Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Πάλι, πάλι ο έρωτας (από το ποίημα «Ατθίδα» της Σαπφούς)

Φοίβος Πιομπίνος, Επίσκεψη σε μια Έκθεση και άλλα διηγήματα
Κίχλη, 2015
σελίδες 204.


Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού...


Μ' από την κόλασή μου στο φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.

(Γαλάτεια Καζαντζάκη, «Αμαρτωλό»)



Διαβάζοντας τις απέριττες και πολύ ιδιαίτερες ιστορίες του Φοίβου Ι. Πιομπίνου «Επίσκεψη σε μια Έκθεση και άλλα διηγήματα» (Κίχλη 2015), στάθηκα με επιμονή στη δεύτερη κατά σειρά ιστορία, με τίτλο "Ἡ «Μάνα τοῦ Λόχου», ιστορία που αναπτύσσεται σε 26 σελίδες, ένα νεο-ρεαλιστικό αφήγημα βγαλμένο από τον ιταλικό κινηματογράφο ή τις αθηναϊκές ιστορίες του Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας, της Παρθένας, μικρασιατικής καταγωγής που γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και πέθανε σε μια ευβοϊκή κωμόπολη, με το κατάπτυστο όνομά της βρόχο στον λαιμό της.
Η συνονόματη γιαγιά, γυναίκα αυστηρών ηθών, χήρα, μεγάλωσε με δυσκολία τις τρεις κόρες της, «με την ψυχή στο στόμα». Οι δύο κόρες ξενιτεύτηκαν και η τρίτη, η μάνα της Παρθένας, η Βαγγελιώ, παντρεύτηκε με συνοικέσιο έναν κοινοτικό υπάλληλο με σταθερό μισθό. Η Παρθένα, η γιαγιά, από τις πρώτες που φόρεσαν παντελόνι, «κοίταζε τους άντρες κατά πρόσωπο και δεν έδωσε ποτέ σε κανέναν το δικαίωμα να την κοιτάξει με αναίδεια».
Η Παρθένα, η νεότερη, ατίθασο παιδί από μικρή, δεν χώραγε στα καλούπια της επαρχιακής κωμόπολης και γρήγορα έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος –η παστρικιά, η εξώλης και προώλης, η προκομμένη, η τσούλα, η κοκοτίστα, το παλιογύναικο, το βρομοθήλυκο, η πόρνη, η πουτάνα, η ανεπρόκοπη, η συφοριασμένη, η ξεσκολισμένη… και άλλα πολλά κοσμητικά επίθετα που την στόλιζαν και της έφτιαχναν την προίκα.
Όμως η Παρθένα ακολούθησε σε όλη τη ζωή της τη συμβουλή της τρομερής και φοβερής Σμυρνιάς γιαγιάς: «Αν καθόμασταν ν’ ακούμε και να παίρνουμε τοις μετρητοίς τι λέει ο ένας κι άλλος για μας, θα είχαμε παραλύσει προτού ξεκινήσουμε το ταξίδι της ζωής». Το μικρό αγριοκόριτσο στην εφηβεία πέρασε σ’ ένα άλλο «άγριο σύμπαν», προσφέροντας απλόχερα στα αγόρια το «εισιτήριο» για το λεωφορείο με προορισμό την ενηλικίωση. Από τα δεκατρία της που την διακόρευσε ο κρεμανταλάς παραγιός του μπαρμπα-Σπύρου, ο Μήτσος, και μετά, η Παρθένα έχοντας χάσει πια την παρθενιά της, αφοσιώθηκε στο θεάρεστο έργο να ξεπαρθενεύει η ίδια πολλά από τα αγόρια της περιοχής.
Στα 58 της, διατηρούσε ακόμα τη σβελτάδα και τη νεανικότητά της, αλλά κυρίως την άδολη ψυχή της. Γυναίκα απροσκύνητη, αδέσμευτη, αδάμαστη, σπάνια καταδεχόταν να πάρει λεφτά από τους πελάτες της, αυτή η ιέρεια του έρωτα, που δεν εκχώρησε ποτέ και σε κανέναν την ψυχή της. «Η ερωτική πράξη πρέπει να γίνεται όπως την κάνουν δυο χρυσόψαρα στη γυάλα, έτσι απλά κι αποενοχοποιημένα». Η Παρθένα διατήρησε σε όλη της ζωή της τυπικές σχέσεις με τους συντοπίτες της, ζώντας στη σκιά τους και πληρώνοντας βέβαια το τίμημα της επιλογής της. Στο τέλος, μες στο μακελειό της άνοιξης, πεθαίνει από ανεύρυσμα της αορτής, πάνω στο κρεβάτι του έρωτα. 

«Μέσα σε αποθέωση χρωμάτων, ο ήλιος έγερνε πια μεγαλόπρεπος πέρα μακριά, στο βαθυγάλανο πέλαγος, χρυσίζοντας όλη την πλάση, την ώρα που ο νεκροθάφτης έριχνε την τελευταία φτυαριά χώμα στο μνημούρι της Παρθένας. Τα πουλιά είχαν στήσει τρικούβερτο, κελαηδιστό κουβεντολόι μέσα στη γέρικη βελανιδιά που με τον όγκο της θαρρείς και απειλούσε να συντρίψει τ’ ασβεστωμένο παμπάλαιο εκκλησάκι. Και τ’ αγριόχορτα που είχαν κατακλύσει τα νεκροταφείο ανάσαιναν βαθιά το αεράκι που είχε αρχίσει να δροσίζει, ενώ η ψυχή της Παρθένας ταξίδευε στην καινούργια της χώρα» (σελ. 57)

Η ιστορία του Φοίβου Πιομπίνου αποτελεί έναν ύμνο στην ανιδιοτελή προσφορά στον Άλλον, μια προσφορά σώματος και αγάπης, χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα παρά μόνο την ηδονή που εισέπραττε η Παρθένα από τις κληρουχίες των φαντάρων και των γεροδεμένων αντρών. Ερωμένη αλλά και μητέρα ταυτόχρονα και εξομολόγος και ψυχοθεραπεύτρια, ζούσε με φτωχική αξιοπρέπεια και εγκράτεια αλλά απληστία στα συναισθήματα και το δόσιμο. Τα πενιχρά της εισοδήματα πήγαιναν σε γατοτροφές και σκυλοτροφές. Η Παρθένα της ιστορίας μας επαληθεύει τον λόγο του Ντ. Χ. Λόρενς ο οποίος στο δοκίμιό του με τίτλο Για την πορνογραφία και την ασέλγεια επισημαίνει πως «στην πόρνη βρίσκει κανείς κάτι από τη γενναιοδωρία της γυναίκας».
Για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν η πόρνη, ως κατεξοχήν πλάσμα της πόλης, είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές φιγούρες του αστικού πολιτισμού.
Το θέμα της πορνείας αποτελεί κοινό τόπο για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Λιόσα έχει γράψει δύο βιβλία πάνω στο θέμα της πορνείας: το Πράσινο Σπίτι και το Ο Πανταλέων Και Οι Επισκέπτριες (όπου ο στρατός φτιάχνει ειδική υπηρεσία με πόρνες, ώστε να ικανοποιήσει τα ένστικτα των απομονωμένων φαντάρων της Αμαζονίας!). Έχει ενδιαφέρον η αρχαιοελληνική προσέγγιση του Λιόσα στο ζήτημα της πορνείας, αφού οι πόρνες δεν είναι απλώς καταπιεσμένες ή παρασυρμένες γυναίκες, αλλά άτομα με ιδιαίτερη αίσθηση της ανεξαρτησίας και του επαγγέλματος τους ως λειτουργήματος. Αλλά και στον Μάρκες η παρουσία της εταίρας (ακόμα και ως μη αμειβόμενης) είναι επιβλητική -ποιο καλύτερο παράδειγμα από την Πιλάρ Τερνέρα στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά; Ακόμα, στο βιβλίο της Αλιέντε Το σπίτι των πνευμάτων ο πρωταγωνιστής Εστέμπαν Τρουέμπα, δίνει μια οικονομική βοήθεια σε μια ιερόδουλη, όταν εκείνη του την ζήτησε. Και θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου που εκείνη θα του την ξεπληρώσει, με έναν πιο σπουδαίο τρόπο, βοηθώντας τον σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του. Άλλες εμβληματικές γυναίκες είναι η Νανά του Ζολά, μοιραία γυναίκα που συμβόλισε την Αφροδίτη με τον έντονο ερωτισμό της, και η Γκωτιέ του Δουμά από το Η κυρία με τις καμέλιες, η ωραιότερη εταίρα της εποχής της που προκαλούσε συζητήσεις στα μεγάλα σαλόνια.
Οι αναπαραστάσεις της πόρνης διαφέρουν βεβαίως από συγγραφέα σε συγγραφέα. Γράφει σε παλαιότερο άρθρο του στο ΒΗΜΑ (2/8/1998) ο Αναστάσης Βιστωνίτης:
Στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογέφσκι η Σόνια είναι ταυτοχρόνως αγία και πόρνη, ­συνδυασμός συνηθέστατος στη λογοτεχνία ­ που η ανάγκη την έριξε στον πάτο της εγκόσμιας κόλασης αλλά και γι' αυτό, ως ομόλογη προς την αμαρτία, είναι η μόνη που μπορεί να υποδείξει στον δολοφόνο Ρασκόλνικοφ τον δρόμο της ομολογίας και της σωτηρίας ­ και τον δρόμο αυτόν, με ό,τι συνεπάγεται, να τον περπατήσει μαζί του.
Στον Μποντλέρ πόρνη είναι η ίδια η πολιτεία. Οι σχετικές παρομοιώσεις που βρίθουν σε όλη σχεδόν την κατοπινή εξπρεσιονιστική ποίηση του άστεως θα πρέπει, με την έννοια αυτή, να θεωρούνται μποντλερικές, όπως άλλωστε και οι φαντασμαγορικές και μελαγχολικές προεκτάσεις της μητρόπολης του 19ου αιώνα στην κουλτούρα του Μεσοπολέμου με τον τρόπο που τις εκφράζει ο Μπένγιαμιν.
Οι πόρνες του Μπρεχτ είναι τα κακά και κυνηγημένα φαντάσματα της όψιμης αστικής κοινωνίας στην οποία το χρήμα βρωμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ στον Προυστ η πόρνη εμπνέει το πάθος αλλά και γεννά κατατονικά αισθήματα, όπως οι πληρωμένες φθισικές ερωμένες στο ρομαντικό μυθιστόρημα. Στον Δρόμο με τις φάμπρικες του Στάινμπεκ οι πόρνες ξυπνούν τη νοσταλγία και εκφράζουν τα χαμένα και καθαρά αισθήματα.
Για να επανέλθουμε στην Παρθένα του Πιομπίνου, νομίζω ότι δίκαια μπορεί να ενταχθεί στον λογοτεχνικό κανόνα με τις πιο πετυχημένες αναπαραστάσεις της δοτικής γυναίκας. Και μπορούμε να την αποχαιρετήσουμε με το ποίημα του Καρυωτάκη «Ωχρά σπειροχαίτη»:

... Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο,την άβυσσο που ερχόταν.



Διάβασα το διήγημα παρέα με το Jubilee Street του Nick Cave.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου