Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Μιχάλης Μακρόπουλος, Το δέντρο του Ιούδα, (Νουβέλα, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2014, σελ. 117)




«Στα πάντα κυριαρχούσε τούτη η αναμονή. Ο Ηλίας δεν πήγαινε στην Αθήνα, τα κορίτσια δεν έρχονταν στο χωριό. Το Πάσχα ίσως. Ίσως. Αλλά το Πάσχα τι; Θα πήγαινε αυτός; Θα πήγαινε αυτός; Θα ’ρχονταν εκείνες; Τους μιλούσε στο τηλέφωνο, Ό,τι είχε σημασία δε λεγόταν. Οι λέξεις κρύβονταν πίσω από λόγια. Οι αληθινές λέξεις ζούσαν άηχες στις σωτήριες σιωπές· τις άκουγε ο Ηλίας στην ανάσα των κοριτσιών στην άλλη άκρη της γραμμής» (σελ. 103).

Νομίζω πως αυτό είναι το σημαίνον γνώρισμα αυτής της εξαιρετικής νουβέλας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Κίχλη. Όχι αυτά που λέγονται ρητά, αλλά οι βοώσες σιωπές ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στα λόγια των ηρώων, που σαν ηπειρώτικος άνεμος χύνονται ορμητικά στα διάκενα. Ναι, υπάρχει ένας καλοδουλεμένος μύθος –με γνωρίσματα αστυνομικής ιστορίας- που εκτυλίσσεται στο Πωγώνι, ένα ορεινό ηπειρώτικο χωριό, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ωστόσο, πίσω από το προοδευτικό ξεδίπλωμα αυτού του “film noir”, σοβεί ο κατακερματισμένος κόσμος ενός ανθρώπου, του Ηλία, που η ζωή του κόπηκε ξαφνικά στα δυο όπως το τσεκούρι του Τακηκούσια κόβει στα δυο τα ξύλα για τα κρύα του χειμώνα. 

Η πρώτη αυτή εικόνα της ιστορίας του Μιχάλη Μακρόπουλου προοικονομεί και το τέλος της, την καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη του Ηλία, ο οποίος σαν τον Τουρκόγιαννο του Θεοτόκη στο εκτενές διήγημα «Ο Κατάδικος» αποφασίζει να θυσιάσει τη ρημαγμένη του ζωή για χάρη της άδολης αγάπης και να αποδειχτεί «μεγάλος ώς το τέλος». Το έργο του Θεοτόκη κλείνει ως εξής: «— Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας· εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μη μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος· δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια!» Ο Ηλίας, άνθρωπος χωρίς παρελθόν (έχασε τη γυναίκα του, τη δουλειά του, την αυτοεκτίμησή του, τη μάνα του), χωρίς παρόν και μέλλον, («ο χρόνος υπήρχε μόνο έξω, ήταν ένας ξένος που με ξένα μάτια παρακολουθούσε τον Ηλία») αποφασίζει την ύστατη στιγμή να γίνει «επιζωήτης» παρά προδότης, ένας κατάδικος που σηκώνει τον σταυρό του δικού του μαρτυρίου αποζητώντας παραμυθία στη μετάνοια, στη θυσία και διασώζοντας τη φιλία (ό,τι πολυτιμότερο μάς έχει απομείνει). Ο Ηλίας σαν άλλος Τουρκόγιαννος ακολουθεί μία ηθική στάση πιστεύοντας πως στη ζωή οι άνθρωποι θα πρέπει να κινούνται πάντοτε με γνώμονα την καλοσύνη και το δίκαιο.

Η ιστορία που μάς αφηγείται με τόση δεξιοτεχνία ο Μακρόπουλος είναι τελικά μια ιστορία βαθιά ανθρώπινη και οικουμενική. Θα τολμούσα να πω, μια ιστορία «σωματική»: "Συχνά καθόταν και κοιτούσε τα χέρια του. Έβλεπε σ’ αυτά ένα τοπίο πλατύτερο κι από κείνο που ανοιγόταν πριν από τον Άι-Δημήτρη. Η άρθρωση σε κάθε λυγισμένο δάχτυλο ήταν μια βουνοκορφή". Μια ιστορία που διαβάζεται απνευστί και με μεγάλο ενδιαφέρον ώς το τέλος. 
Προσωπικά τη διάβασα ακούγοντας το σόλο βιολί του Ηπειρώτη Αλέξη Ζούμπα που ηχογραφούσε προπολεμικά στην Αμερική.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου