Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Πάντα κάτι λείπει




Κων. Δ. Τζαμιώτης
Η πόλη και η σιωπή
Μυθιστόρημα
Καστανιώτης, 2013
σελ. 493

Σε μια Αθήνα που αποσυντίθεται και καταρρέει, ο Αργύρης Τρίκορφος, ιδιοκτήτης άλλοτε μιας ακμάζουσας οικογενειακής βιοτεχνίας κουμπιών, πασχίζει να ξανασταθεί στα πόδια του δουλεύοντας ως ταξιτζής. Τα πραγματικά του προβλήματα όμως αρχίζουν την ημέρα που βρίσκει στο αυτοκίνητό του ένα ξεχασμένο τσαντάκι γεμάτο λεφτά. Προσπαθώντας να κάνει το σωστό, παρασύρεται σε μια προσωπική περιπέτεια που τον φέρνει αντιμέτωπο με όλους και με όλα: απ’ την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους του ως την Αστυνομία και… τα ΜΜΕ. Μια περιπλάνηση στους δρόμους της σημερινής Αθήνας. Ένα μυθιστόρημα για την ατομική ευθύνη, τη συμπόνια και τη γενναιοδωρία. Ένα καυστικό σχόλιο για το σύγχρονο τρόπο ζωής (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Η υπόθεση
Ο Αργύρης Τρίκορφος, άλλοτε ιδιοκτήτης μιας ακμάζουσας οικογενειακής βιοτεχνίας κουμπιών, πασχίζει να ξανασταθεί στα πόδια του αφότου χρεοκόπησε, δουλεύοντας ως ταξιτζής. Μια μέρα βρίσκει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του ένα ξεχασμένο τσαντάκι που περιέχει 350.000 χιλιάδες ευρώ, μα αντί να τα κρατήσει, και να δώσει έτσι λύση στα προβλήματα του, αποφασίζει να τα παραδώσει. Και τότε, αρχίζουν τα πραγματικά του βάσανα. Με «όχημα» αυτή την ιστορία προσπάθησα να σκιαγραφήσω έναν άνθρωπο σε κρίση, έναν άνθρωπο σε ελεύθερη πτώση και μέσα από τις περιπέτειες του, κυρίως μέσα από τις επιλογές του, να μιλήσω για κάτι μεγαλύτερο, κάτι που μέρα με τη μέρα αφορά όλο και περισσότερους (από συνέντευξη του συγγραφέα στον Δημήτρη Φύσσα, στην athensvoice).

Ο τίτλος του βιβλίου
Ο ήρωας βιώνει «τρεις μεγάλες σιωπές», όπως θα έλεγε ο Αγγελόπουλος. Πρώτα της Ιστορίας: ανδρώθηκε σε ένα οπτιμιστικό περιβάλλον σύμφωνα με το οποίο όλα θα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο και ξάφνου βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τη δική του καταστροφή αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Έπειτα, τη σιωπή του Θεού: γαλουχήθηκε με την ιδέα πως το να πράττει κανείς το σωστό ανταμείβεται και ανακαλύπτει όψιμα πως συχνά, αν όχι σχεδόν πάντοτε, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Τέλος βιώνει τη σιωπή του Έρωτα, μέσα από την καταστροφή της σχέσης του με τη γυναίκα που αγαπά. Η βουή της πόλης σπάνια μάς επιτρέπει να αφουγκραστούμε τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνουν οι άνθρωποι όταν σπάνε (από συνέντευξη του συγγραφέα).

Οι ήρωες
Στο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη έχουμε δύο συμπρωταγωνιστές: τον Αργύρη και την Αθήνα ή, αν προτιμάτε, μια πόλη σε βαθιά παρακμή το καλοκαίρι του 2011 και έναν 50άρη, πρώην βιοτέχνη και νυν ταξιτζή-βιοπαλαιστή. «Οι τόποι είναι οι άνθρωποι· και αυτό το μέρος μαζί με τους ανθρώπους του είχαν εμπλακεί ξανά σε μια φοβερή δοκιμασία (…) μια δοκιμασία εξίσου τρομακτική, γιατί η αβέβαιη έκβασή της ίσως τους στερούσε κάτι σημαντικότερο απ’ τις περιουσίες τους και τον τρόπο ζωής τους· την περηφάνια τους θα ξεπάστρευε, θα κατάπινε την όρεξή τους για προσπάθεια και διάκριση και θα τους ξέκοβε μια κι έξω απ’ τις γενέθλιες αρχές τους, που, όσο και αν είχαν ξεθωριάσει και λησμονηθεί, παρέμεναν σημαντικές».
Ο Αργύρης μάς είναι συμπαθής, γιατί σταδιακά χάνει τις βεβαιότητες με τις οποίες γαλουχήθηκε: Δουλειά-Τιμιότητα-Αγάπη-Μέλλον. Ένας οριακός άνθρωπος, στο μεταίχμιο της κατάρρευσης, για τον οποίο η κρίση ταυτότητας είναι το μείζον ζήτημα. Χάνει τη βιοτεχνία κουμπιών που είχε φτιάξει ο πατέρας του, χάνει την αξιοπρέπειά του, χάνει τη γυναίκα του και το δικαίωμα να ονειρεύεται· προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει τις αξίες του και τον παρωχημένο (στην εποχή μας) κώδικα ανδρικής τιμής: την ντομπροσύνη, την αλληλεγγύη, τη συναδελφικότητα, τη φιλία. Ο Αργύρης αποτελεί τη συνέχεια του Μάρα του «Πηγαδιού» και του Γεωργίου της «Σκιάς». Για την Τιτίκα Δημητρούλια «και τα τρία αυτά πρόσωπα διαθέτουν έναν αναλλοίωτο προσωπικό πυρήνα, που υπογραμμίζει ενώ δείχνει ότι αναιρεί την ελεύθερη επιλογή τους – με όποιες συνέπειες αυτό μπορεί να έχει για τη ζωή τους».

Ψυχολογικό θρίλερ
Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη μού θύμισε έναν άλλο συνάδελφο του Αργύρη, τον Τράβις Μπικλ (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), στην ταινία του Σκορτσέζε «Ο ταξιτζής» (1976). Θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει και σενάριο για μια σύγχρονη ταινία-κινηματογραφικό αποτύπωμα της νεοελληνικής κρίσης, της κρίσης ταυτότητας της σύγχρονης Ελλάδας. Ο Αργύρης όπως και ο αμερικανός βετεράνος του Βιετνάμ είναι τύποι μοναχικοί με έντονη την αίσθηση του σωστού και του λάθους στην ανθρωπότητα. Όπως ο Μπικλ έχει ως προτεραιότητα τη διάσωση της ανήλικης πόρνης Άιρις (Τζόντι Φόστερ) από τον βούρκο της ακολασίας, έτσι κι ο ήρωας του Τζαμιώτη επιχειρεί κάθε μέρα να «σώσει» τον κόσμο και τον εαυτό του από τον αργό θάνατο που εγκυμονεί η αδιαφορία, ο φιλοτομαρισμός, η προϊούσα αναλγησία για τον άλλο, τον «Έτερο». Ωστόσο, κάθε απόπειρα διάσωσης τον περιπλέκει βαθύτερα στη δίνη της απώλειας. Ο Τζαμιώτης, είναι αλήθεια, ταλαιπωρεί αφάνταστα τον ήρωά του, φέρνοντάς τον σε οριακές καταστάσεις, σε σημείο –κάποιες φορές- να τον μεταχειρίζεται «σαδιστικά», λες και δοκιμάζει τις αντοχές του σε κάποιο πείραμα της κοινωνικής ψυχολογίας.

Η κριτική
Το βιβλίο έχει δεχθεί θερμές αλλά και επικριτικές αξιολογήσεις. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου από το «ΒΗΜΑ» (9/2/2014) ψέγει τον Τζαμιώτη για «διδακτισμό και ηθικολογία»: «Δοκιμάζοντας να χτίσει μιαν ηθική προσωπικότητα, έναν ντοστογεφσκικό πρίγκιπα Μίσκιν, μιαν αξία-αντίβαρο στον κανιβαλισμό όχι μόνο της εποχής μας αλλά και του παρελθόντος, ο Τζαμιώτης δεν θα αποφύγει τον διδακτισμό και την ηθικολογία. Και αυτό επειδή η ακεραιότητα του Αργύρη εικονογραφείται χωρίς αναπνευστικούς πόρους και δικλίδες ασφαλείας». 
Αντίθετα, ο Χρίστος Παπαγεωργίου θεωρεί το μυθιστόρημα αυτό το καλύτερο του Τζαμιώτη, γιατί είναι «ένα τεράστιο σε έκταση δραματούργημα, (…) γιατί πετυχαίνει μια εκπληκτική, ρεαλιστική, αφηγηματική απλότητα, γιατί λείπουν φιλοσοφικά σχήματα ή χάσματα που θα έκαναν το βιβλίο ανιαρό· γιατί όταν χρειάζεται εμπλουτίζεται με εικονοπλασία έντονων χρωματισμών».
Ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του υπερασπίζεται τις προθέσεις του αναφέροντας σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο του: «(…) δεν με ενδιαφέρουν όσοι γενικά διαβάζουν επειδή δεν τους παίρνει ο ύπνος, ενδιαφέρομαι κυρίως για όσους παίρνουν το ρίσκο να διαβάσουν λογοτεχνία, γνωρίζοντας ότι μπορεί να ανακαλύψουν πως κοιμούνται όρθιοι».

Ο Τζαμιώτης μιλάει για όλους και όλα. Κι αυτό ίσως αποτελεί ένα «μειονέκτημά» του. Σίγουρα, δεν είναι εύκολο να γράφει κανείς εν θερμώ, με τρόπο ψυχρό και αποστασιοποιημένο. Όμως τόσοι και τόσοι ξένοι συγγραφείς δεν γράφουν «εν βρασμώ ψυχής», όταν οι φλόγες ακόμα καίνε και τα συντρίμμια καπνίζουν; Άλλωστε ένα καλό  βιβλίο δεν κάνει ρεπορτάζ ούτε αγγίζει επιφανειακά την εποχή του. Οφείλει να σκάβει βαθιά κάτω από τα ερείπια αναζητώντας τη ζωή. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, χωρίς τη μυθοπλασία, πάντα κάτι θα λείπει…

Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970 και σήμερα ζει στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο. Εργάστηκε στην τηλεόραση, στη διαφήμιση και στον κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια διευθύνει την πολιτιστική έκδοση «Highlights». Έχει γράψει τα βιβλία: «Η συνάντηση» (Ίνδικτος, 2002), «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος, 2003), «O βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος, 2004), «Παραβολή» (Καστανιώτης, 2006), «Η εφεύρεση της σκιάς» (Καστανιώτης, 2008), και έχει λάβει μέρος σε συλλογικά, θεματικά λογοτεχνικά εγχειρήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου