Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Το "εντός" μέσα στο "εκτός"


Ξεκινώ με τους αποφθεγματικού χαρακτήρα στίχους του Ελύτη από τη μεταθανάτια ποιητική συλλογή του "Εκ του πλησίον": 
Το πείσμα είναι υγεία. Είναι πρωινή γυμναστική που πρέπει να την κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων. (σ. 70)
Η εικόνα της τίγρης του Ούγγρου ζωγράφου Βικτώρ Βαζαρελί που κοσμεί το ευφάνταστο εξώφυλλο, με την αγριότητα και την ορμή της, έχει τη δύναμη -κατά τους Κινέζους- να διώχνει τους δαίμονες της ασθένειας και της φθοράς. 

Πενήντα επτά μικρές ιστορίες κατανεμημένες σε επτά ενότητες περιλαμβάνει το άρτι εκδοθέν βιβλίο της Εύας Μαθιουδάκη, από Τό Ροδακιό. Τίτλος-εξώφυλλο-διηγήματα σε πλήρη αρμονία. Γιατί το άθλημα της γραφής αφορά πρωτίστως την ψυχή. Μια γυμναστική που χαρίζει υγεία στο πνεύμα, κάθαρση αληθινή. Και για τον συγγραφέα και για τον επαρκή αναγνώστη, η δύναμη της αφήγησης είναι καταλυτική. Το κλειδί που σε αφήνει να ανοίξεις το κιβώτιο της μνήμης που κουβαλάς και να ανακαλύψεις σκουριασμένα αυτοκινητάκια ή ταλαιπωρημένες κούκλες. 

Μια συνομιλία της συγγραφέως με τα πολλά κάτοπτρα του εαυτού της. Με εναλλασσόμενες συνειρμικές συνδέσεις (ομοιότητας/διαφοράς/χρόνου) περνά από το παρόν στο παρελθόν και πάλι στο παρόν. Για να κατανοήσει τι άλλαξε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πόσο λησμονήσαμε την αξία  του ολίγιστου και του "άχρηστου", αλλά γι' αυτό τόσο σημαντικού και σπάνιου. 

Στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής τίποτα το ουσιαστικό δεν συμβαίνει στην επιφάνεια. Κι όμως, άμα διαβάσεις πίσω από τις λέξεις, ανάμεσα στις σιωπές, ένα παλιρροϊκό κύμα εντάσεων, συγκρούσεων, ματαιώσεων, ακατανίκητης ελπίδας για ζωή θα σε συγκλονίσει. Ένα τσουνάμι υγιούς πείσματος των προσώπων να παλέψουν για να ζήσουν σε ένα παρόν καταθλιπτικό, σε μια πόλη που καταπίνει τα όνειρα, που ακυρώνει την ίδια τη ζωή. 

Στιγμιότυπα καθημερινά, κοντινά πλάνα στους ανθρώπους που συχνά προσπερνάμε δίχως να καταδεχτούμε να γυρίσουμε το κεφάλι. Μα η Μαθιουδάκη ξέρει από ποια απόσταση πρέπει να παίρνει τα φλου ή τα πανοραμίκ πλάνα και πώς να χειρίζεται το μοντάζ. Και η τέχνη της φωτογραφίας είναι αυτή που δίνει ντοκιμαντερίστικο συχνά χαρακτήρα στη γραφή. Είναι αυτή που κάνει την αφηγηματικότητα του κειμένου να προσεταιρίζεται πότε το χρονογράφημα, πότε το πεζογράφημα, πότε την αφαιρετική ποίηση. 

Όσο για τη γλωσσική σκευή της Μαθιουδάκη η εξέλιξή της από το πρωτόλειο, τη νουβέλα "Αυτός ο ένας, ο Αρίστος" (Γαβριηλίδης, 2014), είναι αξιοσημείωτη. Με θερμοκρασία φωνής κατά κανόνα θερμή, με συντακτική σειρά εναλλασσόμενη (άλλοτε ορθή, άλλοτε κλονισμένη), με βραχύ αλλά και εκτενές μήκος φράσης, με ύφος προφορικό, διανθιζόμενο από λέξεις ξενικές αλλά και ιδιωματικές, και με εκφραστικά μέσα τη μεταφορά και την παρομοίωση που εκπλήσσουν ευχάριστα. 
Την είχε φάει τη ζωή με την κουτάλα, την ήξερε μέσα κι έξω την ανεργία σαν το ποτό ένα πράγμα, σαν την κακιά συνήθεια που σε τραβάει όλο κάτω και ένα πρωί ξυπνάς και λες θα τον πιάσω τον ταύρο από τα κέρατα και την επομένη βουλιάζεις στου καναπέ τις αράχνες. (σ. 83)
Όταν λίγο αργότερα μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφισε και τα βλέφαρά της μ' εκείνο το καινούριο θαλασσί μολύβι και τα έκανε βάρκα και πανί στον ορίζοντα για να τον φτάσουν, να τον προλάβουν, να προλάβει, τότε μόνο κατάλαβε ότι το πέλαγος είναι βαθύ και αλλού αφρίζει και φουρτουνιάζει και αλλού μαυρίζει και σκιρτά και αλλού τρέχει το λουλάκι του για να ξεπλύνει και να ασπρίσει μίλια και μίλια δάκρυ, για να φτάσει να ξεπλύνει και το δικό της που κυλούσε τωραδά βουβά στο μάγουλό της. (σ. 122/3)
Κι όμως τα φώτα άστραψαν παγωμένα σαν τα λεπίδια που περίμεναν στην αποστειρωμένη πράσινη ποδιά. (σ. 79)
Και έτρεχαν τα πόδια της μηχανικά μέχρι το σταθμό, σαν να 'χε καταπιεί κουtάλα στραβή νικελένια. Μπήκε στο τρένο της επιστροφής και είχε σηκωθεί ένας αέρας διαβάτης με σκόνη αφρικανική, ήταν και το φεγγάρι εκεί μπαλόνι και έτρεχε και αυτό πάνω από τις ράγες και τους σταθμούς και είχε βουρκώσει και έτσουζαν τα μάτια και η μύτη της και είχε συννεφιάσει πολύ. (σ. 101)
Οι ηλικιωμένοι αναζητούν τη χειρaψία, σαν τους φαροφύλακες και τους φαντάρους που παν στον κουρέα για να νιώσουν ένα χέρι, να νιώσουν ζωντανοί. Οι επαίτες, πάλι, τη ματιά μας. Σκέτος ο οβολός βροντοκοπά ντροπή - περνάς και δεν κοιτάς. (σ. 19)
Επίπεδη χαλκομανία η καθημερινότητα. (σ. 14) / Στο ταμείο, ξεφτισμένη τώρα η ούγια της χαράς της (σ. 15)

Το πρώτο δείγμα γραφής της Μαθιουδάκη στη μικρή φόρμα είναι ελπιδοφόρο. Αρκεί να το καλλιεργήσει περαιτέρω. Γιατί η μικρή φόρμα είναι δύσκολη και απαιτεί αφοσίωση. Τα διηγήματα "Ποιος το ξέρει", "9/11", "Τα υδραυλικά", "Οι Μπαλαντέρ", "Η αναπηρική", "Το διυλιστήριο" είναι μικρά αριστουργήματα και σίγουρα μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη συγγραφέα, αρκεί να συγκρατήσει τον εκβιαστικό συναισθηματισμό που επιπολάζει σε -ευτυχώς- ελάχιστα σημεία.

 Διάβασα το βιβλίο με συντροφιά τους ήχους των Anathema.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου