Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Γιώργος Συμπάρδης, "Μεγάλες γυναίκες"



Γιώργος Συμπάρδης
Μεγάλες γυναίκες (νουβέλα)
εκδ. Μεταίχμιο, Απρίλιος 2015
(103 σελ.)


Πρόβατα εν μέσω λύκων

"Τελειωτικό χτύπημα το δαχτυλίδι. Μπήκε ένα βράδυ που δεν τον περίμενε στο σπίτι και κάθισε, χορτάτος όπως είπε ότι ήταν, στο τραπέζι. Της ζήτησε ύστερα να καθίσει δίπλα του· κολλητά έσυρε  τη δεύτερη καρέκλα στην καρέκλα του και της έπιασε το χέρι.
"Αυτό, κυρα-Σοφία, βγάλ' το" είπε και ταυτόχρονα της το τραβούσε κι ήταν σαν να της ξερίζωνε το δάχτυλο, κι οι στιγμές ατελείωτες μέχρι να της αφαιρέσει το δαχτυλίδι". 

Ο ολιγογράφος συγγραφέας Γιώργος Συμπάρδης μετά τη νουβέλα «Μέντιουμ» (1987), τα μυθιστορήματα «Ο άχρηστος Δημήτρης» (1998) και «Υπόσχεση Γάμου» (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2011), επανεμφανίζεται αυτή τη φορά με τη νουβέλα «Μεγάλες γυναίκες» (εκδ. Μεταίχμιο), γραμμένη όπως δηλώνει ο ίδιος στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του από τον Ιανουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014.
Οι «Μεγάλες Γυναίκες» της ιστορίας μας είναι η «ώριμης ηλικίας» Σοφία Ματρόζου (η πρωταγωνίστρια) και η ηλικιωμένη Ιουλία Προμπονά (σκιώδης παρουσία που φωτίζει την πρώτη).
Για την πρώτη ο παντογνώστης αφηγητής μάς παρέχει ελάχιστες πληροφορίες. Πατημένα τα πενήντα, διαζευγμένη με τον Μιχάλη, προφανώς άτεκνη, πρώην υπάλληλος σε βιοτεχνία φωτιστικών και σε πολυκατάστημα με κουρτίνες, μένει σε διαμέρισμα στη Βικτώρια και κάθε Κυριακή πηγαίνει στη λειτουργία του διαζευγμένου πατέρα Ιωάννη στο Ρουφ. Άνεργη, βιώνει τη μοναξιά και την απομόνωση των ανθρώπων που η κρίση (που δεν είναι στο φόντο της ιστορίας) πλήττει ανελέητα. Στοιχείο πλοκής αποτελεί η παράλληλη γνωριμία της με δύο άντρες: τον ιερέα και τον Σταύρο.
Το alter ego της είναι η Ιουλία Προμπονά (αυτή που γνωρίζει το μυστικό), με την οποία η ένοχη επαφή μόλις στην έξοδο της ιστορίας πραγματοποιείται. Τι συνδέει αυτές τις γυναίκες; Σε μια πρώτη ανάγνωση, η σχέση που έχουν με τον 20χρονο Σταύρο· ουσιαστικά, η ανιδιοτελής προσφορά τους. Η αγέρωχη κυρία Ιουλία στο συσσίτιο της Εκκλησίας μαγειρεύει με τα χέρια της φαγητά για τους πεινασμένους (που πλήθυναν τελευταία) και με τα ίδια χέρια μαγειρεύει, πλένει και ζυμώνει την αγάπη στο σπίτι της, θυσία για τα μάτια του Σταύρου.
Παρόμοια και η Σοφία Ματρόζου (και πολλές άλλες γυναίκες όπως μαθαίνουμε) έχουν πέσει «θύματα» της γοητείας του επιτήδειου νεαρού, που τον τάιζαν, τον χαρτζιλίκωναν, τον έπλεναν, τον κανάκευαν, γυναίκες-«μάνες-ερωμένες-αγίες-πόρνες», στην ουσία, γυναίκες δοτικές (η μόνη ουσιαστική “πτώση” που ταιριάζει στη γυναίκα), περήφανες, καθ’ όλα αξιοπρεπείς και ασυμβίβαστες με τον χρόνο και τις κοινωνικές απαιτήσεις. Γυναίκες που ο δύστροπος νεαρός με τον απότομο λόγο τούς παραχωρεί το προνόμιο να τον φροντίζουν σαν μάνες-ερωμένες.
Ποιος είναι τώρα ο Σταύρος; Ο αφηγητής σκόπιμα τυλίγει και το πρόσωπο του παραβατικού νεαρού με ένα πέπλο μυστηρίου. Γιος ή όχι του πατέρα Ιωάννη (με τον οποίο μοιάζει καταπληκτικά); Γυναικοκατακτητής (όπως ο Ζαχαρίας στο "Υπόσχεση γάμου");   Τρομοκράτης; Εγκληματίας; Έμπορος ναρκωτικών; Ζιγκολό; Κάτι άλλο που δεν υποψιαζόμαστε; Ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι και μας αφήνει με την απορία, καλώντας τον αναγνώστη να «τρέξει» ο ίδιος το κείμενο. Μαζί με την Αστυνομία που τον αναζητά, επιχειρεί και ο αναγνώστης να εξιχνιάσει την ταυτότητα του Σταύρου.
Ουσιαστικά το βιβλίο στηρίζεται σε δύο δίπολα. Το ένα δίπολο αποτελούν ο πατέρας Ιωάννης και ο γιος του (!) Σταύρος. Το άλλο, η Σοφία και η Ιουλία. Το πρώτο δίπολο, αν και φαινομενικά ετερόκλητο (συντηρητισμός vs ριζοσπαστισμός), συγγενεύει φυσιογνωμικά και ιδεολογικά. Ο καθένας με τον τρόπο του προσπαθεί να διεκδικήσει τη Σοφία Ματρόζου. Ο νεαρός, πιο αποφασιστικός, εισβάλλει σαν σίφουνας απροειδοποίητα στη ζωή της. Εκείνη του προσφέρει κόκκινο κρέας για να ενισχύσει την τεστοστερόνη του, έπειτα το σπίτι και το κορμί της, κι εκείνος αποδέχεται την ευεργεσία του ελεήμονος συνανθρώπου του. Ένα κλεμμένο (;) δαχτυλίδι σφραγίζει τη σχέση τους, που κανείς δεν ξέρει πού θα φτάσει. Ο Σταύρος μια μέρα χάνεται και επανεμφανίζεται αργότερα λαθραία σαν φαντομάς.
Ο Συμπάρδης με τον δικό του χαμηλόφωνο τρόπο επεξεργάζεται υπαρξιακά τον αρχετυπικό μύθο της Φαίδρας και του Ιππόλυτου, της Ιοκάστης και του Οιδίποδα. Ενώ τίποτα συνταρακτικό δεν συμβαίνει στην ιστορία, ο συγγραφέας φτιάχνει χαρακτήρες με καθαρά περιγράμματα και την ίδια στιγμή παρεμβάλλει ένα λευκό σεντόνι ασάφειας πίσω από το οποίο κινούνται οι ήρωές του. Τα νοήματα παράγονται όχι από αυτά που αποκαλύπτονται μπροστά στον αναγνώστη αλλά από όσα εντέχνως υπονοούνται ανάμεσα στις σιωπές και τα διάκενα. Τελικά ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα; Ποιος εκμεταλλεύεται ποιον; Η απάντηση εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία βλέπει κανείς κάθε φορά τα πρόσωπα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την εσωτερική εστίαση του αφηγητή. 
Χωρίς να καταφεύγει σε σχοινοτενείς εσωτερικούς μονολόγους ή σε ψυχαναλυτικού τύπου αναδρομές, ο συγγραφέας (πιο ώριμος από ποτέ) μέσω των ντοκουμέντων της καθημερινότητας που συλλέγει και εκθέτει σαν επιδέξιος ντετέκτιβ, σκιαγραφεί τους ήρωες του, λες και επιβιώνουν με έναν περίεργο τρόπο από τα προηγούμενα βιβλία του. (Ο Σταύρος θυμίζει τον Ζαχαρία από τo "Υπόσχεση γάμου", τον άνθρωπο-χταπόδι που στα πλοκάμια του παγιδεύονται οι γυναίκες).
Κοντολογίς, ο Συμπάρδης –εν μέσω μιας συγκυρίας ανθρωποφαγικής και καχύποπτης- δίνει φωνή σε ανθρώπους ταπεινούς όπως η Σοφία Ματρόζου: «Τι να φοβηθούμε; Τον πεινασμένο άνθρωπο που παρακαλάει για ένα πιάτο σπιτικό φαΐ;» Η ηρωίδα του δεν είναι επαναστάτρια ούτε πολιτικοποιημένη ούτε κοινωνικά ανήσυχη ούτε καμιά κουλτουριάρα βιβλιόφιλη. Προσφέρει αγάπη με το σώμα, τα χέρια και την ψυχή της. Μήπως, τελικά, αυτό δεν είναι το μείζον διακύβευμα της εποχής μας; Όχι θηρία εναντίον θηρίων, αλλά άνθρωποι με ανθρώπους. Απέναντι στον εξουσιαστικό λόγο του ιερέα, τον στακάτο (κοφτό και απότομο) νεολαιίστικο, εξαρθρωμένο του Σταύρου (««Χαμπάρι δεν πήρες, κυρά-δασκάλα, αλλάξανε οι καιροί και θα μείνεις στην ίδια τάξη, μετεξεταστέα – το ξέρεις;»), η γυναίκα αντιπαραβάλλει τον λόγο της άδολης αγάπης.
 Ο Συμπάρδης ξέρει πολύ καλά πώς να κρυφοκοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα της καθημερινότητας οδηγώντας το βλέμμα μας στο ασήμαντο που με μαεστρία και απλά υλικά το κάνει σημαντικό.
Θα κλείσω με αυτά που έγραφε ο Νίκος Ξυδάκης στην "Καθημερινή" (30/4/2011) για το μυθιστόρημα "Υπόσχεση γάμου", διαπιστώσεις που ταιριάζουν απόλυτα και με τη νουβέλα "Μεγάλες γυναίκες":

Αλλά το μυθιστόρημα καθαυτό δεν κάνει κοινωνιολογία, ούτε καν αυτή που του αποδίδουμε. (...) οι ζωές των άλλων είναι η δική σου ζωή. Διαβάζεται σαν μακρύς αναστεναγμός.

 Διάβασα το βιβλίο παρέα με το "Μήλο" της Αφροδίτης Μάνου και του Νίκου Πορτοκάλογλου:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου