Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Άκης Παπαντώνης, Καρυότυπος (Νουβέλα, εκδ. Κίχλη, Νοέμβριος 2014)




 «Δεν πρέπει να συνταγογραφούμε τη μοναξιά στον οποιονδήποτε» 
Γκωγκέν (σελ. 109)

ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ (ουσ.) [λόγ. Caryotype < caryo - "πυρήνας" < αρχ. κάρυο(ν) + -type < αρχ. τύπος]: η απεικόνιση, ανά ζεύγη και κατά φθίνουσα σειρά μεγέθους, του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, η οποία χρησιμεύει στη διάγνωση τυχόν ανωμαλιών στη δομή ή τον αριθμό τους.


Αν ο τίτλος ενός κειμένου (βιβλίου ή διηγήματος) αποτελεί, όπως λέγεται, τη χειραψία του συγγραφέα με τον αναγνώστη, τότε σίγουρα το πρωτόλειο του Άκη Παπαντώνη συνιστά μια θερμή σύσταση, πολλά υποσχόμενη, που σίγουρα δεν πρόκειται να ξεχαστεί εύκολα ή να μας αφήσει αδιάφορους. Ένα βιβλίο που μόλις το τελειώσεις σε καλεί να το ξαναπιάσεις από την αρχή.
Πριν από έναν μήνα όταν αγόρασα τη νουβέλα του Παπαντώνη, είχα μόλις διαβάσει ένα συνταρακτικό κείμενο της Χριστίνας Πουλίδου που αναφερόταν σε δημοσίευμα της  «Guardian».  (http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=38256). Αντιγράφω σχετικό απόσπασμα:
«Το ΄89, όταν εκτελέστηκε το ζεύγος Τσαουσέσκου, ο κόσμος όλος πληροφορήθηκε το θέμα των «ορφανών» της Ρουμανίας. Τα χιλιάδες παιδιά που μεγάλωναν σε κρατικά ιδρύματα της χώρας κατέκλυσαν τη διεθνή επικαιρότητα, ένα κύμα αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας και στη συνέχεια υιοθεσίας εκδηλώθηκε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως προϋπόθεση ένταξης της χώρας την αναθεώρηση του καθεστώτος που ρύθμιζε τη ζωή των εγκαταλελειμμένων παιδιών, αλλά ένα πρόσφατο δημοσίευμα της «Guardian» ήταν για μένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Και το μοιράζομαι μαζί σας.
Ο Βισινέλ, 27 χρονών σήμερα, ήταν δύο μηνών όταν βρέθηκε σε ένα κρατικό βρεφοκομείο. Ως τα τρία του (που τον έστειλαν σε ένα «προσχολικό οικοτροφείο») θυμάται τον εαυτό του να ξυπνά κατουρημένος. Στο νέο ίδρυμα που τον έστειλαν, τον χτύπαγαν στα πέλματα των ποδιών όταν τα έκανε πάνω του. Μια μέρα στον παιδικό σταθμό έκλεψε μια γομολάστιχα – ένα παιδάκι τον μαρτύρησε στον επιστάτη, ο οποίος τον έγδυσε, τον ξάπλωσε πάνω στο θρανίο και τον έδειρε στον πισινό με ένα ξύλο. Στα οχτώ του, τον μετέφεραν σε ένα Κέντρο. Μοιραζόταν ένα δωμάτιο με άλλα έξι αγόρια και το πρωί έπρεπε με στρατιωτική πειθαρχία να πλυθούν, να ντυθούν και να στρώσουν το κρεβάτι τους, καθώς περνούσε ο Επιθεωρητής και η παραμικρή καθυστέρηση ή ατέλεια συνεπαγόταν ξυλιές στις παλάμες.

Στα 11 χρόνια του, πήδησε από ένα μπαλκόνι δευτέρου ορόφου και το 'βαλε στα πόδια. Έζησε σ' έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί κοιμόταν τα βράδια πάνω σ' ένα μεταλλικό πάγκο αποσκευών και το πρωί έκανε δουλειές του ποδαριού. Στο δημοσίευμα υπάρχουν κενά στην εξιστόρηση της ζωής του Βισινέλ, καθώς ο ίδιος δεν άντεχε συναισθηματικά να επανέλθει στα ιδιαίτερα οδυνηρά περιστατικά της ζωής του. Ως τα 11 χρόνια του δεν ήξερε ποια είναι η οικογένειά του. Εκείνη τη χρονιά, όμως, εντελώς τυχαία συναντήθηκε με δύο αδέλφια του και ξετυλίγοντας το κουβάρι έμαθε ότι ήταν ένα από τα 13 παιδιά ενός αλκοολικού που έδερνε τη γυναίκα του και μιας γυναίκας που ήταν βαριά ψυχικά άρρωστη…»
Σήμερα ο Βισινέλ είναι απόφοιτος της Νομικής και της Σχολής Θεάτρου, ενώ έχει συνιδρύσει με τον αδελφό του μια ΜΚΟ – «σχεδιάζοντας το μέλλον σου» λέγεται και εργάζεται με παιδιά που μεγαλώνουν με τη βοήθεια της κοινωνικής πρόνοιας. Ούτε ο Βισινέλ, ούτε κάποιο απ' τα αδέλφια του έκαναν οικογένεια.
 
Ο Παπαντώνης ξεκινώντας από την πραγματολογική βάση της επιστήμης (από τα πρώιμα πειράματα του Λεβίν σε ποντίκια, κατά τη δεκαετία του 1950, μέχρι τις πρόσφατες έρευνες των Νέλσον και Ντρούρι για τα αναπτυξιακά προβλήματα και τις συναισθηματικές διαταραχές στα ίδια τα «ορφανά του Τσαουσέσκου») και των ιστορικών ντοκουμέντων, υφαίνει με λιτή μαεστρία την ιστορία ενός εμμονικού ανθρώπου, του Ν. (σκόπιμη η απροσδιοριστία λόγω έλλειψης ταυτότητας), γύρω από το ρουμανικό (και όχι μόνο) τραύμα που επιφέρει στον άνθρωπο η απουσία της γονεϊκής στοργής και αγάπης.

Μετά το «Χάδι» του Αλέξανδρου Στεφανίδη (εκδ. Άγρα, 2013), δώδεκα σπαράγματα ζωής της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του αφηγητή, στο Ζάννειο ορφανοτροφείο του Πειραιά, ο «Καρυότυπος» του Παπαντώνη περιστρέφεται γύρω από έναν παρόμοιο θεματικό άξονα: Πώς ορίζεται η γονεϊκή στοργή; Είναι εγγενές ή επίκτητο γνώρισμα; Και κατά δεύτερο λόγο: Η αποξένωση είναι απόρροια κοινωνικών καταστάσεων και εξαναγκασμών ή αποτελεί καθαρά προσωπική επιλογή; Ο συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις· θέτει με τρόπο υπόγειο, υπαινικτικό, κρυπτικό, ελλειπτικό –και στο τέλος, υποβλητικά ανατριχιαστικό- αμείλικτα και ίσως αναπάντητα ερωτήματα, ερεθίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη σκέψη και τον προβληματισμό του αναγνώστη για μια ατέρμονη όσο και χρήσιμη αναζήτηση απαντήσεων εις το διηνεκές.

Ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και στον Μισέλ Φάις φώτισε τις συγγραφικές του προθέσεις αλλά και την προσωπική βάσανο σύνθεσης αυτής της τόσο καλοδουλεμένης και απαιτητικής νουβέλας:
Πρόθεσή μου, κατά τη σύνθεση των δεκαεννέα χιλιάδων λέξεων του βιβλίου, που διήρκεσε κάτι περισσότερο από τέσσερα χρόνια, ήταν ένα σχόλιο για τη ρίζα της εσωστρέφειας της σύγχρονης ζωής — για τον ίλιγγο τού να είσαι «μόνος ανάμεσα σε πλήθος (μόνων)» και το βάρος των πρώτων βιωμάτων. Με γνώμονα αυτό, καθώς διατρέχουμε χρωμόσωμα χρωμόσωμα τον «καρυότυπο» του ήρωα, προσπάθησα να ανασυστήσω την αναμέτρησή του με τις ρίζες του, τη χώρα στην οποία ζει, τη χώρα την οποία άφησε, τη γλώσσα, την εικόνα του εαυτού του, την οικογένειά του, το άλλο φύλο, τις επινοημένες μνήμες και ενοχές του, τα πειραματόζωά του και τα «ορφανά Τσαουσέσκου» — με όλα όσα ναρκοθετούν την πραγματικότητα ενός νέου ανθρώπου ο οποίος «πάσχει από μνήμη» και κινείται χωρίς πυξίδα σε μια πόλη που αρνείται να γνωρίσει, «ήδη τρία χρόνια εκεί».
Ο ήρωας, ένας τριαντάχρονος μοριακός Βιολόγος, μοναχικός στα όρια του αυτισμού (κλεισμένος στο υπόγειο «κελί» του, που θυμίζει εφιαλτικό εργαστήριο του Μέντελ), ιδιόρρυθμος, αντικοινωνικός, φοβισμένος, αγοραφοβικός, αυτοκαταστροφικός, καθιστά τον ίδιο τον εαυτό του πειραματόζωο μαζί με τα ποντίκια του εργαστηρίου του, προκειμένου να δώσει απαντήσεις, μέσω των αυτιστικών του μονολόγων, στις αχνές μνήμες της παιδικής του ηλικίας πρώτα στη Ρουμανία κι έπειτα στην Ελλάδα. Στο τέλος, χάνεται χωρίς να αφήσει αποτυπώματα παρά μόνο τις ολιγόλεξες και αινιγματικές αναρτήσεις του στο f/b. Μια σκιώδης παρουσία που κουβαλά ανεπούλωτα και ανεπίγνωστα τραύματα που καθόρισαν το παρελθόν και το παρόν του και κατάργησαν το μέλλον του.

Η γλώσσα του Παπαντώνη, απολύτως συντονισμένη με τον χαρακτήρα του αλαφροΐσκιωτου ήρωα, απέριττη, απροσχημάτιστα λιτή, ασθματική, θα έλεγα, καθηλώνει τον αναγνώστη και μαγνητίζει τη σκέψη του, παρασύροντάς τον στις σκοτεινές στοές του μυαλού του κεντρικού ήρωα. Λες και ο μικροπερίοδος και παρατακτικός λόγος παρακολουθεί τον βηματισμό του Ν(ικολάε), ακριβώς πάνω στο χνάρι που αφήνουν οι περαστικοί στα χιονισμένα πεζοδρόμια της Οξφόρδης.

Το βιβλίο μάς αποχαιρετά με αυτά τα λόγια: Αργότερα, καθώς καληνυχτίζονταν, στο μυαλό όλων στριφογύριζε η λέξη «αύριο». Πιστεύω πως το συγγραφικό «αύριο» που μας επιφυλάσσει ο Άκης Παπαντώνης θα είναι χωρίς αμφιβολία λαμπρό και απρόβλεπτο.

Διάβασα το βιβλίο ακούγοντας τις "Μέρες Οργής" του Μότσαρτ

[ 17 ]
«[...] Ἐδῶ τὶς ἀργίες τὶς λένε bank holidays. Μοῦ φαίνεται ξεκαρδιστικὰ ἀστεῖο νὰ καθορίζουν οἱ τράπεζες τὶς ἡμέρες τῶν διακοπῶν σου. (Μικρὴ παύση.) Τὰ μικρὰ τί κάνουν; Εἶναι καλά;» Ἡ φωνή του γκέλαρε ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο στὸ ἄδειο σαλόνι. Πάτησε stop. Μετὰ rewind. Ἀκούστηκε ἕνα κοφτὸ κλάκ. Μετὰ ξανὰ play. Ὅταν βαρέθηκε νὰ ἀκούει τὸν ἑαυτό του νὰ μιλᾶ, ἔβγαλε τὴν κασέτα ἀπὸ τὸ μαγνητόφωνο καὶ τὴν ἄφησε νὰ γλιστρήσει στὸν φάκελο. Εἶχε ξεκολλήσει τὸ αὐτοκόλλητο ποὺ ἔγραφε: «Guns N᾽ Roses, Use your Ιllusion II». Μὲ κεφαλαῖα γράμματα καὶ ἐπιμέλεια μαθητῆ δημοτικοῦ ἔγραψε στὴ θέση τοῦ παραλήπτη τὴ διεύθυνση τῆς ἀδερφῆς του. Τὴ θέση τῶν στοιχείων τοῦ ἀποστολέα τὴν ἄφησε κενή. Ζύγισε τὸν φάκελο στὰ χέρια του. Τὸν ἔφερε ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ στὸ δεξὶ καὶ πάλι στὸ ἀριστερὸ καὶ πάλι στὸ δεξί. Χωρὶς νὰ σταματήσει τὸ παιχνίδι, σηκώθηκε καὶ βάδισε πρὸς τὴν ἐξώπορτα. Ἤδη ἀπὸ πρίν, ὅσο ἄκουγε τὸν μαγνητοφωνημένο ἑαυτό του, εἶχε ντυθεῖ: παλτό, κασκὸλ καὶ γάντια. Βγῆκε. Περπάτησε ὣς τὸ γραμματοκιβώτιο καί −πρώτη φορὰ μέσα σὲ τρία χρόνια− ἄφησε τὸν φάκελο νὰ πέσει μέσα. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ κλουβί του, εἶχε στὸν λαιμὸ μιὰ γεύση ξινὴ καὶ γλυκιὰ μαζί. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο τὴν ἔβγαλε κάτω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα − πρώτη φορὰ μέσα σὲ τρία χρόνια. Οὔτε ἐργαστήριο οὔτε τίποτα.
Τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς σηκώθηκε νωρὶς νομίζοντας (ἐλπίζοντας) πὼς ἦταν Δευτέρα. Πλύθηκε βαρύθυμα. Φόρεσε ὅ,τι βρῆκε πεταμένο δεξιὰ κι ἀριστερά, τράβηξε τὴν πόρτα πίσω του νὰ κλείσει, ἀνέβηκε στὸ ποδήλατο. Καί, κάνοντας μία ἐξαίρεση στὴ συνήθη διαδρομή του, πέρασε κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα τοῦ Donnington γιὰ νὰ βγεῖ στὸ ποτάμι. Ἡ ὁμίχλη ἦταν πυκνή. Ὑγρασία βάραινε τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων, καὶ καθὼς περνοῦσε ἀπὸ κάτω ἦταν σὰν νὰ ψιχάλιζε. Πρὶν ἀπὸ τὴν τοξωτὴ γέφυρα τοῦ μίλησε ἕνας ἄστεγος. Εἶχε στήσει πρόχειρο παράπηγμα στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ἔκανε πὼς ψάρευε, μὲ μιὰ τριχιὰ γιὰ πετονιὰ καὶ μιὰ ἐφημερίδα γιὰ δόλωμα. Ἴσα ποὺ τὸν διέκρινε.
«Δὲν βλέπεις τὴ μύτη σου σήμερα, φίλε», τοῦ φώναξε.
«Οὔτε τὰ δέντρα ποὺ κλαῖνε», ἀπάντησε αὐτὸς μισοειρωνικά, χωρὶς νὰ σταματήσει νὰ κάνει πεντάλ.
«Οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κλαῖνε», διόρθωσε ὁ ἄστεγος καθὼς ξανάριχνε τὴν τριχιὰ στὰ θολὰ νερά.
Ἡ ἑπόμενη Παρασκευὴ ἦταν bank holiday. Ἀποφάσισε πὼς ἤθελε νὰ δεῖ τὴ Μάγχη νὰ ἀνοίγεται στὸν Ἀτλαντικό. Ξεκίνησε πολὺ νωρὶς τὸ πρωί. Τὰ σύννεφα ἦταν πυκνὰ καὶ ψιλόβρεχε. Ἡ βροχὴ σταμάτησε καθ’ ὁδόν − σὲ μερικὰ σημεῖα ἄνοιξαν τὰ σύννεφα. Ἀποκαλύφθηκε ἡ γῆ τοῦ Ντόρσετ: ἐναλλὰξ στεγνὰ καὶ νοτισμένα μπαλώματα μὲ μέτωπο πρὸς δυσμάς.
Τὸ Bed & Breakfast ποὺ εἶχε κλείσει γιὰ τὴ διαμονή του −βαμμένο μὲ ἕνα γαλάζιο χρῶμα ποὺ γκρίζαρε ἔντονα, χτισμένο ἀκριβῶς πάνω στὸν δρόμο, στὸ σημεῖο ποὺ περνοῦσε δίπλα στὴ θάλασσα− εἶχε ἕναν μικρὸ κῆπο. Ἦταν στρωμένος μὲ χαλίκια κι εἶχε ἕνα γύψινο ἀγαλματάκι στὴ μέση, ποὺ ἔμοιαζε μὲ γοργόνα. Ἀραιὰ καὶ ποῦ −κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας, καθὼς τὴ νύχτα τὸ μέρος θύμιζε νεκρόπολη− ἔφταναν λεωφορεῖα καὶ πάρκαραν μπροστὰ στὸ παρακείμενο λούνα πὰρκ γιὰ νὰ κατεβάσουν ἐπιβάτες, μετρημένους στὰ δάχτυλα. Ἔμοιαζαν ὅλοι τους συνταξιοῦχοι καὶ σκόρπιζαν γρήγορα εἴτε πρὸς τὰ καταλύματά τους εἴτε πρὸς τὸ μικρὸ καφὲ μὲ τὰ σκαμπὸ ἀπὸ μπαμποὺ εἴτε πρὸς τὸν μόλο.
Τὸ δωμάτιό του, παραδόξως γιὰ δωμάτιο σὲ ἀγγλικὸ οἴκημα, εἶχε μπαλκόνι. Μικρό. Τὸ μπαλκόνι ἔβλεπε στὸ λούνα πάρκ: ξεθωριασμένα χρώματα στὸ καρουσέλ, καλώδια ποὺ κρέμονταν στὰ συγκρουόμενα, σπασμένα λαμπιόνια στὸ ταψί. Ἡ θέα τὸν ἀποσυντόνιζε. Τὸν ἔκανε νὰ θέλει νὰ κλείσει τὰ μάτια του. Στάθηκε γιὰ λίγο στὸ ἄνοιγμα. Ὁ ἥλιος ἔδυε. Προσπάθησε νὰ διακρίνει τὴν ἀπέναντι ἀκτή. Ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιο. Στὸ βάζο τοῦ τραπεζιοῦ ὑπῆρχε μιὰ ἀνθοδέσμη πλαστικὰ λουλούδια. Μόλις τὰ πρόσεξε, ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ τὰ χαρίσει σὲ κάποιον. Σὲ ὁποιονδήποτε. Βγῆκε νὰ βρεῖ κάτι γιὰ φαγητό. Ἀγόρασε fish ’n’ chips, ἀπὸ τὴν καντίνα στὸν μόλο. Τὰ πλαστικὰ λουλούδια ἦταν ἀκόμα στὸ δωμάτιο ὅταν ἐπέστρεψε.
Κάποια στιγμή, ἀσυναίσθητα, ἄρχισε νὰ μιλᾶ μόνος του. Στὴν ἀρχὴ στ’ ἀγγλικά. Ἔπειτα στὰ ἑλληνικά. Τέλος, σὲ συλλαβιστὰ ρουμάνικα, πρὶν σωπάσει.
Τὸ ἑπόμενο πρωὶ κατέβηκε στὴν παραλία. Ἔβγαλε τὰ παπούτσια, ἔχωσε τὶς κάλτσες μέσα, δίπλωσε τὰ μπατζάκια δυὸ φορές. Ἄρχισε νὰ βαδίζει στὴν ἄμμο. Προσπέρασε ἕνα μισοχωμένο πολυβολεῖο − γκρίζο ὅσο ἔπιανε τὸ μάτι του. Πλησίασε τὸν μόλο. Τυλιγμένος σὲ κοτετσόσυρμα καὶ ὁμίχλη. Κάτι φιγοῦρες μυρμήγκιαζαν στὸ βάθος. Πλησιάζοντας διέκρινε χλωμὰ μπούτια καὶ χέρια ποὺ μάζευαν ἀπὸ τὴν ἄμμο καρέκλες, σακοῦλες, μιὰ πολύχρωμη ὀμπρέλα. Προσπέρασε. Περπάτησε ὣς τὴν ἄκρη τοῦ μόλου. Τραγουδοῦσε ἕνα παιδικὸ τραγουδάκι. Ἔσυρε τὰ πόδια του στὸ μουλιασμένο ξύλο − γέμισαν ἀκίδες. Κάθισε ὀκλαδὸν καὶ τραβοῦσε τὶς ἀκίδες ἀπὸ τὴ σάρκα τῶν πελμάτων του. Τὸ Στενὸ κατέβαζε ἀέρα. Τυλίχτηκε στὰ ροῦχα του καὶ συνέχισε. Κάποια στιγμή, ἀσυναίσθητα, ἄρχισε νὰ μιλᾶ μόνος του. Στὴν ἀρχὴ στ’ ἀγγλικά. Ἔπειτα στὰ ἑλληνικά. Τέλος, σὲ συλλαβιστὰ ρουμάνικα, πρὶν σωπάσει. Γύρισε νὰ φύγει. Ἡ βροχὴ τὸν ξαναβρῆκε στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὁ ἀέρας τὸν ἔσπρωχνε στὴν πλάτη. Τὸν κυρίευε τὸ γνωστὸ συναίσθημα ἀργιῶν καὶ διακοπῶν, πὼς εἶχε μείνει μακριὰ ἀπὸ τὸ μενοὺ τῆς καθημερινότητάς του λίγο περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἄντεχε τὸ στομάχι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου