστάσεων σημαντικά. Ίσως σήμερα να βιώνουμε την επόμενη φάση τής εξέλιξης του ανθρώπου: Από τον homo sapiens στον homo likens.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου