Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

«Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής Εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές», της Μίκας Χαρίτου- Φατούρου


της Ελένης Πατσιατζή
Συνοπτική  επισκόπηση του περιεχομένου του βιβλίου

Αποτέλεσμα εικόνας για μικα φατουρου ο βασανιστης
Το βιβλίο της Μίκας Χαρίτου- Φατούρου «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής Εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές» ξεκινά με ένα σύντομο προοίμιο του καθηγητή του Παν/μίου του Stanford, Philip G. Zimbardo, ιδιαίτερα γνωστού για το Πείραμα Φυλακής που οργάνωσε το 1971, στη σχολή Ψυχολογίας του Stanford, για να διερευνήσει τις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε δεσμοφύλακα ή σε φυλακισμένο. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο S. Milgram σε πολλές μελέτες τους, απέδειξαν αυτό που αναδείχθηκε και μέσα από την έρευνα της Χαρίτου-Φατούρου, ότι, δηλαδή, η πλειοψηφία των ανθρώπων μπορεί να οδηγηθεί στην τυφλή υπακοή στις επιταγές της εξουσίας κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Η έρευνα της Χαρίτου-Φατούρου βασίστηκε στις συνεντεύξεις δεκαέξι πρώην Στρατονόμων που υπηρέτησαν κατά τη δικτατορία, οι οποίοι είχαν υποβληθεί στην ίδια εκπαίδευση, αν και δεν έγιναν όλοι βασανιστές. Το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο προσπάθησε να απαντήσει η έρευνα είναι πώς γίνεται ένας άνθρωπος ικανός να προκαλεί πόνο σε κάποιον άλλον άνθρωπο χωρίς τύψεις και συχνά με ευχαρίστηση (Χαρίτου-Φατούρου 2012:18). Απώτερος στόχος της έρευνας ήταν να προσφερθούν λύσεις πρόληψης, καθώς το θέμα των βασανιστηρίων δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο αλλά διεθνή πρακτική.
Στο Κεφάλαιο 1 τίθεται το προαναφερθέν ερώτημα και καταγράφεται το μέγεθος του προβλήματος, καθώς η χρήση βασανιστηρίων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε πολλές χώρες του κόσμου, ιδίως όπου κυριαρχούν στρατιωτικά καθεστώτα. Οι ετήσιες εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας καταγράφουν περιστατικά βασανισμών και χρήσεις βίας ακόμη και σήμερα. Στο Κεφάλαιο 2 αναφέρεται η μεθοδολογία (άτυπες ημιδομημένες συνεντεύξεις) που χρησιμοποιήθηκε καθώς και το θεωρητικό πλαίσιο, που σε μεγάλο βαθμό τονίζεται πως είναι συμπεριφορικό. Καταγράφεται αναλυτικά το προφίλ των ερωτώμενων (καταγωγή, μορφωτικό επίπεδο) καθώς και το προσωπικό ιστορικό. Τονίζεται η προσπάθεια κάλυψης θεμάτων όπως η τυπική μέρα στο κέντρο εκπαίδευσης, η προπαγάνδα, οι διαδικασίες στρατιωτικής εκπαίδευσης, οι σκέψεις και τα αισθήματα των εκπαιδευομένων, οι τιμωρίες και οι ανταμοιβές, η συγκινησιακή συμπεριφορά καθώς και τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης ακόμα και στο φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον των ερωτώμενων. Στο Κεφάλαιο 3 ο αναγνώστης ενημερώνεται διεξοδικά για το ιστορικό συγκείμενο καθώς η ερευνήτρια καταγράφει το ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας κατά τον 20ο αι, εστιάζοντας στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κλίμα καθώς και στην πολιτική αστάθεια της δεκαετίας του 1960 που οδήγησε στη δικτατορία αλλά και το πολιτικό, κοινωνικό κλίμα της εποχής της χούντας, με έμφαση στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Το Κεφάλαιο 4 αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου, αφού σε αυτό παρουσιάζεται και αναλύεται διεξοδικά η λειτουργία του ΕΑΤ/ΕΣΑ, οι τρόποι επιλογής και εκπαίδευσης των βασανιστών καθώς και οι τελετές «μύησης». Καθίσταται σαφές στο κεφάλαιο αυτό πως η προσεκτική προετοιμασία του θύτη, όσον αφορά στις τεχνικές των βασανιστηρίων και στην αρνητική στάση του απέναντι στο θύμα, διευκολύνεται μέσα από συγκεκριμένα συμφραζόμενα και θεσμικούς κανόνες της εξουσίας. Στο Κεφάλαιο 5 η ερευνήτρια επικεντρώνει την προσοχή της στην ανάλυση της περίπτωσης ενός υψηλόβαθμου βασανιστή στο ΕΑΤ/ ΕΣΑ, του  «Α», ενός από τους γνωστότερους και βιαιότερους βασανιστές, ενώ στο Κεφάλαιο 6 παρουσιάζονται και οι υπόλοιπες περιπτώσεις βασανιστών (περιστασιακών και μη) και η ειδική εκπαίδευσή τους. Στο Κεφάλαιο 7 η Χαρίτου- Φατούρου αναφέρει τις κυριότερες ψυχολογικές θεωρίες σχετικά με τις καταβολές των βασανιστηρίων αποδομώντας τις θεωρίες περί προδιάθεσης αλλά και καταδεικνύοντας τις αδυναμίες της θεωρίας του προσωπικού αυταρχισμού του Adorno. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο μελετάται ιδιαίτερα η φύση και η έκφραση της επιθετικότητας καθώς και ερμηνείες γύρω από αυτή για να καταδειχθεί πως, πέρα από τα αναμενόμενα, τα βασανιστήρια δεν είναι γενικά επιθετική πράξη αλλά πράξη που στηρίζεται σε μια άλλη δόμηση της συμπεριφοράς και νοηματοδότησης των πράξεων. Δίδεται ακόμη ιδιαίτερη έμφαση στην υπακοή στην εξουσία και γίνεται αναφορά στις μελέτες του Milgram και στον συσχετισμό των πορισμάτων του με την κατάσταση που επικρατούσε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο Κεφάλαιο 8 αναδεικνύονται εμφαντικά οι ειδικές διαδικασίες μάθησης για τη δημιουργία απαιτούμενων δεξιοτήτων και στάσεων που θα επιτρέψουν την αύξηση της ενδοτικότητας προς την εξουσία και τη συμμόρφωση. Συγκεκριμένα επινοήματα αναλύονται διεξοδικά ώστε να γίνει κατανοητή η επίτευξη της απεξατομίκευσης του θύτη και της απανθρωποποποίησης του θύματος. Πλήθος βιβλιογραφικών αναφορών καταγράφονται για τη θεωρητική στήριξη των πορισμάτων της έρευνας με κυρίαρχες όσες πιστοποιούν τη λεγόμενη «κοινοτοπία του κακού», όπως την ανάδειξε η Arendt. Το Κεφάλαιο 9 είναι σχεδόν αφιερωμένο στις «διαβατήριες» τελετές των προβιομηχανικών κοινωνιών, στα στάδιά τους, όπως τα έχει καταδείξει η ανθρωπολογική έρευνα, καθώς και στις αναλογίες που αυτές οι τελετές εμφανίζουν με τις τελετές «μύησης» των εκπαιδευόμενων στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Καταγράφονται ανάλογες «τελετουργίες» και στην εκπαίδευση επίλεκτων σωμάτων στρατού σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Το τελευταίο κεφάλαιο εκπλήσσει θετικά με το ουμανιστικό περιεχόμενό του και την κατάδειξη πως και οι βασανιστές όχι μόνο είναι «συνηθισμένοι» άνθρωποι αλλά και τα θύματα συγκεκριμένης εκπαίδευσης και συνθηκών κοινωνικού περιβάλλοντος.


Η εικόνα του βασανιστή, όπως την καταγράφουν οι μαρτυρίες θυμάτων και η τέχνη της εποχής
Η εικόνα του βασανιστή στους μεταπολεμικούς χρόνους, ιδίως στους τόπους εξορίας (Μακρόνησος, Άη-Στράτης κ.α.) αποτυπώνεται γλαφυρά στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή των εξορίστων (Μ. Λουντέμης, Γ. Ρίτσος κ.ά), στο έργο «Λοιμός» του Α. Φραγκιά αλλά και στα χαρακτικά του Γ. Φαρσακίδη (Εικόνα 1). Η χρήση των βασανιστηρίων δεν ήταν, επομένως, ένα «εφεύρημα» της δικτατορίας των Συνταγματαρχών αλλά μια πρακτική, το συνεχές της οποίας «τελειοποιήθηκε» μέσα από τη χρήση συγκεκριμένων τεχνικών εκπαίδευσης των υποψήφιων βασανιστών στα ΚΕΣΑ (Κέντρα Εκπαίδευσης Στρατιωτικής Αστυνομίας) και ειδικότερα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα/ Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία). Η ΕΣΑ συστάθηκε το 1951, λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ενώ μετά το πραξικόπημα του 1967 αποτέλεσε τον κύριο βραχίονα του καθεστώτος, ως μηχανισμός συλλογής πληροφοριών και καταστολής. Διεθνής υπήρξε η κατακραυγή για τη δράση και λειτουργία της (Εικόνα 3). Διαλύθηκε το 1974 και τα ηγετικά μέλη της που συμμετείχαν στα βασανιστήρια οδηγήθηκαν σε δίκη σε στρατοδικείο (Εικόνα 4). Μετά την πτώση της χούντας κατατέθηκαν μηνύσεις εναντίον συνολικά 150 αστυνομικών-βασανιστών, ωστόσο στο εδώλιο του κατηγορουμένου έφθασαν μόνο δεκαέξι εκ των οποίων άλλοι αθωώθηκαν στα Εφετεία κι άλλοι καταδικάσθηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές παρά τη σοβαρότητα των σωματικών βλαβών που υπέστησαν τα θύματά τους, όπως ο Σπύρος Μουστακλής (Εικόνα 2).
Πολλαπλές μαρτυρίες στη δίκη των βασανιστών ανέδειξαν μιαν απάνθρωπη, αποκρουστική εικόνα της ομάδας των  εντεταλμένων οργάνων της δικτατορίας που ενεργούσαν σύμφωνα με σαφείς οδηγίες. Τραγούδια, όπως «Το σφαγείο» του Μ. Θεοδωράκη, αποτύπωσαν τη φρίκη των βασανιστηρίων μέσα και από τη γλώσσα της μουσικής. Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του Π. Κοροβέση στο έργο του «Ανθρωποφύλακες», όπου όχι μόνο περιγράφονται τα φριχτά βασανιστήρια που υπέστη αλλά και κατονομάζονται οι βασανιστές του. Αξιοσημείωτη, ωστόσο, είναι η αναφορά του πως «Στους τρεις κρατούμενους οι τρεις είχαν βασανισθεί. Σου έκανε εντύπωση η ποικιλία των μεθόδων που είχε χρησιμοποιηθεί. Σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας υπήρχε μια χωροφυλακή ή μια ασφάλεια ή ένα σώμα στρατού, που συστηματικά και αδίστακτα βασάνιζε μέχρι θανάτου καθένα που θα μπορούσε, έστω και μελλοντικά, να γίνει «επικίνδυνος»… Ήτανε ξεκάθαρο πως δεν ήταν η μανία ενός διεστραμμένου βασανιστή αλλά μια επίσημη, συγκεκριμένη πολιτική ενέργεια, που είχε σαφή και καθορισμένο στόχο» (Κοροβέσης 1994:136). Ο Π. Κοροβέσης, ο οποίος αγνοούσε τα βασανιστήρια στα οποία είχαν υποβληθεί προηγούμενα, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους, οι βασανιστές του, έχει αντιληφθεί πως πίσω από τα πρόσωπα και τις ενέργειες των βασανιστών δεν υφέρπει κάποια σαδιστική παρεκτροπή ελάχιστων στρατιωτικών αλλά εμφιλοχωρεί συγκεκριμένη πολιτική εξουσίας, αυτή που αναλύθηκε διεξοδικά από την πρωτοποριακή, για την εποχή της, ψυχολογική και κοινωνική μελέτη της  Μ. Χαρίτου- Φατούρου.

Η επιστημονική προσέγγιση της Μίκας Χαρίτου-Φατούρου
Η Μ. Χαρίτου-Φατούρου, αφού προσδιόρισε με ακρίβεια το κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο της δικτατορίας και το ιστορικό υπόβαθρο που ανέδειξε το ολοκληρωτικό καθεστώς, κατέγραψε αναλυτικά τους τρόπους με τους οποίους τα υποκείμενα που υποβάλλονταν σε μια πολύ συγκεκριμένη στρατιωτική εκπαίδευση μετέβαλαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη συμπεριφορά τους μέσα από την επίδραση  κοινωνικοψυχολογικών διαδικασιών στο πλαίσιο λειτουργίας της ενδοομάδας στην οποία εντάσσονταν και μετατρέπονταν σε «βασανιστές». Το συγκλονιστικό συμπέρασμα της έρευνάς της ήταν πως οποιοσδήποτε θα μπορούσε να γίνει βασανιστής, αν ήταν το θύμα ενός προσεκτικά σχεδιασμένου συστήματος εκπαίδευσης, αναδεικνύοντας έτσι τη σημασία του καταστασιακού πλαισίου για την επιτέλεση πράξεων αδιανόητων ή αποδιδόμενων συνήθως σε ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες.
Σε ανάλογο  συμπέρασμα είχε καταλήξει νωρίτερα ο  S. Milgram ο οποίος, μελετώντας μέσω των διάσημων πειραμάτων του την υπακοή στην εξουσία και την ενδοτικότητα σε συνθήκες πίεσης, τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία της πίεσης της κοινωνικής συνθήκης σε ανθρώπους που υπακούν σε διαταγές, καθώς θεωρούσε πως η υπακοή είναι βασικό στοιχείο της δομής της κοινωνικής ζωής και ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τη συμπεριφορά (Wetherell 2005:45). Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα της Μ. Χαρίτου-Φατούρου κατέδειξε πως  οι βασανιστές, υπακούοντας σε μια «εξουσία βίας», είναι πρόσωπα που εκτελούν διαταγές, σεβόμενοι την ιεραρχία της ομάδας και τις κανονιστικές πιέσεις του συγκεκριμένου περιβάλλοντος, θεωρώντας παράλληλα πως με τη δράση τους εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, απέδειξε πως ένας βασανιστής δεν χρειάζεται να έχει μια συγκεκριμένη προσωπικότητα. Άλλωστε, οι νέοι που επιλέγονταν από τους νεοσύλλεκτους για να εκπαιδευτούν ως βασανιστές δεν περνούσαν προηγουμένως από ιδιαίτερα ψυχολογικά tests αλλά αρκούσε να είναι «υγιείς, ψηλοί, δυνατοί, πρόθυμοι, επίμονοι, ευσυνείδητοι» (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:73). Επίσης, τα φρονήματα αυτών και της οικογένειάς τους έπρεπε να είναι στον χώρο των δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων και να είναι σαφώς αντικομμουνιστικά (ελέγχονταν διεξοδικά ο «φάκελος» της οικογένειας στην Ασφάλεια»). Επομένως, οποιοσδήποτε νέος μιας παραδοσιακής δεξιάς ελληνικής οικογένειας (αγροτικής αλλά και μικρομεσαίας, όπως διαφάνηκε από τις συνεντεύξεις) θα μπορούσε να επιλεγεί για να εκπαιδευτεί για βασανιστής. Στην έρευνα αυτή περιγράφηκαν πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες κοινωνικής μάθησης που εκμηδένισαν την αντίσταση και τις αναστολές των νέων αυτών, τροποποιώντας παράλληλα πεποιθήσεις και στάσεις των υποκειμένων ώστε να συμφωνούν με την κουλτούρα  τρόμου του στρατοπέδου.
Η εκπαίδευση όσων είχαν επιλεγεί μετά το αρχικό στάδιο στρατιωτικής εκπαίδευσης των νεοσυλλέκτων, ξεκινούσε αμέσως μετά την είσοδο  στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και είχε τη μορφή «καψωνιών», άσκησης δηλαδή επάνω τους ακραίας σωματικής και ψυχολογικής βίας. Ο χώρος του ΕΑΤ /ΕΣΑ, ένας χώρος που θυμίζει το «Πανοπτικόν» της φουκωικής προσέγγισης των μηχανισμών εξουσίας, γίνεται ο χώρος μετατροπής του υποκειμένου σε εν δυνάμει βασανιστή. Το υποκείμενο στον πανοπτικό χώρο καθυποβάλλεται σε ένα πεδίο ορατότητας και γίνεται το ίδιο η βάση της ίδιας του της καθυπόταξης (Foucault 1999:60). Είναι χαρακτηριστικό πως οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν από τα παράθυρα των γραφείων τους όλες τις διαδικασίες βασανισμών των νέων οπλιτών (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:86). Οι εκπαιδευόμενοι όφειλαν να πειθαρχούν και να ανέχονται αδιαμαρτύρητα τα βασανιστήρια των «παλαιότερων». Το σώμα τους επομένως γινόταν το πεδίο όπου, όπως αναφέρει ο Φουκώ, συσχετισμοί δυνάμεων ασκούν έλεγχο, το επενδύουν, το δαμάζουν, το βασανίζουν, το υποβάλλουν σε αναγκαστική εργασία, το υποχρεώνουν σε αναγκαστικές τελετές (Foucault 1989:38). Η καθυπόταξη του υποκειμένου γινόταν με τεχνικές  που ο Φουκώ ονομάζει ως «πολιτική τεχνολογία του σώματος» (Foucault 1989:39), δηλαδή μέσω μηχανισμών της εξουσίας που ελέγχουν την υλικότητα των σωμάτων και με κατάλληλες λειτουργίες δημιουργούν πλέγματα σχέσεων, πάντα τεταμένων, ώστε η εξουσία να ασκείται διαρκώς και να παράγει γνώση τέτοια που να αναπαράγει τον πειθαναγκασμό. Τα βασανιστήρια ήταν ο μηχανισμός κατασκευής σωμάτων πειθήνιων, πειθαρχημένων, πολιτικά ελεγχόμενων (Foucault 1989:185). Οι εφαρμοσμένες συνεχείς πειθαρχίες, κατά τον Φουκώ, είναι επινοήσεις της νεωτερικότητας. Ο ίδιος αναφέρει πως το στρατόπεδο συγκέντρωσης (και στο στρατόπεδο ΕΑΤ/ΕΣΑ βρίσκουμε πολλές αναλογίες) ήταν μια ενδιάμεση φόρμουλα ανάμεσα στον μεγάλο τρόμο και στην πειθαρχία, στον βαθμό που επιτρέπει τον εκφοβισμό των ανθρώπων και την υποταγή μέσα σε ένα πειθαρχικό πλαίσιο (Foucault 1987:47).
Η ένταξη στην ενδοομάδα των εκπαιδευομένων γινόταν μέσω των «τελετουργιών» -καψωνιών. Η Μ. Χαρίτου-Φατούρου συσχετίζει τη μυητική αυτή τελετουργία με τις διαβατήριες τελετές (rites de passage), όρο που εισήχθη από τον Arnold Van Gennep στο ομώνυμο έργο του. Οι φάσεις κατά τον Gennep είναι τρεις: α) χωρισμού – από την κοινωνική δομή – (preliminal), β) της μετάβασης ή οριακότητας (liminal) και γ) ενσωμάτωσης (postliminal). Οι εκπαιδευόμενοι, περνώντας το κατώφλι του στρατοπέδου ΕΑΤ/ΕΣΑ όφειλαν να αποκοπούν από την προηγούμενη κοινωνική δομή και τις νόρμες της. Η άφιξή τους συνοδευόταν από μια «τελετή υποδοχής» που περιελάμβανε, όπως προαναφέρθηκε, σωματική και ψυχολογική κακοποίηση από παλαιότερους οπλίτες (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:97). Το πρώτο στάδιο, που διαρκούσε δέκα έως δεκαπέντε ημέρες ήταν το πιο οδυνηρό. Το τελικό στάδιο με την «παράδοση του πηληκίου» είχε εορταστικό χαρακτήρα καθώς εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι γίνονταν «ίσοι». Από την στιγμή της ένταξης στην ομάδα όλοι, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους και το κοινωνικό status των οικογενειών τους (έμφαση στην έννοια της ισότητας εντός της ομάδας), υποβάλλονταν σε ακατάπαυστη σωματική άσκηση και αυθαίρετη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση. Άρα, η «μύηση» και η εκπαίδευση ήταν μια στρεσογόνα διαδικασία απεξατομίκευσης και αναδιατύπωσης των αξιών. Κάθε ικανότητα αντίστασης συνθλιβόταν ακόμη και μέσα από εικονικές εκτελέσεις, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Έτσι, με τον τρόμο και τη σύγχυση, παράλληλα αυξανόταν και το αίσθημα εξάρτησης από τους ανώτερους στην ιεραρχία. Οι κανόνες ήταν άγραφοι, άλλαζαν διαρκώς και επέτειναν τα αισθήματα άγχους και ανασφάλειας. Ό,τι παρέμενε αναλλοίωτο ήταν οι αρχές υπακοής στην ενδοομάδα. Η διαρκώς αυξανόμενη πίεση, η συναισθηματική ατμόσφαιρα τρόμου και οι ακραίες συνθήκες βασανισμού θυμίζουν τις τεχνικές «αναμόρφωσης» της σκέψης που εφαρμόσθηκαν στις πρώιμες μέρες του κινεζικού κομμουνιστικού κινήματος (δεκαετία 1920) στα λεγόμενα «κολέγια της επανάστασης». Κι εκεί ασκούνταν ασφυκτικές πιέσεις σε συγκεκριμένα στάδια συμβολικού θανάτου, υποταγής και αναγέννησης (Wetherell 2012:90) που θυμίζουν τα στάδια του Gennep και τις διαδικασίες που περιγράφει αναλυτικά στην έρευνά της η Μ. Χαρίτου- Φατούρου.
Οι νέοι οπλίτες υφίσταντο μέσω των βασανιστηρίων μια συστηματική απευαισθητοποίηση, ώστε να μετατραπεί ένα απεχθές ερέθισμα σε ουδέτερο ερέθισμα ή ακόμη και σε ευχάριστο, μέσα από τον έπαινο και το αίσθημα του επιτεύγματος, εάν ο κρατούμενός τους αργότερα ομολογούσε (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:107). Η ειδική στολή την οποία φορούσαν, τα προνόμια που αποκτούσαν ως ΕΣΑτζήδες (π.χ. άδειες), μετά το πέρας της εκπαίδευσης,  τους έκαναν να νοιώθουν ξεχωριστοί. Το σώμα τους, η εμφάνισή τους, οι χειρονομίες τους, όλη τη «διάλεκτος του σώματος» (body idiom, κατά Goffman) συνέβαλαν στη διαμόρφωση συγκεκριμένης κοινωνικής αξιολόγησης και ιεράρχησης.
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της «μύησης» στην ενδοομάδα, οι περισσότεροι στρατιώτες ξύριζαν τα κεφάλια τους για να απογυμνωθούν από την παλιά τους ταυτότητα κι αποκτούσαν ψευδώνυμα που τόνιζαν τη νέα τους ταυτότητα και συνέβαλαν στην ανάπτυξη ενδοομαδικής στάσης μέσα στο στρατόπεδο. Σύμφωνα με τον Goffman, οποιαδήποτε δραστηριότητα συνοδεύεται από αλλαγή ονόματος, καταχωρισμένη ή μη, βέβαιο είναι πως σηματοδοτεί σημαντική ρήξη ανάμεσα στο υποκείμενο και στον προηγούμενο κόσμο του (Goffman 2001:130). Γνωρίζουμε από το έργο των Tajfel και Turner πως στο πλαίσιο των ομάδων αλλάζουν οι βάσεις του αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων και η προσωπική ταυτότητα δίνει τη θέση της στην κοινωνική ταυτότητα, καθώς οι άνθρωποι υιοθετούν τα χαρακτηριστικά της ομάδας. Πρόκειται για μορφή αποπροσωποποίησης και αυτο-στερεοτυπικής απόδοσης, δηλαδή για διεργασία επιλογής και υιοθέτησης συνόλου χαρακτηριστικών που μοιάζει με την ανάληψη ρόλων (Wetherell 2005:167). Η μίμηση ρόλου φαίνεται πως αποτελούσε ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα της εκπαίδευσης των Ελλήνων κληρωτών για να γίνουν βασανιστές (Μ. Χαρίτου- Φατούρου 2012: 268).
Η απώλεια της ατομικότητας και η αναπότρεπτη εξάρτηση από την ομάδα φαίνεται και από τις απολογίες στη δίκη των βασανιστών όπου τονιζόταν συχνά όχι ο δικός τους ρόλος  (απεξατομίκευση του θύτη) αλλά εκείνος του ηγέτη, και συγκεκριμένα του διοικητή του στρατοπέδου (Μ. Χαρίτου- Φατούρου 2012: 147). Τα μέλη λειτουργούσαν ομόθυμα, συμμαχώντας συναισθηματικά, μέσα από διαδικασίες προβλητικής ταύτισης με τον ηγέτη (Μ. Χαρίτου- Φατούρου 2012: 94). Η πολύ πρώιμη, προ-οιδιπόδεια, περίοδος ταύτισης με τον πατέρα συνιστά μια παλινδρόμηση συχνή στις ομάδες ενηλίκων (Wetherell 2012: 160). Η μαρτυρία του «Β», επικεφαλής του τμήματος Διώξεων, είναι χαρακτηριστική (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:161). Φοβόταν και αγαπούσε τους εκπροσώπους της εξουσίας, όπως ακριβώς φοβόταν και αγαπούσε τη μητέρα του. Η αμφιθυμική αυτή σχέση του γίνεται κατανοητή μέσα από τα πορίσματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας και συγκεκριμένα της ψυχοδυναμικής οπτικής που επισημαίνει την επίμονη επίδραση της βρεφικής ηλικίας στις μεταβιβάσεις και στα αρχαϊκά συναισθήματα. Θυμίζουμε εδώ την προσέγγιση της Klein και της θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων που επισημαίνουν τη σύγκρουση μεταξύ αγάπης και μίσους στα βρέφη απέναντι και αυτούς που τα φροντίζουν και ιδίως προς το πρόσωπο της μητέρας. Η άμυνα του βρέφους ονομάζεται σχάση, είναι μια από τις αρχαϊκές άμυνες, καθώς το βρέφος ενδοβάλλει διαιρεμένες εκδοχές των ατόμων που το περιστοιχίζουν κάνοντας έτσι τη ζωή λιγότερο αγχογόνα. Η σχάση εξακολουθεί και στην ενήλικη ζωή να χρησιμοποιείται από άτομα και ομάδες ως μέσο αποφυγής της σύγκρουσης που συνεπάγεται η διαχείριση αμφιθυμικών καταστάσεων (Wetherell 2005:126).  Φαίνεται, ωστόσο, πως η υπαγωγή στην ομάδα αρκετούς από τους βασανιστές τούς οδηγούσε, εκτός από την ανάγκη του «ανήκειν» και στην ανάγκη διαχωρισμού, προκειμένου να βρουν ισορροπία, να αποφύγουν τη σύγκρουση και να μειώσουν το άγχος. Χαρακτηριστική η περίπτωση του «Α» που σύχναζε σε στέκια αντικαθεστωτικά για να διασκεδάζει ακούγοντας αντικαθεστωτικά τραγούδια (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:101).
Η ένταξη στην ομάδα των βασανιστών αναπόφευκτα οδηγούσε σε διαδικασίες πόλωσης έναντι της ομάδας αναφοράς που ήταν οι βασανιζόμενοι, δηλαδή οι «εχθροί» του καθεστώτος και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Οι βασανιστές, επιλεγμένοι να διαφυλάξουν τις κοινωνικές αξίες, όπως επανειλημμένα τους τόνιζε η καθημερινή προπαγάνδα στην οποία υποβάλλονταν συστηματικά, τους είχε πείσει, ανήκαν στην «εκλεκτή» ομάδα που όφειλε να διαφυλάξει την καθαρότητα της κοινωνίας από το «μίασμα» του κομμουνισμού, της εξω-ομάδας, δηλαδή, των αντι-φρονούντων, τους οποίους όφειλαν να συντρίψουν για το «καλό» της κοινωνίας.  Σε όλη τη διάρκεια της βασικής εκπαίδευσης ενστάλαζαν στους νεοσυλλέκτους το ιδεώδες της χούντας, το «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών», έκφραση της εθνικής και θρησκευτικής υπερηφάνειας που απειλούνταν από τα θύματα των βασανισμών. Προβάλλοντας στους βασανιζόμενους αποκλειστικά αρνητικά στοιχεία τούς οδηγούσαν στην απανθρωποποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν γνώριζαν τα ονόματα και τις ιδιότητες των θυμάτων τους. Επομένως, οι βασανιστές έπαυαν να νοιώθουν ενοχές και αποστασιοποιούμενοι από τον πόνο του άλλου, που οι ίδιοι προκαλούσαν, μείωναν το δικό τους άγχος. Η Klein αναφέρει πως η αμαύρωση του Άλλου οδηγεί σε ασυνείδητη απόλαυση από την τιμωρία του, επειδή έτσι εκφορτίζεται το υποκείμενο που προβάλλει προς τον Άλλον αρνητικές πλευρές του εαυτού του. Αυτοί οι σημαντικοί  αμυντικοί ψυχολογικοί μηχανισμοί αποπροσωποποίησης και άρνησης της σημαντικότητας του ατόμου έχουν περιγραφεί αναλυτικά και στις μελέτες της Menzies Lyth (Wetherell 2012: 139). Παράλληλα, οι βασανιστές μετέθεταν την ευθύνη για τις πράξεις τους είτε στην εξουσία (αυτό φάνηκε στις απολογίες τους) είτε στα ίδια τα θύματα (υλικό από τις συνεντεύξεις). Η υποτίμηση του θύματος φαίνεται να συμβάλλει στη μείωση της έντασης και να οδηγεί στην υπακοή, όπως υποστηρίζει η ερευνήτρια (Μ. Χαρίτου- Φατούρου 2012:265).
Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη χρήση της γλώσσας εντός του στρατοπέδου. Η Στρατιωτική Αστυνομία και ιδίως η υποομάδα των βασανιστών χρησιμοποιούσαν ένα πλούσιο γλωσσικό ιδίωμα που έδινε ειδικές ονομασίες στα διάφορα είδη κακοποίησης και βασανισμού. Αυτό το σύνολο σημασιολογικών διαστρεβλώσεων προσέδιδε μοναδικότητα στο σώμα, ένα «εκ των έσω» αίσθημα στα μέλη της ομάδας αλλά και χρησίμευε στη διευκόλυνση των μηχανισμών ηθικής αποδέσμευσης (Μ. Χαρίτου-Φατούρου 2012:94). Τα διάφορα στάδια βασανισμού  των κρατουμένων είχαν τη δική τους κωδική ονομασία (Μ. Χαρίτου- Φατούρου 2012:109). Ένας ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας της ενδοομάδας συνιστούσε τον τρόπο έκφρασης των κοινωνικών της αναπαραστάσεων, όπως αυτές είχαν κατασκευασθεί εντός του τοπικού συγκειμένου, δηλαδή του χώρου του στρατοπέδου. Μέσω της γλώσσας και της ευφημιστικής χρήσης της μειωνόταν η ένταση του βασανιστή και ενισχυόταν ο δεσμός μέσα στην ομάδα των βασανιστών.
Κλείνοντας, οφείλουμε να σταθούμε και στο έμφυλο περιεχόμενο της συγκεκριμένης στρατιωτικής εκπαίδευσης. Ο διαρκής επιτονισμός της αρρενωπότητας κατά τη διάρκεια της σκληρής εκπαίδευσης για τη μετατροπή των νέων οπλιτών σε βασανιστές συνδέεται στενά με τον μιλιταρισμό των στρατοπέδων και την επιτελεστικότητα του κοινωνικού φύλου. Αποκλείονταν οι ομοφυλόφιλοι, αν και οι ομοκοινωνικές δράσεις (μαζικός αυνανισμός, «σεξουαλική συνεύρεση» με στρατιωτικό σάκο, επιδεικτική χρήση του γκλομπ ως πέους)  ήταν συνήθεις.


Βιβλιογραφία
- Κοροβέσης, Π. (1994). Ανθρωποφύλακες, Αθήνα: Γνώση
- Χαρίτου-Φατούρου, Μ. (2012). Ο ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΣ ΩΣ ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ, Θεσσαλονίκη: University Studio Press
- Foucault, M. (1999). Ο Μεγάλος Εγκλεισμός- Το Πείραμα της Ομάδας Πληροφόρησης για τις Φυλακές, Αθήνα: Μαύρη Λίστα
- Foucault, M. (1989). ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ.Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα: Ράππα
- Foucault, M. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική, Αθήνα: Ύψιλον
- Goffman, E. (2001). ΣΤΙΓΜΑ. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΦΘΑΡΜΕΝΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
- Mentzies Lyth, Isabel. (1960). «Social Systems as a Defence Against Anxiety. An Empirical Study of the Nursing Serviceof a General Hospital», Human Relations 13: 95-121
- Wetherell, M. (2005). Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα, Αθήνα: Μεταίχμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου