Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Ανέκδοτο διήγημα


Dies natalis invicti solis[1]
του Δημήτρη Χριστόπουλου
 μια ολοκληρη γειτονια βρίσκεται απ’ το πρωί στο πόδι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας αποφάσισαν να γίνουν βοηθοί ζαχαροπλάστη. Σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και όφειλαν ως ήταν το έθιμο να ετοιμάσουν προσφορές γλυκισμάτων με βάση τη ζύμη, τους ξηρούς καρπούς και το μέλι. Γιορτές δίχως μέλι δεν γίνονται.
*
Το μικρό ζαχαροπλαστείο ανήκε τα τελευταία πενήντα χρόνια στην κυρία Μελίνα. Μελίνα λέγανε και την πολίτισσα τη γιαγιά της, Μελίνα και τη μάνα της. Στο μαγαζί της κάθε γλύκισμα είχε ως βάση του το μέλι. Η Μελίνα (γιαγιά-μάνα-εγγονή) πίστευε πως το μέλι ήταν μια θεϊκή τροφή διότι έπεφτε από τον ουρανό, μαζί με την πρωινή δροσιά πάνω στα λουλούδια και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες, και πρόσφεραν μελίπηκτα γλυκίσματα στη Δήμητρα.
Όταν μίλαγε για το μέλι μέλωνε η ίδια. Στην κυρία Νίκη, που είχε προβλήματα με τον αγροίκο τον άντρα της, εξηγούσε πως, αν θέλει την εύνοια των αγαθών δυνάμεων, έπρεπε να δώσει στους καλικαντζάρους λουκάνικα και λουκουμάδες. Τότε και ο άντρας σου θα γλυκαθεί και θα μερέψει. Στην κυρία Βάσω, που είχε κόρη της παντρειάς αλλά γαμπρός δεν φαινόταν πουθενά, βάλε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων το σταυροψώμι στη μέση του τραπεζιού και γύρω γύρω φρούτα βουτηγμένα στο μέλι και με τον ερχομό του νέου έτους ετοίμαζε τα στέφανα. Η κυρία Βάσω έφευγε με το χαμόγελο στα χείλη. Την Άνοιξη θα πάντρευε την κόρη της.
Απ’ το μαγαζάκι της Μελίνας όλος ο κόσμος προμηθευόταν – για την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου - κλώνους ελιάς, ένα μεγάλο ρόδι και ένα μπολ γεμάτο μέλι, σύμβολο ευτυχίας και ευγονίας για κάθε σπιτικό. Οι βαρκάρηδες κι οι νοικοκύρηδες των μεγάλων καϊκιών την ημέρα της Πρωτοχρονιάς περνούσαν από κει για να πάρουν στο καΐκι ένα ρόδι και τηγανίτες με άφθονο μέλι για το καλό του χρόνου. Το μέλι της Μελίνας συνόδευε το «Ανέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης».
Ήλιος για τη μικρή κοινότητα του νησιού ήταν η Μελίνα με τα γλυκίσματά της. Η Μελίνα ήταν η ιέρεια του μελιού. Υιοθετούσε την αιγυπτιακή παράδοση πως ο θεός Ρα έκλαψε και τα δάκρυα από τα μάτια του έπεσαν στο χώμα και μεταμορφώθηκαν σε μέλισσες. Οι μέλισσες άρχισαν αμέσως να τρυγούν το νέκταρ των λουλουδιών κι έτσι το μέλι και το κερί γεννήθηκαν από αυτά τα δάκρυα. Δεν υπήρχε γλυκό που να μην έχει ως βάση του το μέλι: καλαθάκια με κρέμα γιαουρτιού, κέικ μήλου με μελάσα, μπισκοτάκια πιπερόριζας, δίπλες, λουκουμάδες, κανταΐφι, και άλλα πολλά.
Όποιον πάταγε στο κατώφλι της τον φίλευε κι από μια δημιουργία της. Αυθεντικά έργα τέχνης. «Μεράκι, αγάπη και γνώσεις χρειάζεται κάθε τέχνη», έλεγε με καμάρι. Η Μελίνα με τη γιαγιά την πολίτισσα ήταν μια γνήσια γραικιά, όπως ήθελαν να την αποκαλούν. Κάποιο Πάσχα, όταν ένας νεόπλουτος επισκέπτης του νησιού ζήτησε «τσιζ κέικ», θύμωσε τόσο πολύ που ο άνθρωπος φοβήθηκε. «Πρώτα θα φας από τα χεράκια μου φρέσκια μυζήθρα με μέλι» και μετά να δούμε αν θα ξαναγυρέψεις αυτό το πράμα».
*
Τα τελευταία χρόνια η Μελίνα είχε και βοηθό. Η ζήτηση μεγάλωνε, οι παραγγελίες πλήθαιναν και τα δυο της χέρια δεν έφταναν να ετοιμάζει τόσα διαφορετικά γλυκά. Σα μάννα εξ ουρανού έπεσε στο κονάκι της ο Ομάρ απ’ το μακρινό Ιράν. Ο Ομάρ ήταν ένας πραγματικός ποιητής που εξ ανάγκης ασχολήθηκε και με τη μαγειρική. Στην πατρίδα του δούλευε μάγειρας σε ξενοδοχείο. Μαζί με άλλους συμπατριώτες του ακολούθησαν την τύχη (;) εκατομμυρίων ανθρώπων να περάσουν λαθραία στην Ευρώπη. Ο Μεχμέτ, ένας συγγενής τού συμπαραστάθηκε, του έβγαλε παράνομα χαρτιά και τον έβαλε στο βαπόρι για το νησί. Εκεί, θα βρεις σίγουρα δουλειά και καλούς ανθρώπους και δεν λάθεψε. Μια μέρα που η Μελίνα πνιγόταν στη δουλειά, ο Ομάρ προθυμοποιήθηκε να της δώσει ένα χεράκι. Από τότε, κάθε μέρα από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ τα μελαμψά του χέρια ζυμώνουν και ψήνουν γλυκά. Η Μελίνα αποφάσισε να τον κρατήσει γιατί ο Ομάρ δούλευε απαγγέλλοντας Ρουμπαγιάτ: «Όμοια γι’ αυτούς που για το Σήμερα φροντίζουν, / μα και γι’ αυτούς που κάποιο Αύριο ατενίζουν / κράζει ο μουεζίνης απ’ τό Σκοτεινό Πυργί: /
«Τρελοί! η αμοιβή σας δεν είν’ ούτε Εδώ ούτ’ Εκεί». Με τον Ομάρ στη δούλεψή της, οι συνταγές αυξήθηκαν και οι παραγγελίες αβγάτεψαν. Οι ντόπιοι δοκίμασαν τον περσικό χαλβά και έκτοτε ο χαλβάς απ’ την Περσία έγινε το αγαπημένο τους γλυκό.
Ο Ομάρ θα μπορούσε να είναι ο γιος που έχασε πριν από τριάντα χρόνια, όταν ο ομφάλιος λώρος έβαλε θηλιά στο λαιμουδάκι του μωρού. Τα μεσημέρια τρώγανε μαζί. Ο Πέρσης ποιητής, όπως χαϊδευτικά τον έλεγε, της μαγείρευε fesengun, το περσικό βασιλικό φαγητό. Εσύ είσαι η βασίλισσα του μελιού και μια βασίλισσα οφείλει να τρώει μόνο fesengun. Με τη γλώσσα δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Μίλαγε φαρσί τα ελληνικά γιατί από παλιά αγαπούσε καθετί ελληνικό. Και μείς και σεις είμαστε πανάρχαιοι λαοίž δεν αντέξαμε αυτό το βάρος, έλεγε μελαγχολικά. Και η Μελίνα κουνούσε συγκαταβατικά την κεφαλή της. Στο τέλος του συμποσίου τους ο Ομάρ πρόσφερε για επιδόρπιο μαλεμπί και η κυρία Μελίνα θυμόταν τότε την πολίτισσα γιαγιά Μελίνα. Άρχιζε τότε τις ιστορίες της και τα σμυρνέικα τραγούδια της μάνας της. Μεθυσμένη από μνήμες και αρώματα έγερνε στον σοφά της και ονειρευόταν την Πόλη και τη Σμύρνη, κι ας μην είχε ταξιδέψει ποτέ στα μέρη εκείνα. Ο Ομάρ την άκουγε μαγεμένος και όταν αυτή αποκοιμιόταν, άρχιζε τις δικές του αφηγήσεις για την όμορφη Νασρίν και την απάνθρωπη θανάτωσή της στις φυλακές του  Mashad Vahil Abad, με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον της άρχουσας τάξης, για τις κόρες του που η κυβέρνηση τις εξαφάνισε, για τους γονείς του που βρέθηκαν απαγχονισμένοι, επειδή δεν υπέκυψαν στον φόβο και στον εκφοβισμό.
*
Στα μέσα Δεκεμβρίου – που ο φωτοδότης και ζωοδότης ήλιος έχει απομακρυνθεί από τη γη - το λιμενικό με μια αστραπιαία κίνηση έφτασε νύχτα στο νησί και συνέλαβε τον Ομάρ. Κανείς δεν κατάλαβε το παραμικρό. Η Μελίνα μάταια τον περίμενε τα ξημερώματα. Οι εφημερίδες αργότερα έγραψαν πως μαζί με άλλους ιρανούς πρόσφυγες έραψαν τα στόματά τους, με ίνες από κορδόνια, σε μία ένδειξη διαμαρτυρίας, ώστε να τους χορηγηθεί άσυλο και να αποφύγουν τον επαναπατρισμό τους.
Στις 25 Δεκεμβρίου, που ο ήλιος πλησιάζει ξανά την γη και η μέρα μεγαλώνει, οι αρχαίοι Πέρσες γιόρταζαν τα γενέθλια του Μίθρα, του θεού του Ηλίου και του φωτός, το «γενέθλιον του αήττητου φωτός». Οι κάτοικοι της μικρής νησιωτικής κοινότητας δεν ξέχασαν τον Ομάρ. Ξημερώνοντας η μέρα της γέννησης του Θεανθρώπου έκαναν προσφορές γλυκισμάτων με βάση την ζύμη, τους ξηρούς καρπούς και το μέλι, για να ’χει ο Θεός καλά τον δικό τους Πέρση.




[1] Το γενέθλιο του αήττητου ήλιου.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ!

5 σχόλια:

  1. Συγκινητικά καταπληκτικό!...
    Τίνος; Δικό σου μήπως;
    Μπορώ να έχω ένα ακόμη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια, κυρία Στράτη.
    Να έχετε μια Καλή κι Ευτυχισμένη Χρονιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εγώ ευχαριστώ για τη συγκίνηση... Είχα ξεχάσει πως μπορεί να προκληθεί από διήγημα!
    Είναι δηλωμένος ο συγγραφέας, το είδα όταν συνήλθα...

    Καλή χρονιά, συνάδελφε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. τρυφερό, ταξιδιάρικο σε τόπους, εικόνες, μυρωδιές και συναισθήματα, τόσο όμορφο...
    και ανάμεσα σε όλα όσα ένιωσα διαβάζοντας το, ξεχωρίζω ένα κρυφό καμάρι που είσαι φίλος μου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή