Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Υποδείγματα κριτηρίων Νέων Ελληνικών (Γλώσσας και Λογοτεχνίας) σύμφωνα με τις νέες τροποποιήσεις





ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ

Το φετίχ και το παλάτι μας
Έχουμε μεταμορφωθεί σε ανθρώπους-χελώνες, έτσι διαρκώς κλεισμένοι στο Ι.Χ. μας. Η καμπάνα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και το κυκλοφοριακό αδιαχώρητο χτυπά και ξαναχτυπά, αλλά εμείς ακόμα πηγαίνουμε παντού με το αυτοκίνητό μας. Διανύουμε εποχούμενοι αποστάσεις κάτω του ενός χιλιομέτρου 9 φορές παραπάνω από τους Ιταλούς και 11 φορές παραπάνω από τους Πορτογάλους, τους Ολλανδούς και τους Βέλγους. Γιατί;
Κατ’ αρχάς γιατί θεωρούμε τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς χάσιμο χρόνου (τον οποίο, εν τέλει, σπάνια εξοικονομούμε). Δεύτερον, από αγοραφοβία. Τρίτον, γιατί με το αυτοκίνητο είναι πιο άνετα (ο ορισμός μας για τη βολή είναι η με κάθε τρόπο διατήρηση του σώματος στην καθιστή στάση). Τέταρτον, γιατί τονώνει τον μικροαστικό εγωισμό μας - μέσα στο Ι.Χ. μας είμαστε εμείς τ’ αφεντικά. Πέμπτον, γιατί το Ι.Χ. είναι η κοινωνική μας ταυτότητα - από αυτό δρέπουμε αυτοπεποίθηση, κύρος, αλλά και ένα φανταστικό αντιστάθμισμα στην καθημερινή μετριότητα. Έκτον, γιατί είμαστε βαθιά και αθεράπευτα ατομικιστές - η μετακίνηση αποκλειστικά και μόνο με το Ι.Χ. είναι η πιο εμφανής, θορυβώδης, ρυπαρή εκδήλωση του ατομικισμού μας, η πιο απτή απόδειξη της κυρίαρχης κουλτούρας.
Μιας κουλτούρας που μάχεται τη συλλογικότητα, την επαφή με το δημόσιο χώρο, την απόλαυση του βάδην στην πόλη, την κυριαρχία του πεζού στο δρόμο, την καθαρή ατμόσφαιρα, που, στο όνομα της απόλυτης άνεσης, παγιδεύει το σώμα σε ένα κονσερβοκούτι. Θύματα του πιο αφανούς ιμπεριαλισμού, αυτοϊκανοποιούμαστε με την ψευδαίσθηση της ατομικής μας κυριαρχίας. Προστατευμένοι μέσα στο μυθοποιημένο μεταλλικό οχυρό μας (φενάκη, αφού με την παραμικρή στραβοτιμονιά αυτό μπορεί να γίνει συντρίμμια), υποσκάπτουμε τη ζωή τη δική μας και των άλλων. Το γνωρίζουμε, αλλά συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε. Στη ζυγαριά «βαραίνει» η προσωπική μας βολή.
(…) Σε άλλες κοινωνίες έχουν αποπειραθεί να βάλουν φραγμούς και όρια στον «ιμπεριαλισμό» του αυτοκινήτου με εισπρακτικά μέτρα. Θέλεις να μπεις στο κέντρο; Μπορείς να το κάνεις, αν προπληρώσεις (ως τα μεσάνυχτα της προηγούμενης μέρας) 8 λίρες, λένε στο Λονδίνο. Αν δεν το κάνεις και πληρώσεις αφότου εισέλθεις, το ποσό ανεβαίνει (ώς το τέλος της επόμενης) στις 10 λίρες και επαυξάνεται ανάλογα με την καθυστέρηση στην εξόφληση. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε επανάσταση στην Αθήνα, όπου οι 7 στους 10 κυκλοφορούμε ελεύθερα με τις αυτοκινητάρες μας (τα μισά Ι.Χ. είναι πάνω από 1.400 κυβικά) κάθε μέρα στο κέντρο (σε ποσοστό 61% έχουμε 2-3 αυτοκίνητα στην οικογένεια, άρα δεν έχουμε πρόβλημα δακτυλίου), ρυπαίνοντας στο μέγιστο δυνατό - δεν τα ελέγχουμε, με αποτέλεσμα να εκλύονται περισσότερα καυσαέρια, πράγμα το οποίο συμβαίνει κι όταν μετακινούμαστε με αργές ταχύτητες ή ψάχνουμε για παρκάρισμα.
Το αυτοκίνητο είναι το φετίχ και το παλάτι μας. Στα μέσα μαζικής μεταφοράς νιώθουμε κακομοίρηδες. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η λύση του προβλήματος, για όποιον θελήσει να την αναζητήσει...
Τασούλα Καραϊσκάκη, από τον Τύπο, συντομευμένο

ΘΕΜΑ Α

1. Με βάση το κείμενο, να επαληθεύσετε ή να διαψεύσετε τις παρακάτω διαπιστώσεις, γράφοντας στο τετράδιό σας δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Χρησιμοποιούμε διαρκώς το αυτοκίνητό μας λόγω του κυκλοφοριακού προβλήματος.
β. Η χρήση του αυτοκινήτου είναι συνάρτηση του ατομικιστικού τρόπου ζωής.
γ. Η προσωπική άνεση υπερτερεί του συλλογικού καλού.
δ. Θα ήταν πράγματι ευπρόσδεκτο μέτρο η θέσπιση διοδίων στο κέντρο της Αθήνας.
ε. Οι εκπομπές καυσαερίων οφείλονται στις υψηλές ταχύτητες που αναπτύσσουν τα σύγχρονα αυτοκίνητα.
(3Χ5=15 μον.)
Εναλλακτικά:
- Πώς εξηγείτε τον τίτλο με βάση το περιεχόμενο του κειμένου; (15 μον.)
- Να βρείτε το είδος του κειμένου που σας δόθηκε και να καταγράψετε τρία διαφορετικά γνωρίσματά του που να τεκμηριώνουν την απάντησή σας. (15 μον.)


2. Να πληροφορήσετε τους συμμαθητές σας για το περιεχόμενο του δημοσιεύματος που διαβάσατε σε ένα κείμενο-ομιλία που να μην υπερβαίνει τις 100 λέξεις.
(15 μον.)

ΘΕΜΑ Β

1. α) Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η τρίτη παράγραφος («Μιας κουλτούρας … βολή»). Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. (μον. 3)
β) Με ποιον τρόπο συνδέονται η δεύτερη και η τρίτη παράγραφος; (μον. 3)
γ) Να γράψετε έναν πλαγιότιτλο στην παρ. 4 («Σε άλλες κοινωνίες … παρκάρισμα»). (μον. 4)

2. α) Τι δηλώνουν τα σημεία στίξης στις παρακάτω περιπτώσεις: (μον. 4)
·         το ενωτικό: ανθρώπους-χελώνες
·         τα εισαγωγικά: στον «ιμπεριαλισμό» του αυτοκινήτου
·    η παρένθεση: (φενάκη, αφού με την παραμικρή στραβοτιμονιά αυτό μπορεί να γίνει συντρίμμια)
·         τα αποσιωπητικά: Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η λύση του προβλήματος, για όποιον θελήσει να την αναζητήσει...       

β) Ποια ρηματικά πρόσωπα χρησιμοποιεί η συντάκτρια στην τέταρτη παράγραφο («Σε άλλες κοινωνίες … παρκάρισμα»). Εξηγήστε τις επιλογές της. (μον. 6)


3. α) Να γράψετε τρεις (3) προτάσεις με τις παρακάτω λέξεις, ώστε να φαίνεται καθαρά η σημασία τους:
φενάκη, υποσκάπτουμε, εθελοτυφλούμε.  (μον. 6)
β) Να γράψετε δύο (2) λέξεις-φράσεις που χρησιμοποιούνται μεταφορικά. (μον. 4)

(30 μον.)

ΘΕΜΑ Γ

Γ. Σε ένα άρθρο (300-350 λέξεων) για την εφημερίδα του σχολείου σας, εξετάζετε τις αιτίες και προτείνετε πιθανούς τρόπους μείωσης των τροχαίων, των οποίων θύματα είναι κυρίως άτομα νεαρής ηλικίας.
(40 μον.)

Εναλλακτικά:
Στον Δήμο της περιοχής σας διεξάγεται συζήτηση για την πιθανότητα να μπουν διόδια στο κέντρο της πόλης, ώστε να μειωθεί η κίνηση των αυτοκινήτων. Επιχειρηματολογήστε σε ένα κείμενο δύο παραγράφων για τα υπέρ και τα κατά αυτής της πρότασης.


ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΟ: Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Πίστομα[1] (1898)

Το «Πίστομα», από τα Διηγήματα "Kορφιάτικες ιστορίες", εντάσσεται λογοτεχνικά στο είδος της «ρεαλιστικής αγροτικής» ηθογραφίας. Τα στοιχεία που δομούν το συγκεκριμένο διήγημα ― αφανή και εμφανή ― είναι οι χαρακτήρες του, το περιβάλλον, συγκεκριμένες αναφορές σε ήθη, η ματιά ή η στάση του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα που αφηγείται, οι ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές ή πιέσεις της εποχής στην οποία γράφτηκε, τα στοιχεία, εν τέλει, που συνθέτουν την προσωπικότητα του συγγραφέα.

Όταν ύστερα από την αναρχία πού 'χεν ανταριάσει[2] τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
      Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Tο πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά[3] κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
      O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν[4] ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν[5] ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
      Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια[6], κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, το 'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
      Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
      "Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου[7] πρέπουν. Eίναι το παιδί τούτο δικό σου; Nαι; Mα όχι δικό μου! Mε ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"
      T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας[8].
      "Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα[9] μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θα 'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος[10], και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε[11]. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."
      Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε[12]. Eτσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:
      "Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T' όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
      Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε[13]. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
      Tην άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
      "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού 'χουν αρπάξει, καθώς μού 'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."
      "Tον σκότωσες!"
      Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε[14].
      Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.
      Kαι φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή[15] βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
      Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά[16] και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
      Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
      "Bάλ' το πίστομα μέσα.

ΘΕΜΑ 1ο
α. Ποιες πράξεις του Κουκουλιώτη συνδέονται με τον τίτλο του διηγήματος; Τι άνθρωπο δείχνουν οι πράξεις του σύμφωνα με το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής; Η απάντησή σας να μην υπερβαίνει τις 60 λέξεις.
(μον. 15)

β. Με βάση το κείμενο να σημειώσετε (Σ) για τη σωστή και (Λ) για τη λανθασμένη πρόταση. Να δικαιολογήσετε όλες τις απαντήσεις σας με αναφορές στο κείμενο (1 μονάδα για κάθε απάντηση και 2 μονάδες για την επαρκή αιτιολόγηση):
         i.            Το μωρό είναι το κέντρο βάρους στην πυκνή αφηγηματική τεχνική του Θεοτόκη.
        ii.            Στο διήγημα εντοπίζεται σύμπτωση ανάμεσα στο εθιμικό και το γραπτό δίκαιο.
      iii.            Ο συγγραφέας σχολιάζει τις πράξεις των ηρώων του.
      iv.            Η γυναίκα ζητά επιείκεια για την ίδια και το παιδί της.
        v.            Η συμπεριφορά του Κουκουλιώτη καθορίζεται και από τις κοινωνικές και από τις βιολογικές πιέσεις.
(μον. 15)

ΘΕΜΑ 2ο
α. Να εντοπίσετε τα εκφραστικά μέσα και να δηλώσετε τη λειτουργία τους:
·         εμπήκε σα θανατικό
·         Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του
·         το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη
·         κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου
·         το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.

(μον. 15)

β.  «Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι…»: Στο παραπάνω χωρίο ο Κ. Θεοτόκης χρησιμοποιεί μια αφηγηματική έλλειψη. Να δικαιολογήσετε την επιλογή αυτή του συγγραφέα.
(μον. 10)

γ. «Ο άνθρωπος τούτος … αγαπούσε»: Τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση της αναδρομικής αφήγησης στο συγκεκριμένο χωρίο;

(μον. 5)

ΘΕΜΑ 3ο

T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας[17].
      "Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα[18] μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θα 'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος[19], και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε[20]. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."

Με βάση το παραπάνω χωρίο:
α) Αναπτύξτε τις απόψεις σας για τη θέση της γυναίκας στις αγροτικές κοινωνίες του παρελθόντος και τους παράγοντες που καθόριζαν τη συμπεριφορά της. (μον. 20)
β) Γράψτε σε α’ ενικό πρόσωπο την απάντηση που θα έδινε μια σύγχρονη γυναίκα στον άντρα της ο οποίος είχε εξαφανιστεί και για χρόνια δεν είχε δώσει σημεία ζωής. (μον. 20)
 (μον. 40)







[1] Πίστομα: μπρούμυτα
[2] ανταριάζω: αναστατώνω
[3] αγκαλά: συνάμα
[4] ρεμπελεύω: γίνομαι άνω κάτω
[5] αξαίνω: μεγαλώνω
[6] τέλεια: εντελώς
[7] αγκαλά και: παρόλο που
[8] λουχτουκιώ: κλαίω με λυγμούς
[9] φταίσμα: φταίξιμο
[10] αδύνατο μέρος: γυναίκα και παιδιά
[11] αντρειεύομαι: τα βάζω με κάποιον
[12] αντικόφτω: διακόπτω
[13] αναντρανίζω: κοιτάζω με προσήλωση
[14] πληθαίνω: δυναμώνω
[15] πρωτυτερνή: προηγηθείσα
[16] γουλί: χαλίκι
[17] λουχτουκιώ: κλαίω με λυγμούς
[18] φταίσμα: φταίξιμο
[19] αδύνατο μέρος: γυναίκα και παιδιά
[20] αντρειεύομαι: τα βάζω με κάποιον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου