Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Η μέθεξη στη Λογοτεχνία


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ,

Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Μια νεαρή κοπέλα προσλαμβάνεται από μια τυφλή αριστοκράτισσα, για να της διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία στην έπαυλή της στην Κηφισιά. Με τον καιρό, η νεαρή μεταμορφώνεται από μια αδαή κοπέλα του συρμού που ακούει Πλούταρχο, διαβάζει ζώδια και εργάζεται στις δημόσιες σχέσεις, σε ένα καλλιεργημένο άτομο, με ανησυχίες για τη λογοτεχνία και τη ζωή.
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το στόρυ του νέου μυθιστορήματος του Δημήτρη Φύσσα, με τη διαφορά ότι σε αυτό εγγράφεται η μεταγλώσσα του αφηγητή, η οποία σχολιάζει τις αφηγηματικές επιλογές, ελέγχει αν ρέπει η εξιστόρηση σε παραλογοτεχνικά είδη, σχολιάζει πότε μια σκηνή μπορεί να αποδοθεί συνοπτικά, ή χρειάζεται να εκτεθεί σε όλη της τη λεπτομέρεια, κοιτάζει αν η γραφή καταφεύγει σε εύκολες συγκινήσεις και πώς μπορεί να ξεφύγει από αυτές, ελέγχει την ίδια την παρέμβαση της μεταγλώσσας στην αφήγηση, διαπιστώνοντας αν τελικά εμποδίζει την αναγνωστική απόλαυση, κ.ο.κ.
Παράλληλα, μέσα από αυτό το μεταφηγηματικό επίπεδο, δίνεται η ευκαιρία στον αφηγητή να μιλήσει εμμέσως για τον τρόπο που θα μπορούσε να διδάσκεται η λογοτεχνία, ώστε να προσφέρει ένα πλούσιο βίωμα που ανοίγει ορίζοντες στους μαθητές, αντί να είναι μια στείρα, βαρετή αποστήθιση πληροφοριών. Επιπλέον, προσπαθεί να αποκαταστήσει την αγαπητική σχέση με την ανάγνωση, η οποία βλάφτηκε σοβαρά από το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Η δημιουργική προσέγγιση του αφηγητή στη λογοτεχνία είναι τέτοια, που φτάνει σε σημείο να υπερβαίνει τα στεγανά και να κάνει πρωτότυπους, διακλαδικούς συνδέσμους: συγκρίνει τη λογοτεχνία με τις δημόσιες σχέσεις, «χρωματίζει» ανθρωπολογικά την ποίηση, αναζητώντας τη σχέση ανάμεσα στην ποίηση και την επιθυμία μη τεκνοποίησης των περισσότερων ποιητών. Επιπλέον, η υπεράσπιση της ανάγνωσης της λογοτεχνίας, ως βασικής αξίας που συμβάλλει στον υπαρξιακό προσανατολισμό, δεν φτάνει σε δογματικά επίπεδα, αφού για τον αφηγητή, πάνω ακόμα και από τη λογοτεχνία, παραμένει η ζωή. Η ηρωίδα του, στο τέλος, θα επιλέξει τον έρωτα, και δη τον σαρκικό, αντί της ενασχόλησής της με τη λογοτεχνία, και την οκτάωρη, βαρετή δουλειά της έναντι της απασχόλησής της ως αναγνώστριας, εφόσον αυτή η απασχόληση προσβάλλει πια την αισθητική της και την αίσθηση της ατομικής της ελευθερίας.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα άξιζε να διαβάσουν όσοι διδάσκουν λογοτεχνία, αλλά και έκθεση, αν και σίγουρα θα γνωρίζουν από την εμπειρία τους τα προβλήματα που προκαλεί η στείρα διδασκαλία αυτών των θεμάτων. Εξάλλου, και ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί με τη διδασκαλία τους, καθώς και με ένα ευρύτερο πλέγμα συναφών επαγγελμάτων, που έχουν να κάνουν με τη γλώσσα, τη γραφή και την επικοινωνία. Είναι λοιπόν εύλογο να υποθέσουμε ότι το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε εκ πείρας.
Το ύφος της γραφής είναι γλαφυρό, διασκεδαστικό, και ο αφηγητής παίζει με την ηρωίδα του. Έντονη είναι επίσης η προφορικότητα της αφήγησης, που συμβάλει στον ρεαλισμό της, καθώς μάλιστα και τα αποσπάσματα από τα βιβλία που διαβάζει η ηρωίδα καταχωρούνται αυτούσια μέσα στο μυθιστόρημα. Η γραφή, ωστόσο, διατηρεί τα προσχήματα του σασπένς, της μυστηριώδους ατμόσφαιρας, αλλά φροντίζει πάντα να ξεσκεπάζει τη μαγεία τους, για χάρη της επίγνωσής τους. Τον αφηγητή δηλαδή τον ενδιαφέρει ο αναγνώστης του να διαπιστώσει ότι αυτά αποτελούν τεχνάσματα της γραφής και να τον κάνει συμμέτοχο στη γνώση τού πώς λειτουργεί αυτή η αναγνωστική απόλαυση.
Πέρα από την κειμενικότητα του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας φροντίζει να αναδείξει τις γλυκόπικρες λεπτομέρειες της ζωής, που εδράζονται στα προσωπικά δράματα και τα μυστικά των ανθρώπων, και οι οποίες, εντέλει, αποτελούν τη μαγιά της συγγραφής. Χωρίς αυτές η λογοτεχνία θα ήταν κενό γράμμα.
(ΠΗΓΗ: «Η Αυγή», 6/5/2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου