Γιώργος Ιωάννου "Στου Κεμάλ το σπίτι" και Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος "Ο οβολός"
Ηλίας Χ.
Παπαδημητρακόπουλος, «Ο οβολός», Από το "Ο Οβολός"
(1999), εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012.
Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της - ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζιλίκι.
Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της - ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζιλίκι.
- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!
Σχόλια
Το έργο του
Παπαδημητρακόπουλου, που κατατάσσεται στη μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία, διακρίνεται
από λιτότητα λόγου, λεπτή ειρωνεία και τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια
της νεότητας. Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, στρατιωτικός γιατρός, είναι κυρίως
διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος
του Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων του «Ροζαμούνδη».
1) Και στα δύο κείμενα υπάρχει έντονο το βιωματικό
στοιχείο. Ιωάννου και Παπαδημητρακόπουλος δεν αυτοβιογραφούνται πάντα, αλλά και
δεν μπορούν να γράψουν κάτι που δεν τους αφορά. Ο πρώτος έχει ως κέντρο τη
Θεσσαλονίκη, ο δεύτερος τον Πύργο, δηλ. τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
2) Οι αφηγητές νοσταλγούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και
με οδηγό τη μνήμη ‘επιστρέφουν’ σ’ αυτήν, για να θυμηθούν έναν κόσμο οριστικά
χαμένο. Κι όμως η ανάμνηση λειτουργεί παραμυθητικά («σκεφτόμουν όλα εκείνα τα
παρελθόντα»). Μικρές ειδυλλιακές-νοσταλγικές περιδιαβάσεις στο παρελθόν πριν από
κάποιο ζοφερό συνήθως και σύντομο «φινάλε».
3) Η μουριά και η μανταρινιά, τα δύο δέντρα,
λειτουργούν συμβολικά. Συμπυκνώνουν τον ανθρώπινο κόσμο του παρελθόντος που η πρόοδος
ξεθεμελίωσε. Η Τουρκάλα ζητάει μούρα στην κάθε της επίσκεψη και ο αφηγητής τρώει
μανταρίνια, σαν ένα είδος μετάληψης, για να επανασυνδεθούν με τις ρίζες του
παρελθόντος. Ένας ύμνος στη ζωή!
4) Και οι δύο αφηγητές παρατηρούν την εισβολή του νέου
κόσμου στον παλιό, που δεν σέβεται καμιά αξία.
«Το πουλήσαμε
στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια.
Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο. Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν
το πατρικό μου. … Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από
τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε
μείνει ούτε δείγμα». Ο Ιωάννου, πάλι, μιλάει για «εξαμβλώματα» και «φρικαλέεες
πολυκατοικίες». Η αστικοποίηση αντιπαραβάλλεται στον προπολεμικό κόσμο.
5) Ωστόσο, ο Παπαδημητρακόπουλος είναι λίγο πιο ‘αισιόδοξος’.
Όσο κι αν η πρόοδος αλλά και η απρονοησία των ανθρώπων ρήμαξαν τους αγαπημένους
τόπους της παιδικής Εδέμ, υπάρχουν ακόμα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο. Η
μανταρινιά, γερασμένη πια και απότιστη, «Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει»
και να προσφέρει τους χυμούς της στον αφηγητή. Είναι χαρακτηριστικό πως και
στα δύο κείμενα οι πρωταγωνιστές φυλάγουν στην τσέπη τους τα φρούτα ως πηγή ζωής,
ως φάρμακο προσωρινής ανακούφισης.
6) Η σχέση των προσώπων με τα δέντρα είναι σχέση ‘ερωτική’.
Ο Ιωάννου περηφανεύεται για τη μουριά («Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες
μουριές… και ακόμα πιο πέρα») και ο Παπαδημητρακόπουλος χαϊδεύει τη μανταρινιά
σαν να αποχαιρετά την ίδια του τη μάνα.
7) Επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε και στα δύο κείμενα
την απουσία μελοδραματισμού καθώς και την ελλειπτικότητα στην έκφραση. Η Τουρκάλα
είναι ιδιαίτερα συγκρατημένη και εκφράζεται με αξιοπρέπεια, ενώ ο αφηγητής του
Π. αποχαιρετά τη μάνα του δίχως ξεσπάσματα «Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της
γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το
κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί: - Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!».
8) Ο Ιωάννου βέβαια εκφράζεται
με ειρωνεία για όσους καταστρέφουν τον παλιό κόσμο, κάτι που επιμελώς αποφεύγει
ο Π.
9) Η εστίαση και στα δύο κείμενα
είναι εσωτερική, αφού οι ιστορίες δίνονται από την οπτική γωνία ενός προσώπου,
του αφηγητή, ο οποίος είναι δραματοποιημένος. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ο
αφηγητής στον Ιωάννου συμμετέχει στα δρώμενα ως δευτεραγωνιστής, ενώ ο αφηγητής
στον Π. ως πρωταγωνιστής.
10) Και οι δύο συγγραφείς με λόγο
κοφτερό και ακαριαίο, φωταγωγούν το σκηνικό δύο πόλεων, σαν το φλας μιας
φωτογραφικής μηχανής.
Εξαιρετική επιλογή και προσέγγιση των κειμένων. Ευχαριστώ !
ΑπάντησηΔιαγραφή