Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Δίστομο, 70 χρόνια μετά


Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά 'ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά 'ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία       
(Νίκος Γκάτσος, 'Ελλαδογραφία')


 Νίκος Καββαδίας, Federico Garcia Lorca




Το ιστορικό της σφαγής


Η σφαγή των 223 Διστομιτών από το 4ο Σύνταγμα Αστυνομίας των SS, στις 10 Ιουνίου του 1944, είναι από τα πιο γνωστά ολοκαυτώματα των κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα, μαζί με αυτά των Καλαβρύτων και του Κομένου Άρτας. Ωστόσο, εκείνο που το κάνει ιδιαίτερο είναι το μέγεθος της βαρβαρότητας που επέδειξαν τα SS και όχι τόσο ο αριθμός των θυμάτων.

Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο Fritz Laufenbach, λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει τον λόχο του από τη Λιβαδειά προς το Δίστομο και τα γειτονικά χωριά Στείρι και Κυριάκι, με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στην δυτική πλευρά του Ελικώνα. Οι Γερμανοί, με δύο επιταγμένα ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθύνονταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο. Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες, εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και, εκφοβίζοντας τους χωρικούς, έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και στη θέση Λιθαράκι, περιοχή του Στειρίου, έπεσε σε ενέδρα των ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη αυτή έληξε με οδυνηρές απώλειες για τους Γερμανούς.

Μετά απ' αυτή τη μάχη, οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και, σε αντίποινα για τις απώλειές τους, άρχισαν τη σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνο όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λιβαδειά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, σκοτώνοντας όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους.

Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε κατακραυγή διεθνώς. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.

Αυτή, λοιπόν, η αγριότητα μαρτυρείται ανάγλυφα στις σελίδες του βιβλίου. Παιδιά που επέζησαν, αν και είχαν καταπλακωθεί από τα νεκρά σώματα των γονιών τους και μέσα σε λίμνες αίματος, κράταγαν την ανάσα τους προκειμένου να θεωρηθούν νεκρά από τους κατακτητές. Μανάδες που είδαν τα μωρά τους να λιώνουν από την μπότα των SS και γυναίκες που είδαν τις έγκυες αδερφές τους να ξεκοιλιάζονται από τις ξιφολόγχες και τα έμβρυα να πνίγονται από τα έντερα των μανάδων τους.

Οι σελίδες αυτές είναι γεμάτες μνήμη και πόνο, που όμως μόνο όποιος τις διαβάσει θα μπορέσει να αντιληφθεί την ωμή βαρβαρότητα που μπορεί να υποστεί άνθρωπος από άνθρωπο. Αλλά και να αντιληφθεί πόσο μέσα στην ψυχή των ντόπιων πέρασε αυτή η αγριότητα, που όταν ακόμα και σήμερα κάποιος επισκεφθεί το Δίστομο θα δει γυναίκες μαυροφορεμένες για περισσότερα από 66 χρόνια.

Αυτό όμως που μέχρι σήμερα βασανίζει ολόκληρες γενιές είναι η έλλειψη δικαιοσύνης. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν. Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα...


(ΠΗΓΗ: Χ. Λιόλιος, εφημ. Η ΑΥΓΗ, 11/5/2010)

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε το ποίημα «Επιμνημόσυνη γονυκλισία» για τους εκτελεσμένους του Διστόμου:

Δεν σας ξεχάσαμε.
Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως.
Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους,
όλο αίματα, τρύπες και χώματα.
Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε!
Η καρδιά μας μεγάλωσε, απόχτησε ουρανό
με σελήνη κι αστέρια δικά της, λαμπρά,
για τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους αγίους της.
Σκηνώσατε μέσα της κι υπάρχει απ' όταν
χάσατε εδώ τα παιδιά και τα σπίτια σας.
Υπάρχετε μέσα κι έξω από μας, στα δέντρα
που φυτέψατε και ψήλωσαν, άνθισαν, κάρπισαν
μόνα τους, δίχως εσάς. Δεν σας ξεχάσαμε!...
Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι
δεν φταίμε εμείς. Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά αυτά που το ύψος τους
φαίνεται δύσκολα. Περιβλημένες από ένα
πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα
οι μορφές σας, στέκουν πάνω απ' την ποίηση.
Δε χωράνε στη μουσική. Ούτε φθόγγοι ούτε λέξεις
δεν φτάνουν να φτιάξουμε, ωραίο-ωραίο, καθώς
θα της ταίριαζε, ένα ένδυμα στη θυσία σας.
Αν μπορείτε ν' ακούσετε τη σιωπή μας, ακούστε τη
αδελφοί. Συγχωρέστε μας. Δεν σας ξεχάσαμε!
 Απόσπασμα της εφημερίδας «Ελευθερία» της 13ης Μαΐου 1951

«Όταν η χιτλερική Γερμανία κατέρρευσεν, ο υπεύθυνος διά τας φρικαλεότητας αυτάς υπολοχαγός των Ες-Ες Χάιντς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει εν τω μεταξύ εις την πατρίδα του, εδραπέτευσε και από αυτήν. Και μετέβη εις την Γαλλίαν, όπου εκρύπτετο. Ανεκαλύφθη μόλις το 1949 εις μίαν γαλλικήν πολίχνην κατόπιν ενεργειών του Ελληνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου και της Γαλλικής Αστυνομίας.
Η γαλλική κυβέρνησις ενέκρινε την έκδοσίν του εις τας ελληνικάς αρχάς, αλλ’ ο Ζάμπελ, τρέμων προ των ευθυνών του και διά ν’ αποφύγη την έκδοσίν του, εκήρυξε μίαν θεατρικήν απεργίαν πείνης, την οποίαν όμως ανάνδρως έσπευσε να εγκατάλειψη.
Τώρα, το τέρας αυτό ευρίσκεται εις χείρας της ελληνικής δικαιοσύνης και επρόκειτο να λογοδοτήση ενώπιόν της την 9ην Ιουνίου, δηλαδή επτά ακριβώς έτη από της ημέρας κατά την οποίαν διέπραξε το έξω πάσης σκοπιμότητος στυγερόν έγκλημά του. Παρενέβη όμως προστάτης του και συνήγορός του -φανταζόμεθα όχι ατομικώς, αλλ’ υπό την επίσημον ιδιότητά του- ο γενικός πρόξενος της Γερμανίας.
Να μη δικασθή ο Χάιντς Ζάμπελ (ο χιτλερικός εγκληματίας πολέμου), ζητεί ο γενικός πρόξενος της αποναζιστικοποιηθείσης δημοκρατικής Δυτικής Γερμανίας; Διότι ακόμη και εις την Γαλλίαν έπαυσαν αι δίκαι κατά Γερμανών. Ο,τι έγινεν έγινεν... Και η σχετική είδησις αναφέρει ότι ο Ελλην υπουργός της Δικαιοσύνης (πού να ευρίσκετο άραγε το 1944;) θα υπόδειξη -κατόπιν του προξενικού αυτού διαβήματος- ν’ αποσυρθή από τον επίτροπον του Ειδικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου η υπόθεσις Ζάμπελ, έως ότου επιληφθή του ζητήματος το Υπουργικόν Συμβούλιον, διά ν’ αποφανθή αν θα συνεχισθή ή θα παύση τελικώς η δίωξις κατά του κτήνους αυτού, που ευρίσκεται με τας πράξεις του όχι μόνον έξω από την γερμανική κοινότητα, αλλά και έξω από την κοινωνίαν των ανθρώπων.
Σκανδαλίζουν και εξοργίζουν, αλλά και εκπλήσσουν τον ελληνικόν λαόν αι ενέργειαι αυταί του Γερμανού γενικού προξένου. Διότι κανένας Ελλην δεν ημπορεί να φαντασθή ότι το γερμανικόν έθνος (το οποίον υπήρξε τόσον αυστηρόν προς τα χιτλερικά κτήνη, ώστε να εισαγάγη επανειλημμένως εις δίκην Γερμανούς αθωωθέντας από συμμαχικά δικαστήρια), αγωνίζεται ν’ απόσπαση από τας χείρας της ελληνικής δικαιοσύνης έναν τερατώδη εγκληματίαν πολέμου, ωσάν τον υπεύθυνον των σφαγών του Διστόμου...».

'Ένα τραγούδι για τον Αργύρη'  (Αργύρης Σφουντούρης)



 ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ (του Α. Σφουντούρη)

Στο χέρι του παππού ο εγγονός βαδίζει

Κι ανάμεσα τους λείπει μια γενιά.
Ο εγγονός όλο ρωτά, γιατί αυτός ελπίζει
Να μάθει όλα της ζωής τα μυστικά.


Και στέκεται ο παππούς στού δρόμου τη γωνιά

Κι αναστενάζει. Κι ύστερα πάλι συνεχίζει
Το κουρασμένο βήμα του, γυρτός, αργά-
Μια έγνοια φαίνεται στην κόμη του ν’ ασπρίζει


Που χρόνια τώρα συνεχώς τον τυραννά.

Κι ο εγγονός στο χέρι του όλο ρωτά
Γιατί ο θάνατος τους νέους να θερίζει -.


Στο χέρι του παππού ο εγγονός βαδίζει

Και το κενό στη μέση του θυμίζει
Κάδρο χωρίς ζωγραφιά


Ο Αργύρης Σφουντούρης γεννιέται το 1940 στο Δίστομο. Οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη γεννηθεί, και τώρα οι γονείς χαίρονται για την γέννηση του πρώτου τους γιού. Και μαζί τους χαίρεται και ο παππούς, που θα έχει έναν εγγονό, που σύμφωνα με την παράδοση θα πάρει το όνομά του: Αργύρης.
Τον Απρίλιο του 1941 εισβάλλει η Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Ως συνέπεια της κατοχής ο πληθυσμός των πόλεων σύντομα αρχίζει να υποφέρει αφάνταστα από τον λοιμό. Αντίθετα από τις πόλεις, η καθημερινότητα του χωριού στην κατοχή, μακριά από τις πόλεις, αντέχεται. Όμως, στις 10 Ιουνίου του 1944 χτυπάει το χωριό μια απρόσμενη συμφορά. Αφού στρατιώτες μιας γερμανικής ειδικής μεραρχίας των Ες-Ες κλείνουν τους δρόμους προς το χωριό, αρχίζει αυτό, που οι Γερμανοί τότε το ονόμασαν «μέτρα εξιλέωσης»: Ως εκδίκηση για το θάνατο μερικών συμπατριωτών τους σε μία μάχη με Έλληνες αντάρτες κοντά στο διπλανό χωριό, οι Γερμανοί στρατιώτες σκοτώνουν πρώτα 12 αγρότες και μετά σφάζουν ολόκληρο τον πληθυσμό του χωριού. Σκοτώνουν πάνω από 200 κατοίκους, βρέφη, παιδιά, εγκύους γυναίκες, ακόμη και τους ηλικιωμένους του χωριού. Ο Αργύρης χάνει τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς. Η σφαγή, που γίνεται μόλις τέσσερις μέρες μετά την εισβολή των συμμάχων στη Νορμανδία (6 Ιουνίου του 1944), θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες θηριωδίες του είδους της.

H ταινία

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου