διήγημα
του Κώστα Γεωργάκη
Έβρεχε πολύ κείνη τη χειμωνιάτικη
νύχτα. Καθισμένος στο γραφείο του πλάι στο καλοριφέρ διόρθωνε τα γραφτά του για
την επαρχιακή εφημερίδα που δούλευε. Διάβαζε μεγαλόφωνα μια παράγραφο κοντά στο
τέλος:
«… περίοδος των τελευταίων
πενήντα ετών κατά την οποίαν ο άνθρωπος κατόρθωσε να εξαπολύει ους πυραύλους τους
εις το διάστημα, να καταδύεται διά των υποβρυχιών του εις τα απύθμενα βάθη,
μπορεί να ονομαστεί “χρυσή εποχή” της ανθρώπινης ιστορίας».
Ένα κουδούνισμα τον διέκοψε.
Βγήκε στον διάδρομο και κοίταξε
από το «μάτι» της πόρτας. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε η έκπληξη.
Άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα τσιγγανάκι 7-8 χρονών. Φορούσε κάτι
κουρέλια σκισμένα εδώ κι εκεί… βρώμικο.
Στάθηκε λίγη ώρα σιωπηλός καθώς το τσιγγανάκι τον κοιτούσε παρακλητικά με την
παλάμη απλωμένη.
- «Πεινάω
κύριε», κι αυτός άκουγε αυτό το «πεινάω κύριε» σαν «γιατί κύριε»; Ήταν η
προδιάθεση. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε.
- Το
παιδί τον κοίταζε σαν να είχε κάνει να κάνει με τρελό. Έπειτα ψέλλισε ένα «ευχαριστώ
πολύ» και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες της
πολυκατοικίας.
- Στάθηκε
για λίγο στο κατώφλι της πόρτας. Έπειτα μπήκε στο γραφείο του. Πήρε τα γραφτά του και τα πέταξε στο δρόμο… στη
βροχή. Χρειάζεται πολύ νερό για να καθαριστούνε –σκέφτηκε- κι έκλεισε το
παράθυρο.
(αναδημοσίευση από το περ. "πόρφυρας", τεύχος 163-164)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου