[Από το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου "Κάτι θα γίνει, θα δεις]
Αφιερωμένο στους εργάτες της Ε.Χ. που έδωσαν μαθήματα αγωνιστικότητας
Πάει ένας μήνας τώρα. Σίγουρα άρχισε πιο νωρίς αλλά εγώ πάει κάνας μήνας που το 'μαθα. Μόλις τέλειωνε απ' τη δουλειά ο Πέτρος έβγαινε με το Καντέτ στη Θηβών και περίμενε. Δούλευε στις αποθήκες του Γκρέκα πίσω απ' τον Πλάτωνα στη Θηβών και μόλις σχόλαγε τ' απογέματα έβγαινε με το Καντέτ στη Θηβών και παραφύλαγε τ' αμάξια που περνούσαν. Άναβε αλάρμ κι άναβε τσιγάρο κι έβαζε στο κασετόφωνο καμιά κασέτα από κείνες που του 'χα δώσει και κατέβαζε το παράθυρο και κοίταζε τ' αμάξια που περνούσαν. Και μόλις σταμπάριζε κανένα ακριβό - κάνα τζιπ θηρίο κάνα γκάμπριο κομπρέσορα - έβαζε μπρος κι έφευγε και το ακολουθούσε. Πειραιά Καστέλα Φάληρο και πιο μακριά ακόμα. Γλυφάδα Βούλα Ηλιούπολη - και πού δεν πήγε. Έπαιρνε από πίσω τ' ακριβά αμάξια γιατί ήθελε λέει να δει πού μένουνε ή πού δουλεύουνε αυτοί που τα οδηγούσαν. Ώρες ολόκληρες γύριζε σαν άδικη κατάρα. Και τη νύχτα που μου τα 'πε όλα αυτά ήρθε σπίτι σουρωμένος κι έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι κι άναψε τσιγάρο και τραγούδησε ένα τραγούδι του Robert Johnson - τα λόγια δεν τα 'ξερε μόνο το σκοπό ήξερε να πιάσει - κι ύστερα είπε πως είναι παράξενο να 'σαι φτωχός, μου είπε ο Πέτρος, είναι σα να 'σαι σαν εκείνους τους πιγκουίνους που δείχνουν στην τηλεόραση που βλέπουνε τους πάγους γύρω τους να λιώνουν και δεν ξέρουν από πού να πιαστούν και πώς να γλιτώσουν από την τρέλα την πολλή κι από το φόβο που 'χουν ορμάνε να φάει ο ένας τον άλλον - έτσι είναι, είπε ο Πέτρος. (...)
Δυο μήνες μέσα μάς έχει βάλει ο Γκρέκας, είπε. Μαζευτήκαμε απ' τις τέσσερις έξω απ' το λογιστήριο και περιμέναμε. Δεκαπέντε είκοσι άτομα. Πρόλαβαν πληρώθηκαν πέντ' έξι κι άλλοι μείναμε πάλι ρέστοι. Εγώ ήμουνα όγδοος. Φωνάξαμε βρίσαμε τίποτα. Την άλλη βδομάδα λέει. Ήταν εκεί κι ένας μπαρμπα-Κώστας που δουλεύει το κλαρκ μόλις τ' άκουσε πάρ' τονα κάτω. Τρέχαμε να τον συνειφέρουμε. Δεν υπάρχει πιο. Πώς το λένε πιο ταπεινωτικό πράγμα απ' αυτό. Να 'σαι δυο μήνες απλήρωτος να περιμένεις στην ουρά να πληρωθείς και πριν έρθει η σειρά σου να σου λένε τέρμα τελειώσανε τα λεφτά από βδομάδα πάλι. Αρρώστια. Αρρώστια. Σου τσακίζει την ψυχή πώς το λένε. Έπρεπε να μας έβλεπες όμως. Σαν πιγκουίνοι ήμασταν. Έτσι που περιμέναμε στην ουρά ο ένας πίσω απ' τον άλλον και προχωράγαμε βήμα βήμα και τεντώναμε το κεφάλι για να δούμε τι γίνεται στο λογιστήριο κι αν πήρε τα λεφτά αυτός που 'χε μπει μέσα. Σαν πιγκουίνοι μοιάζαμε στ' αλήθεια. Κι όση ώρα περιμέναμε εκεί ήμουνα έτοιμος να χιμήξω σ΄αυτόν που στεκότανε μπροστά μου κι ήξερα πως αυτός που στεκότανε πίσω μου ήταν έτοιμος να χιμήξει σε μένα. Γιατί το ξέραμε πως τα λεφτά δεν έφταναν για όλους. Θα σου σηκωνότανε η τρίχα έτσι και μας έβλεπες. Σαν πιγκουίνοι σου λέω. (...)
(Παρόμοιες σκηνές πολύ φοβάμαι πως σε λίγο καιρό θα είναι καθημερινό θέαμα... Τελικά η τέχνη μιμείται τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;)
OΕλύτης στη συλλογή «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» (1960) περιέλαβε το ποίημα Ο ύπνος των γενναίων, που είναι εμπνευσμένο από τον πόλεμο του ’40. Ο κόσμος του Ελύτη είναι μια ανεστραμμένη
πραγματικότητα. Για τον ποιητή οι νεκροί μετά θάνατον αποτελούν άυλες φιγούρες,
ενός υπερκείμενου κόσμου, μέσα στον οποίο δικαιωμένοι απολαμβάνουν τη μακαριότητά
τους.Η ανάσταση δεν
συντελείται σ’ έναν χώρο άυλο και μεταφυσικό· η ανατροπή του υπάρχοντος
κόσμου από έναν κόσμο στον οποίο θα κυριαρχούν η αλήθεια, η αθωότητα
λειτουργείσωτήρια. Με άλλα λόγια, για
τον ποιητή η σωτηρία βρίσκεται μέσα σ’ έναν κόσμο ικανό να κυριαρχείται από
αξίες και απ’ την Αρετή. Μορφολογικά η Αρετή εμφανίζεται σαν μια δροσοσταλίδα:
η καθαρτήρια δύναμη του νερού είναι αναγνωρίσιμη μέσα σ’ αυτή την παρομοίωση,
καθώς η Αρετή έρχεται για να ξεκαθαρίσει τη σήψη. Στη συνέχεια γίνεται ένα αγοροκόριτσο,
που μέσα απ’ την ορμή της νιότης του θα κληθεί να σώσει τον κόσμο και να επαναφέρει
σ’ αυτόν το χαμένο φως.
Η
Κύπρια συγγραφέας Τίτσα Διαμαντοπούλου στο διήγημά της με τίτλο «Χωρίς ύπνο»
(που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Το μαγαζί με τα μπαχαρικά και άλλα διηγήματα», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011), μιλάει όχι για τον ύπνο των «γενναίων»,
αλλά για τη μόνιμη κατάσταση μιας φοβικής κοινωνίας που υπνώττει νυχθημερόν.
Χρησιμοποιώντας τη minimalφόρμα
του διηγήματος, δημιουργεί με δηκτικό τρόπο μια αλληγορική ιστορία για έναν άνδρα
που πάσχει από μια σπάνια αρρώστια(;): την αγρύπνια τη διανοητική. Το
περιβάλλον του μάλιστα τον κάνει να νιώθει ένοχος και μάλιστα να θεωρεί εαυτόν
επικίνδυνο για τη μετάδοση του ιού της αγρυπνίας.
Νομίζω
πως η συγγραφέας έγραψε ένα πολύ επίκαιρο κείμενο για τη μαζική ύπνωση της ελλαδικής
κοινωνίας, που όλο και περισσότερο επιβεβαιώνει την κλινική εικόνα μιας
κοινωνίας που πάσχει από το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης». Άνθρωποι υπνωτισμένοι,
ψοφοδεείς, βασανισμένοι, εξαθλιωμένοι, εξαρτημένοι ωστόσο από τους «βασανιστές» τους.
Χωρίς ύπνο
Ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Μήνες, ίσως
και χρόνια, κοιτώντας το ίδιο σημείο, ξημερωνόταν στην ίδια θέση, άγρυπνος. Οι
φήμες, επίσης, έλεγαν πως δεν αισθανόταν κούραση ή νύστα. Ο γιατρός τον
υποδέχτηκε καθιστός στο γραφείο του. Έδειχνε να τον ακούει με προσοχή, αλλά
στην πραγματικότητα νύσταζε. Η νύχτα που προηγήθηκε ήταν νύχτα κραιπάλης. Η
νεαρή γραμματέας του γινόταν όλο και πιο απαιτητική. Σημείωνε κάτι με
σοβαρότητα ψεύτικη σ’ ένα χοντρό τεφτέρι. Εκείνος ήθελε να του ανοίξει την
καρδιά του, όπως θα μιλούσε σε άνθρωπο δικό του.
«Γιατρέ, το φαντάζεστε;
Έχω να κοιμηθώ χρόνια».
Ο γιατρός μετατόπισε τα
γυαλιά του. Η περίπτωση ήταν άκρως ενδιαφέρουσα. Σαν ναηχούσε μέσα του ένα τεράστιο ξυπνητήρι. Από
το βάθος μιας αίθουσας παιχνιδιών φάνηκε ένα κουρδιστό μανιτάρι. Τον
περιεργάστηκε σαν να έβλεπε πρώτη φορά ανθρώπινο ον.
«Δεν μπορείτε να
κοιμηθείτε; Και το λέτε σαν να μη συμβαίνει τίποτε;».
«Το ξέρω πως άργησα. Θα
έπρεπε να έχω έλθει νωρίτερα» απολογήθηκε αυτός.
«Νωρίτερα;» εξανέστη ο
γιατρός. «Μόνο νωρίτερα; Η περίπτωσή σας συνιστά κίνδυνο για όλους τους
νυσταλέους, θέλω να πω τους κανονικούς ανθρώπους. Μπορεί να είναι κάτι
μεταδοτικό. Δεν αποκλείεται να έχετε κιόλας μολύνει αρκετούς με αυτή την
αποτρόπαιη αρρώστια».
Ζάρωσε σε μια γωνιά της
πολυθρόνας. Αυτή την εξέλιξη δεν την περίμενε. Του ήταν δύσκολο να φανταστεί
τον εαυτό του επικίνδυνο.
Ο γιατρός κόλλησε τα
γυαλιά στη μύτη του, ενώ ίδρωνε από εκνευρισμό.
«Αμφιβάλλετε ότι συνιστάτε
απειλή για την υγιώς σκεπτόμενη ανθρωπότητα; Όταν όλοι κοιμούνται τον ύπνο του
δικαίου, εσείς ξαγρυπνάτε μηχανευόμενος ποιος ξέρει τι!».
Ως εδώ ήταν, σκέφτηκε, ενώ
ο γιατρός συνέχιζε με ένα ακαταμάχητο λογύδριο. Το τσουλούφι κόλλαγε στο
μέτωπο, το γεμάτο κοκκινίλες από την έξαψη.
«Γιατρέ, ησυχάστε» τόλμησε
ν’ αντιτείνει. «Θέλω να γιατρευτώ. Ζητώ τη βοήθειά σας ή κάποιον, τέλος πάντων,
που να μπορεί να με βοηθήσει». Απορούσε με το θάρρος του.
«Πολύ αργά, κύριε, πολύ
αργά» κατέληξε ο επιστήμων, κουνώντας το κεφάλι ανάμεσα στους κυρτούς ώμους,
σαν να είχαν πέσει πάνω τους όλες οι συμφορές της γης. Η στάση του γιατρού τον
οδήγησε στην απελπισία.
«Η σοβαρότητα της
καταστάσεώς σας, κύριε, έγκειται στο γεγονός πως αμφισβητείτε ένα θείο δώρο,
αυτό του ύπνου. Πώς τολμάτε; Περιφρονείτε τον Θεό, κύριε;».
«Ποτέ δεν είχα καμία
αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού, πιστέψτε με. Προέρχομαι, ξέρετε, από
θρησκευόμενη οικογένεια. Παρόλ’ αυτά δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή την κατάσταση
στη ζωή μου».
«Τη ζωή σας! Τη ζωή σας!»
εξεμάνη αυτός, τονίζοντας την τελευταία λέξη. «Τι εγωισμός! Και ποιος σας είπε
ότι η «ζωή» ή αυτό που εσείς ονομάζετε «ζωή σας» σάς ανήκει; Είστε ένοχος,
κύριε, ένοχος έως θανάτου!» ούρλιαξε αλλόφρων ο γιατρός, ενώ οι κοκκινίλες στο
πρόσωπό του έγιναν σκούρα αιματώδη σημάδια.
«Ησυχάστε», είπε αυτός. «Θα
σας απαλλάξω από την παρουσία μου. Δεν ήθελα να σας ταράξω. Τα ίδια μου λέει
και η γυναίκα μου. «Κλέαρχε, είσαι ηλίθιος». Πάντα σε κάνουν οι άλλοι ό,τι
θέλουν. Σαν ένα κομμάτι ζυμάρι που το πλάθουν ανάλογα με τις ορέξεις και τα
συμφέροντά τους. Αυτό είμαι. Τώρα το καταλαβαίνω. Συγγνώμη. Είναι κι αυτό το
πρόβλημα της κόρης μου. Υποφέρει από παιδί από μια σπάνια αρρώστια. Με
συγχωρείτε και πάλι για την αναστάτωση που σας έφερα».
Ο επιστήμων είχε γείρει το
κεφάλι σαν να κοιμόταν. Τα γυαλιά είχαν φύγει από τη θέση τους. Έμοιαζε
περισσότερο με καρικατούρα, παρά με κανονικό άνθρωπο.
Εκείνος σηκώθηκε για να
φύγει. Βγήκε στον δρόμο, όπου όλα έμοιαζαν περαστικά, φευγαλέα. Πάνω από
ρυπαρούς φράχτες αργοσάλευαν ζωύφια και έντομα. Μια έντονη μυρωδιά ανθρώπινης
κοπριάς κόλλησε στα ρουθούνια του. Χαιρέτησε κάποιον χωρίς να περιμένει
απάντηση. Αυτός τον κοίταξε σαν να είχε δει φάντασμα. Του έλειπε το κρεβάτι
του, όπου ξάπλωνε τα χρόνια της αγρύπνιας, περιμένοντας ν’ αναπαυτεί. Το σώμα
απλώς υπακούει στην παντοδυναμία του μυαλού. Πλανήθηκε μέσα στο βουητό της
πόλης, ώσπου διέκρινε ένα κτίσμα που του φάνηκε σαν χαμόσπιτο. Φάνηκε η μορφή
του φαρμακοποιού. Ήταν γελαστός και ευκίνητος σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας.
Φαρμακείο «Η Πανάκεια».
Έβαλε στην προθήκη ένα μακρόστενο κουτί και με μεγάλα ευδιάκριτα γράμματα
έγραψε: «Πωλείται θαυματουργό φάρμακο κατά της αϋπνίας».
Αυτός κοντοστάθηκε για
λίγο και μετά συνέχισε τον δρόμο του χαμογελώντας αδιάφορα.
Στις μέρες μας οι λέξεις παρελαύνουν μπροστά στους περιδεείς θεατές όπως ένας
ακατανόητος στρατός κατοχής που απονοηματοδοτεί την έννοια της ελευθερίας. Και
την απονοηματοδοτεί εξηγώντας - ως απολύτως κυρίαρχος λόγος - ότι η υποδούλωση
αποτελεί υποχρέωση.
«Aν δεν μάθεις γράμματα, θα γίνεις σκουπιδιάρης». Αυτή ήταν η ύστατη (και κάθε άλλο παρά πολιτικά ή παιδαγωγικά σωστή) προειδοποίηση ή απειλή στην οποία κατέφευγαν κάποτε οι δάσκαλοι για να συνετίσουν τους νωθρούς μαθητές τους.
Αυτό το εφιαλτικό μέλλον ήταν χειρότερο από την προοπτική της μετανάστευσης στη Γερμανία. Στη φτωχή μεταπολεμική Ελλάδα η μαύρη μοίρα για ένα παιδί που «δεν έπαιρνε τα γράμματα» δεν ήταν το χωράφι, η οικοδομή ή το εργοστάσιο, αλλά το να γίνει υπάλληλος καθαριότητας ή οδοκαθαριστής, σύμφωνα με την πιο κομψή διατύπωση.
Tην Τετάρτη λήγει η προθεσμία υποβολής αιτήσεων για 400 θέσεις εργασίας οκτάμηνης διάρκειας στην «Υπηρεσία καθαριότητας και ηλεκτρολογικού» του Δήμου Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρουμε εάν έως τότε οι αιτήσεις θα ξεπεράσουν το«ψυχολογικό» (;) φράγμα των 10.000, όπως προβλέπεται, αν όμως αναλογιστούμε ότι μόνο την περασμένη Τρίτη, πρώτη ημέρα υποβολής τους, οι σχετικές αιτήσεις έφτασαν τις δύο χιλιάδες, δεν αποκλείεται ο τελικός αριθμός των επίδοξων οδοκαθαριστών να ξεπεράσει τη μυριάδα.
Στη δεκαετία του ’90, σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι είχε προβληθεί ένα ρεπορτάζ για έναν μεσόκοπο Αλβανό, πρώην πολύ υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης του Εμβέρ Χότζα. Ο Κύριος-Περασμένα-Μεγαλεία, που είχε μεταναστεύσει στην Αθήνα, τώρα βρισκόταν σε δεινή θέση και είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για επιβίωση στον τότε δήμαρχο της Αθήνας, τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, τον οποίο παρακαλούσε για μια άδεια υπαίθριου κουλουρτζή. Ποιος ξέρει, σκεφτόμαστε τότε, ο άνθρωπος από τον οποίο αγοράζουμε το κουλούρι μας, μπορεί να είναι πρώην στρατάρχης ή υπουργός Αμυνας ή καθηγητής πανεπιστημίου της βασανισμένης γειτονικής χώρας.
Σήμερα χιλιάδες Έλληνες που «έπαιρναν τα γράμματα» και θα μπορούσαν να γίνουν στρατάρχες, υπουργοί, καθηγητές γυρεύουν κάτι ακόμα πιο λίγο από μια άδεια κουλουροπώλη, ζητούν να γίνουν οδοκαθαριστές. Όχι γιατί ορέγονται σταδιοδρομία ή μονιμότητα, αλλά για να πάρουν μια ανάσα, για να ξεφύγουν, έστω προσωρινά, από την ασφυξία της ανεργίας.
Να εργαστούμε σκληρά και ποιοτικά, να σοβαρευτούμε, να επιμορφωθούμε, να τολμήσουμε την καινοτομία, να δράσουμε σε βάθος χρόνου, να αποκτήσει ο λογισμός μας ευρωπαϊκό ορίζοντα. Εύκολα και κατανοητά όλα αυτά τα «πρέπει», όμως το «εδώ και τώρα» είναι αμείλικτο.
Εκατομμύρια αγρότες, όπως και ταπεινοί υπάλληλοι και αφανείς χειρώνακτες, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, ίδρωσαν, κινδύνευσαν σε σκαλωσιές ,γυάλισαν στρέμματα υαλοπινάκων, γέρασαν πρόωρα για να σπουδάσει το παιδί, για να μην έχει τη δική τους μοίρα. Τώρα αυτοί που γνώρισαν τα ευεργετήματα της θυσίας της προηγούμενης γενιάς βλέπουν τα δικά τους παιδιά να γυρεύουν μια οκτάμηνη οδοκαθαριστική ανάσα.
Το αλβανικό χθες έγινε ελληνικό παρόν. Κανείς πια δεν ξαφνιάζεται αν δει μια απόφοιτη της Σχολής Καλών Τεχνών να σφουγγαρίζει κοινόχρηστες σκάλες ή έναν πυρηνικό φυσικό να οδηγεί ταξί. Και ίσως κανείς γονιός να μην προσβληθεί αν ο δάσκαλος προβλέψει ότι το μέλλον του γιου του είναι να γίνει σκουπιδιάρης. «Μακάρι, δάσκαλε, μακάρι. Από το στόμα σου και στου δημάρχου το αφτί!»
(M. Tζιαντζή, εφημ. H KAΘΗΜΕΡΙΝΗ, “Αποτυπώματα”, 8-7-12)
Το Logical Song περιλαμβάνεται στον δίσκο των Supertramp "Breakfast in America" (1979). Στίχος καυστικός, τολμηρός και πολύ σημερινός, στους παράλογους καιρούς μας... Προσωπικά μεγάλωσα με τα τραγούδια τους και δεν βαριέμαι να τους ακούω. Δεν ξέρω γιατί και πώς, διαβάζοντας το κείμενο της Τζιαντζή, σιγοψιθύρισα τους στίχους:
But then they send me away to teach me how to be sensible, logical, responsible, practicalAnd they showed me a world where I could be so dependable, clinical, intellectual, cynical...
Απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα, που μετακόμισε στον "Καστανιώτη". Μια μετακόμιση που μάλλον έφερε φρέσκο αέρα στον ροκ συγγραφέα των έργων του '90 (O Άγγελος της μηχανής, Μια νύχτα με την Κόκκινη, Ανατολή, Χέρι στη φωτιά)που με έκαναν να τον προσέξω ιδιαίτερα. Με έκτυπη την επιρροή του Κέρουακ, φευγάτος όπως πάντα, ποιητικός και συνάμα ρεαλιστής, μάς ΤΑΞΙ-δεύει με το κίτρινο αμάξι του Θωμά σε περιοχές της Αθήνας και στα διαμερίσματά της. Διαβάζεται παρέα με τη νέα δουλειά των Κατσιμιχαίων "Beat Poetry". Προς το παρόν, μια φράση που κόλλησα:
"Να κινείσαι ακίνητος... τότε θα πεθάνεις ανίκητος"
H κυρία Στάσα ήταν για χρόνια, πάνω από τριάντα, γειτόνισσα της Γιώτας. Το σπίτι της κολλητό στο δικό της, όχι όμως όμορφο όπως της Γιώτας. Είχε τζαμαρένια πόρτα, είχαν βάλει πάνω στο παλιό σπίτι και συρόμενα πλαστικά παράθυρα. Ο γιος της κυρα-Στάσας βρήκε δουλειά σε μια αυτοκινητοβιομηχανία, η κόρη της η πεταχτούλα μεγάλωσε, αρραβωνιάστηκε, κοντεύει να παντρευτεί. Η κυρα-Στάσα ήταν χήρα. Τώρα τελευταία αποφάσισε να δώσει το σπίτι της αντιπαροχή. Ο εργολάβος, που ήταν κι αρχιτέκτονας, σπουδαγμένος στην Ιταλία, ζήτησε να πάρει και της Γιώτας. Η Γιώτα αρνήθηκε. Και τώρα το σπίτι της Στάσας το γκρέμιζαν. Από μέρες έτρεμε ο τοίχος της από τις μπουλντόζες. Το σπίτι της Στάσας το ξερίζωναν σαν ένα χαλασμένο δόντι. Η ίδια η Στάσα, το διάστημα πριν εγκαταλείψει το παλιό της σπίτι για να βρει με τα λεφτά της πώλησης ένα άλλο, είχε αλλάξει πολύ. Πήγαινε συχνά στο παράθυρο της Γιώτας, της μιλούσε, της πήγαινε πού και πού φαγητό. Παλιά ήταν εύθυμη γυναίκα η Στάσα, με το χιούμορ της, με το κουτσομπολιό της. Με την πώληση βάρυνε, γέρασε ξαφνικά, μιλούσε για μοίρα, χρόνο και προορισμούς.
- Τα παιδιά σου τα τακτοποίησες, της έλεγε η Στάσα. Τι άλλο προορισμό μπορείς να έχεις, απ’ το να κάνεις το καλό;
Ήταν και οι δύο θρησκευόμενες, φανατικές ενορίτισσες, μαγείρευαν, μάζευαν ρούχα για τους φτωχούς, πριν βέβαια η Γιώτα αποκλειστεί μέσα στο σπίτι της.
- Θέλω να τους δώσω το κεφάλαιο για μια καινούργια ζωή, έλεγε η Στάσα. Δεν μπορούμε μια ζωή να μένουμε ίδιοι, πρέπει ν’ αλλάζουμε.
Και το τελευταίο το έλεγε επιθετικά, σαν επιχείρημα εναντίον του βαθύτερου εαυτού της και της Γιώτας. Η Γιώτα όμως δεν της είχε πει ποτέ «μη δίνεις το σπίτι σου για πολυκατοικία», απλώς δεν πουλούσε το δικό της. Άκουγε τις μπουλντόζες τώρα δίπλα της να ξεθεμελιώνουν, η σκόνη έμπαινε απ’ τις γρίλιες, ένας κραδασμός γινόταν μέσα της και σταυροκοπιόταν. Με πολιορκούν, με πολιορκούν όλο κι από πιο κοντά, μονολογούσε και συσπειρωνόταν. Άνοιγε κι έκλεινε βιαστικά εκείνες τις μέρες το παράθυρό της κι έριχνε κλεφτές ματιές στο τοπίο του πολέμου.
Γυάλινη τελικά η σπηλιά μας.
Αστραφτερή.
Κατάγεια βέβαια,
κι ας είμαστε εγκάτοικοι των πάνω ορόφων.
Δεσμώτες χρυσωμένοι
άλλος εκούσια άλλος παραιτημένος
άλλος από τη βιοτή του ξοδεμένος.
Ν' ανάβουμε
με νυσταγμένη την ψυχή
πριν κι απ' το φως την τηλεόραση
μήπως και δανειστούμε φλόγα
ή βίο.
Να καταπίνουμε σκιές σκιών
ομοιωμάτων ομοιώματα
και να φρονούμε άφρονα ότι αυτός ο κόσμος.
Γυάλινο το κουτί να μας αλέθει
κι εμείς καθηλωμένοι απ' την ψευδαίσθηση
ότι το κυβερνάμε.
Ποιος Πλάτωνας λοιπόν.
Ο Καζαντζίδης.
Να σου δώσω μια να σπάσεις...
Προτού το γυάλινο κουτί μάς παραδώσει
σκιά σκιάς
στο ξύλινο -
[Παντελής Μπουκάλας, "Ρήματα", εκδ. ΑΓΡΑ, 2009]
Πλάτωνας και ποιητής συνομιλούν για τη μαζική υποταγή των μαζών στα απεικάσματα μιας πλαστής πραγματικότητας που μας επιβάλλεται με χειρουργική ακρίβεια. Λοβοτομημένοι θεατές, φοβισμένα ανδρείκελα, ζόμπι περιφερόμενα στου καύσωνος τη ραστώνη, που λένε: "Πάλι καλά...".