"Ας αφήσουμε τα λόγια. Γνώση του ποταμιού σημαίνει νάσαι μέσα στο ποτάμι" (Τ. Σινόπουλος)
Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012
Πώς πρέπει να είναι ο δάσκαλος...
Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012
Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012
Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011
Το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2011. Το blog από την πρώτη στιγμή πρόβαλε το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, που το αναγνωστικό κοινό αγκάλιασε.
Χαρακτηρίστηκε "σκληρό", "απαισιόδοξο", "μονομερές", "αντικομουνιστικό", "ηθογραφικό". Όσες ταμπέλες κι αν βάλουν σε ένα έργο, το ίδιο ως μικροσύμπαν, κρύβει τους κώδικες της ερμηνείας του. Ο Οικονόμου χρειάστηκε αρκετά χρόνια, για να φτιάξει με "ψιλοβελονιά" ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που κινούνται στην περιφέρεια της κοινωνίας.
Χαρακτηρίστηκε "σκληρό", "απαισιόδοξο", "μονομερές", "αντικομουνιστικό", "ηθογραφικό". Όσες ταμπέλες κι αν βάλουν σε ένα έργο, το ίδιο ως μικροσύμπαν, κρύβει τους κώδικες της ερμηνείας του. Ο Οικονόμου χρειάστηκε αρκετά χρόνια, για να φτιάξει με "ψιλοβελονιά" ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που κινούνται στην περιφέρεια της κοινωνίας.
Είχαμε τη χαρά να συν-διδάξουμε ένα διήγημά του στο Γυμνάσιο της Ιωνιδείου Σχολής πέρυσι. Η ανταπόκριση των μαθητών μας είναι το μεγαλύτερο βραβείο!
"Να σε διώχνουν από τη δουλειά είναι σαν κάταγμα".
"Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου".
"Κι ο πόνος κι ο θάνατος όλα στη ζωή σαν το νύχι
στο κρέας είναι. Να το κόψεις μονάχα μπορείς
να το ξεριζώσεις όχι. Αν θες να ζήσεις δηλαδή".
Το σκεπτικό της βράβευσης
Στην καταληκτική ψηφοφορία υπερίσχυσε το βιβλίο του Χρήστου
Οικονόμου αφού λήφθηκε υπ’ όψιν τόσο η λογοτεχνική του αρτιότητα όσο και ο τρόπος
με τον οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματά του. Σε μια ιδιαίτερα δυσμενή
οικονομικά και κοινωνικά συγκυρία η συγγραφική αποτύπωση της καθημερινότητας είναι
αξιοσημείωτο γεγονός, που κρύβει, ωστόσο, αρκετές παγίδες στον λογοτεχνικό χειρισμό
της. Ο Χρήστος Οικονόμου καταθέτει εν προκειμένω μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων
που εκτυλίσσονται στην αρχή της κρίσης. Αφουγκράζεται τις ανάσες, τους ψίθυρους
και τις έγνοιες μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης απομακρυνόμενος προγραμματικά από
τις ενδοσκοπήσεις που χαρακτήρισαν το διήγημα τα προηγούμενα χρόνια. Καθώς οι γνώμες
διίστανται για το αν και κατά πόσο η λογοτεχνία θα πρέπει να μεταγράφει εν θερμώ
τα τεκταινόμενα ή να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις όποιες, θετικές ή αρνητικές,
εξελίξεις αφήνοντας το χρόνο να λειτουργήσει υπέρ της, η στροφή προς έναν τέτοιου
είδους ρεαλισμό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της στοιχείο που θα καταξίωνε
τον συγγραφέα. Ο Χρήστος Οικονόμου όχι μόνο αποφεύγει κάθε είδους συγγραφική ευκολία
(στείρο καταγγελτικό λόγο, πρωτογενή συγκίνηση, φθηνό παρηγορητικό λόγο, ακατέργαστη
παράθεση γεγονότων) αλλά καταφέρνει να συγκροτήσει μια ενιαία, θά ’λεγε κανείς,
αφήγηση με τους ίδιους θεματικούς και γλωσσικούς παρονομαστές από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, με ύφος προσεκτικά δουλεμένο και άμεσα
αναγνωρίσιμο. Στο γράψιμό του ανιχνεύει κανείς έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό γεμάτο
επαναλήψεις, παύσεις και ηθελημένες αποσιωπήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί
πως η συλλογή τού Οικονόμου, αν και χωρίζεται σε δεκαέξι αυτόνομες ιστορίες, θα
μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα ενιαίο όλο, χαρακτηριστικό που βάρυνε στην απόφαση
της Επιτροπής. Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι μια συλλογή που έχει να επιδείξει
ισορροπία ύφους, έντασης και έκτασης, από το πρώτο διήγημα «Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι»
ως το ακροτελεύτιο «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου», προσδίδοντας στο
βιβλίο μια αξιοθαύμαστη πληρότητα. Η γραφή του Οικονόμου είναι έμμεσα πολιτική χωρίς
να είναι στρατευμένη. Στο βιβλίο του διαβάζουμε ιστορίες από την ζωή μιας σειράς
απτών, καθημερινών ανθρώπων που ουδέποτε ηρωποιούνται προς χάριν μιας εύκολης συγκίνησης.
Τα πρόσωπα της συλλογής, χαρακτηριστικοί τύποι της Ελλάδας του μόχθου και της αυξανόμενης
ανεργίας, διατηρούν στον πυρήνα τους μια αξιοπρέπεια και μια ελπίδα για το μέλλον,
όπως αυτή χαρακτηριστικά εκφράζεται στον γενικό τίτλο της.
Στο συγγραφέα πιστώνεται περαιτέρω η αποφυγή επιμυθίων και
διδακτισμών. Ο Οικονόμου δεν υψώνει το δάχτυλο, δεν υποδεικνύει λύσεις, δεν παίρνει
θέση υπέρ ή κατά αφήνοντας τις περισσότερες φορές ανοιχτό το τέλος των διηγημάτων
του. Παρά το αίσθημα αδικίας που δημιουργείται στον αναγνώστη και δεδομένης της
πανταχού παρούσας ανέχειας (της πείνας, της ανεργίας, της σωματικής και λεκτικής
βίας), μια χαραμάδα διαφυγής παραμένει τεχνηέντως ανοιχτή. Δημοσιευμένη το 2010,
η συλλογή αποδεικνύεται προφητική σηματοδοτώντας παράλληλα μια στροφή προς τον ρεαλισμό
και τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, ο σαραντάχρονος Χρήστος Οικονόμου, εκπρόσωπος μιας νεότερης γενιάς
Ελλήνων συγγραφέων, καταθέτει μια από κάθε άποψη σημαντική συλλογή διηγημάτων και
κρίνεται από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας
άξιος βράβευσης.
Εισηγητής του σκεπτικού: Χρήστος Αστερίου
Και εγένετο
κρατικό βραβείο!
Είναι ο
βραβευμένος πλέον συνάδελφος του διπλανού γραφείου. Ο Χρήστος Οικονόμου,
δημοσιογράφος του «Εθνους», απέσπασε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος με
το έργο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Και ήταν μόλις η δεύτερη εκδοτική
προσπάθειά του.
Πρωτόγραψε το 2003 μια συλλογή με
διηγήματα, με τίτλο «Η γυναίκα στα κάγκελα». Εκδόθηκε από τα «Ελληνικά
Γράμματα», ο Χρήστος Οικονόμου αμέσως δημιούργησε αίσθηση. Γλώσσα ευαίσθητη και
σκληρή και ένας νατουραλισμός που τότε ήταν και δεν ήταν ακριβώς η ζωή μας.
Επτά χρόνια μετά και ενώ η δημοσιογραφία πάντοτε υπήρχε και όλα έδειχναν ότι
τον κέρδιζε, η δεύτερη συλλογή του με διηγήματα το 2010 «Κάτι θα γίνει, θα
δεις» από τις εκδόσεις «Πόλις» αυτήν τη φορά, ήρθε και εξαρχής τα σάρωσε όλα.
Υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω», τους κριτικούς να μιλούν για
ένα ταλέντο αναμφισβήτητο και για γραφή στιβαρή, τον Κώστα Μουρσελά φανατικό
αναγνώστη να τον συστήνει σε όλους και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ως
επιστέγασμα τελικά όλων αυτών.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη συχνή πια
ερώτηση «Χρήστο, κάτι θα γίνει, έγραψες, τελικά τι ήταν εκείνο που έγινε»
απαντά. «Έγινε ότι έγραψα μια χούφτα διηγήματα που νόμιζα ότι θα τα διαβάσω
εγώ, η γυναίκα μου και δυο-τρεις άλλοι, αλλά τελικά το βιβλίο διαβάστηκε από
περισσότερους και κέρδισε και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Απίστευτο μου
φαίνεται».
Το σύμπαν του συγγραφέα
Στο μεταξύ, από την πρώτη του συγγραφική
εμπειρία μοιάζει να μην έχουν αλλάξει και τόσο πολλά. «Σε μένα άλλαξε κυρίως το
πώς βλέπω αυτά που γράφω. Γύρω μου άλλαξαν πολύ περισσότερα. Το 2003
αγωνιούσαμε αν θα κάνουμε καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα αγωνιούμε αν αύριο θα
υπάρχουμε ως χώρα και ως κοινωνία», όμως, ο Χρήστος επιμένει. Κι επιβραβεύεται με ένα βραβείο στα
δύσκολα και για τα δύσκολα. Στα διηγήματά του, εξάλλου, αυτό ακριβώς κάνει,
βρίσκει στο έρεβος φως: «Και αν δεν υπάρχει, πρέπει να ψάχνουμε να το βρούμε.
Καμιά φορά, ψάχνοντας, ανακαλύπτεις ότι το φως είσαι εσύ ο ίδιος», υπογραμμίζει.
Οι συγγραφικές εμμονές του... «πολλές.
Αλλωστε, και το γράψιμο από μόνο του μια εμμονή δεν είναι; Πέραν αυτού, η
μεγαλύτερη εμμονή μου είναι να γράφω με καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά. Και,
φυσικά, πάντα με μολύβι και χαρτί. Θέλω να χαράζω τις λέξεις πάνω στην άσπρη
σελίδα, να τις διαβάζω σαν να 'ναι ματωμένα ίχνη στο χιόνι». Στο μεταξύ, η
δημοσιογραφία γι' αυτόν δημοσιογραφία, αλλά όλα μπορούν να συνδυαστούν σ' αυτήν
τη ζωή. Πόσω μάλλον για τον γεννημένο συγγραφέα που βρίσκει ότι, τελικά,
«Αναγκαία είναι και τα δυο, και από ανάγκη συνδυάζονται. Η λογοτεχνία είναι
φυσική ανάγκη, η δημοσιογραφία εξασφαλίζει τα αναγκαία προς το ζην. Τον χρόνο
προσπαθώ να τον φτιάχνω μόνος μου. Δεν τα καταφέρνω πάντοτε, αλλά το παλεύω».
Και με ένα λογοτεχνικό είδος όπως το
διήγημα, «δύσκολο» όπως επιμένουν οι συγγραφείς ενώ οι εκδότες το
αντιμετωπίζουν ως «αντιεμπορικό», αλλά δεν μπορεί, την έχει σίγουρα την γοητεία
της η μικρή φόρμα: «Δύσκολη (πάντα) και αντιεμπορική (όχι πάντα, ευτυχώς) είναι
η καλή λογοτεχνία. Το διήγημα σου δίνει απόλαυση όμοια μ' εκείνη που νιώθεις,
όταν είσαι διψασμένος, πίνοντας μονορούφι ένα ποτήρι δροσερό νερό. Οι
απαιτήσεις του πολλές. Είναι σαν να προσπαθείς να ισορροπήσεις τρέχοντας πάνω
σε τεντωμένο σχοινί», αποκαλύπτει ο συγγραφέας, ενίοτε και μεταφραστής:
«Μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους», διευκρινίζει. Και «δεν πιστεύω ότι η
μετάφραση είναι συνδημιουργία. "Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη
μετάφραση", είπε ο Φροστ. Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου ο κάθε αναγνώστης θα
μπορεί να διαβάζει στο πρωτότυπο τα βιβλία που αγαπάει».
Όσον αφορά δε την διαδικασία γραφής
«Γράφω τις νύχτες συνήθως. Γράφω καθημερινά, στο χαρτί ή στο μυαλό μου. Στο
χαρτί γράφω μόνο όταν κάθομαι στο γραφείο μου. Στο μυαλό μου γράφω όπου και
όποτε να 'ναι. Χρειάζομαι τα απολύτως απαραίτητα: χαρτί, μολύβι, καφέ, καπνό,
σιωπή -για ν' ακούω αυτά που γράφω».
Ο Χρήστος Οικονόμου, που γεννήθηκε στην
Αθήνα, μεγάλωσε στην Κρήτη και ζει στον Πειραιά, έχει στο συγγραφικό σύμπαν του
να επιζούν ή απλώς να περνούν τρεις σημαντικότατες πόλεις: «Περνούν, αλλά δεν
μένουν, ίσως επειδή δεν είμαι δεμένος με κανέναν τόπο ή, μάλλον, επειδή είμαι
δεμένος με πολλούς τόπους, είτε έχω ζήσει εκεί είτε όχι. Από μικρός φανταζόμουν
πως κάθε νύχτα ταξίδευα σε άλλο μέρος και έμπαινα σαν τον αέρα μες απ' τις
γρίλιες στα σπίτια και τις δουλειές των ανθρώπων και παρακολουθούσα τι έλεγαν
και τι έκαναν».
Το γιατί γράφει, έχει πάψει πια να τον
απασχολεί: «Παλιότερα αναρωτιόμουν συχνά. Τώρα πια όχι, όπως δεν αναρωτιέμαι
γιατί τρώω, γιατί κοιμάμαι, γιατί ζω». Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν και
παραμένουν «Ο Αντερσεν, ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Τσέχοφ, ο Στάινμπεκ, ο
Κόρμακ Μακάρθι - ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός μυθιστοριογράφος, κατά την
ταπεινή μου γνώμη. Ο Αλεξάνδρου, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Σκαμπαρδώνης. Ο
Καβάφης, η Ντίκινσον, ο Φροστ».
Αγαπημένα του βιβλία «Η Αγία Γραφή. Τα
παραμύθια του Αντερσεν. Ό,τι έχουν γράψει ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Κόρμακ
Μακάρθι. Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ο Καπετάν
Μιχάλης και Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη. Ο Φύλακας στη Σίκαλη του
Σάλιντζερ. Τα Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεκ. The Things They Carried του Τιμ
Ο Μπράιεν».
Το πρώτο βιβλίο που θυμάται «Η
Μυστηριώδης Νήσος του Ιουλίου Βερν. Ακόμα και τώρα τ' ανοίγω πού και πού. Έχω
μια παμπάλαια έκδοση, εικονογραφημένη με τις υπέροχες γκραβούρες του Φερά». Και
η πρώτη φορά που έγραψε; «Πρέπει να ήμουν 16, 17. Ήταν μια ιστορία για έναν
τύπο, στην Κρήτη, που ένα βράδυ, σουρωμένος, σκαρφαλώνει στη σκεπή του σπιτιού
της πρώην γυναίκας του κι αρχίζει να ξηλώνει τα κεραμίδια. Νομίζω ότι κάπου
πρέπει να το 'χω κρατήσει».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, εφημ. ΕΘΝOΣ
Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012
Η διδακτική της νεοτερικής ποίησης
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την πρόταση του φιλολόγου-συγγραφέα κ. Νικήτα Παρίση για τη διδασκαλία της νεοτερικής ποίησης, την οποία κατέθεσε το 1978, σε σεμινάριο που οργανώθηκε από τα εκπαιδευτήρια Ζηρίδη. Ολόκληρη η πρότασή του βρίσκεται στο βιβλίο "Κριτικές δοκιμές" εκδ. Δόμος 1986.
Σύμφωνα με τον κ. Παρίση, η στοχοθεσία της εξοικείωσης των μαθητών με τη μοντέρνα ποίηση αποβλέπει:
- Να φωτιστεί πρώτα ο μοντέρνος ποιητικός λόγος γενετικά-εξελικτικά, που σημαίνει ότι αναζητούνται οι πρόδρομες μορφές του.
- Να καθοριστούν τα πρώτα φανερώματα της νεότερης ποίησης στον ελληνικό χώρο.
- Να προσδιοριστούν τα στοιχεία, όχι μόνο τα εξωτερικά αλλά κυρίως τα εσωτερικά, που διαφοροποιούν τη σύγχρονη ποίηση από την παραδοσιακή.
- Τέλος, να αναζητηθούν στη νεότερη ποίηση οι διαφορετικοί προσανατολισμοί που δημιούργησαν μια καινούργια θεματική.
Συγκεκριμένα, και μέσα πάντα στη ροή ενός σχολικού χρόνου, η διδασκαλία του ποιητικού λόγου, σε ευθύγραμμο συνοπτκό σχεδιασμό που απόληξή του θα έχει τη σύγχονη ποίηση, μπορεί να συναρθρωθεί στις ακόλουθες φάσεις, που θα παρακολουθούν τη βαθμιαία μεταστροφή της ποίησης, και ως γλώσσας και ως θεματικής, στην ιστορική της διεξέλιξη.
Φάση πρώτη
Ο παραδοσιακός ποιητικός λόγος στις μεγάλες του στερνές κορυφώσεις (αναφορά στις Πατρίδες του Παλαμά και στο Θαλερό του Σικελιανού).
Φάση δεύτερη
Η ξαφνική εισβολή του καβαφικού λόγου ως όρθωμα ποιητικής αυθάδειας και ύβρεως στην πανίσχυρη κυριαρχία του παλαμικού κατεστημένου - το πρώτο ράγισμα της ποιητικής παράδοσης (αναφορά σε ποιήματα του Καβάφη).
Φάση τρίτη
Η περίπτωση του Καρυωτάκη ως δεύτερη πρωτοφανέρωση του μοντέρνου ποιητικού λόγου (αναφορά σε ποιήματα).
Φάση τέταρτη
Η σεφερική "Στροφή" του 1931 ως η αρχή του τέλους για την ποιητική παράδοση - η χρονιά του 1935: το δίδυμο ξεκίνημα, την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη και η Υψικάμινος του Εμπειρίκου (αναφορά στο ποίημα του Σεφέρη Καλλιγράφημα και σε ποιήματα του Ελύτη, προκειμένου να καταφανεί η νέα ταυτότητα του ποιητικού λόγου στην Ελλάδα).
Πιστεύω πως στα περιορισμένα χρονικά όρια του Β' τετραμήνου, η παραπάνω πρόταση μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο διδακτικό "οδοδείκτη" για τους διδάσκοντες το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη φετινή Α' Λυκείου.
Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012
Μοντερνισμός (προ-αναγνωστικό στάδιο)
"Η ποίηση μάς βοηθάει να
ζήσουμε είναι η
ανώτερη μορφή που έχει βρει ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον εαυτό του και να
κάνει τους γύρω του να τον γνωρίσουν. Το μέσον της επικοινωνίας της είναι η
ομορφιά. Και επειδή το νόημα της ομορφιάς αλλάζει ανάλογα με τις εποχές, για να
‘ναι ζωντανή, για να ενεργεί αποτελεσματικά, κατ’ ανάγκην αλλάζει την
εκφραστική της. Από κει αρχίζει μια παρεξήγηση που κάνει το ευρύτερο κοινό να
σταματά με φόβο μπροστά στο «ταμπού» του δυσνόητου και του ακαταλαβίστικου. Και
όμως, δεν χρειάζεται ούτε ειδική προπαιδεία ούτε φιλοσοφική κατάρτιση για να
πλησιάσεις ένα καλό ποίημα. Χρειάζεται να διαθέτεις καλή πίστη και συγκινησιακή
δεκτικότητα. Λυπούμαι τις χιλιάδες των ανθρώπων που αποστερούνται θεληματικά
από το αγαθό της επικοινωνίας τους με έργα ικανά να μιλήσουν στην ψυχή τους.
Ζουν και κινούνται και εργάζονται και κάνουν τον έρωτα, έτσι, «στα τυφλά». Και
μια μέρα πεθαίνουν χωρίς ποτέ να έχουν λάβει συνείδηση τού τι υπήρξαν ή του
ποιοι ήταν ή ποιοι μπορούσαν να είναι. Ο κόσμος έχει απολεσθεί γι’ αυτούς πολύ
προτού κλείσουν τα μάτια τους" (Οδυσσέας Ελύτης).
Για περισσότερα διαβάστε εδώ
Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012
Νεωτερική Ποίηση
Οδυσσέα Ελύτη, [Πίνοντας ήλιο κορινθιακό]
Το ποίημα αυτό του Οδυσσέα Ελύτη είναι κατάλληλο, για μια πρωτοβάθμια εξοικείωση των μαθητών με τη Νεωτερική ή Μοντέρνα Ποίηση. Προέρχεται από την ποιητική συλλογή «Ήλιος ο πρώτος» (1943). Σε πείσμα της εποχής, η συλλογή αυτή εκφράζει αισιοδοξία. Αποτελεί έναν ύμνο στη χαρά της ζωής, την ομορφιά της φύσης, το φως και τον έρωτα. Στοιχεία νεωτερικής ποίησης που διακρίνονται στο κείμενο είναι τα παρακάτω:
Για περισσότερα, διαβάστε εδώ
Tα νέα ρεύματα στην ποίησή μας (από συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη, το 1951 στον "Ταχυδρόμο")
... Είκοσι χρόνια τώρα δουλεύουμε ψηλαφώντας ολομόναχοι μέσα σε μιαν ανεξερεύνητη περιοχή που αντιστοιχεί στην ευαισθησία μιας καινούργιας εποχής. Χρειάστηκε να κάνουμε μια γενική εκκαθάριση αξιών, έργο αχάριστο αλλά αναγκαίο. Να πέσουμε συχνά σε σφάλματα. Μα και άλλες τόσες φορές να φέρουμε στο φως μορφές που οι προσχώσεις του ακαδημαϊκού πνεύματος είχανε κατασκευάσει, καθώς και να πετύχουμε στόχους που οι τριμμένοι τρόποι έκφρασης δεν ήταν σε θέση να αγγίξουν.
... Παρ' όλα όσα μας καταμαρτυρήσανε κατά καιρούς, εκείνο που πάντοτε μας απασχόλησε δεν ήταν ο νέος αισθητικός τρόπος αλλά η ποιότητα της νέας ευαισθησίας που θέλαμε να εκφράσουμε. Η κατάργηση της ομοιοκαταληξίας, η υπερκέραση του ισοσύλλαβου μέτρου, η υπερλογική εικόνα, ήταν απλώς οι αντιστοιχίες ενός διαφορετικού τρόπου να βλέπει κανείς την πραγματικότητα και την προέκτασή της μέσα στο πνεύμα...
Η ρήξη αυτή με τις παραδοσιακές αξίες της τέχνης, που ονομάστηκε Μοντερνισμός, είχε στόχο την ανάδειξη της αυτονομίας της ζωγραφικής και τον αυτοπροσδιορισμό της. Για να επιτευχθεί αυτονομία, χρησιμοποιήθηκε η επίπεδη απεικόνιση, ανατράπηκαν τα στοιχεία της κλίμακας ανάμεσα στα στοιχεία που συνθέτουν ένα έργο, αναζητήθηκαν τρόποι σύνδεσης με τη λαϊκή τέχνη. Χάριν αυτής της αυτονομίας, η τέχνη αποκτά ένα διεθνή χαρακτήρα και γίνεται υπεριστορική.
Η αναφορά της ζωγραφικής στον εαυτό της έχει σαν αποτέλεσμα την κατάργηση ή υποβάθμιση του θέματος, με σκοπό την ανάδειξη του ρόλου της μορφής, τη διάσπαση της μορφής, την παραμόρφωση και την προβολή της ιδιοσυστασίας των υλικών που χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής ναι γίνεται κοινωνός της διαδικασίας.
Την Ελλάδα τα νέα αυτά ρεύματα εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση, που ακολουθεί κατά πόδας την καθυστέρηση που παρατηρείται και στους άλλους τομείς ανάπτυξης. Η υιοθέτηση των νεωτεριστικών τάσεων σχετίστηκε άμεσα με τη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Κράτους και τις ριζοσπαστικές απόψεις της εποχής του Βενιζέλου και εστιάστηκε περισσότερο στη μορφή παρά στο περιεχόμενο.
Μερικοί από τους Έλληνες καλλιτέχνες, εκείνης της εποχής, παρέμειναν συνεπείς στους κανόνες του μοντερνισμού, που ήθελε την τέχνη υπεριστορική και υπερτοπική και δεν φόρτισαν το έργο τους με στοιχεία ελληνικότητας.
Αντίθετα αρκετοί από αυτούς, επηρεασμένοι από την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής, στράφηκαν – μέσω των έργων τους – προς μια αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας, που αναδείχτηκε σε κυρίαρχη πολιτισμική αξία. Οι ζωγράφοι αυτοί ενσωμάτωσαν στο έργο τους στοιχεία της Αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της λαϊκής τέχνης. Κάτω από αυτό τον προσανατολισμό η τέχνη απέκτησε χαρακτήρα ιδεολογήματος, και επιστρατεύθηκε από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις – κυρίως των ολοκληρωτικών καθεστώτων - για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό οι εκπρόσωποι του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού έγιναν ευρύτερα αποδεκτοί από την ελληνική κοινωνία, σε σχέση με τη μειωμένη απήχηση που είχε το έργο των συνεπών μοντερνιστών.
Η νεωτερικότητα (μοντερνισμός) στη ζωγραφική εκδηλώθηκε αρχικά σαν μια ρήξη με τα παραδοσιακά κλασικά πρότυπα και είχε σαν στόχο τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτονομία της ζωγραφικής. Στην Ευρώπη το ρεύμα αυτό συμβαδίζει με την εκβιομηχάνιση και την έντονη αστικοποίηση του τέλους του 19ου αιώνα.
Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές της τέχνης εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα. Εδώ παρατηρείται και το φαινόμενο του διαχωρισμού των μοντέρνων καλλιτεχνών, σε συνεπείς και ελληνοκεντρικούς. Ο διαχωρισμός αυτός εστιάζεται περισσότερο σε θεματολογικό, παρά σε τεχνοτροπικό επίπεδο. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, που οδηγεί τους εκπροσώπους της ελληνοκεντρικής τάσης σε μια αγωνιώδη αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας.
Ο Γιώργος Μπουζιάνης, μέσα από τα έργο του, δηλώνει τη συνέπειά του στις αρχές της αυτονομίας του μοντερνισμού, που θέλει την τέχνη υπεριστορική και υπερτοπική.
Αντίθετα, το έργο το Γιάννη Τσαρούχη μας εισάγει σε μια ζωγραφική μορφή, που συνδυάζει τις επιρροές της νεωτερικότητας και τις αρχές της αρχαιοελληνικής και της λαϊκής τέχνης.
Συνεπής Μοντερνισμός – Γιώργος Μπουζιάνης
Ο Γιώργος Μπουζιάνης είναι
αναμφίβολα ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς και πηγαίους δημιουργούς του
εξπρεσιονισμού, που ακολουθεί τις κατευθύνσεις του γερμανικού εξπρεσιονισμού
της ομάδας «Η Γέφυρα» (Die
Brucke), αλλά διακρίνεται για την επιβολή των δικών του
προσωπικών χαρακτηριστικών. Η συνεπής τάση του στους στόχους του Μοντερνισμού
θα γίνει αιτία να μην πάρει τη θέση του καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της
Αθήνας, που του είχε υποσχεθεί ο Έλληνας πρόξενος στο Μόναχο Ρίζος Ραγκαβής.
Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην ανθρώπινη μορφή και διακρίνουμε μια ιδιαίτερη προτίμηση στις γυναικείες φιγούρες.
Την ιδιότυπη αυτή χρήση του χρώματος, με σκοπό την απόδοση των βαθύτερων συναισθημάτων, τη συναντάμε και στο πορτραίτο της Ε. Γουλανδρή (1944). Το φωτεινό πράσινο στο φόρεμα της καθιστής γυναίκας, συνδυάζεται δυναμικά με το έντονο κόκκινο στα χείλη και τα νύχια και το μαύρο των ματιών και των μαλλιών. Το έργο αποπνέει μια αίσθηση ερωτισμού και έντονης αναπόλησης, που γίνεται περισσότερο έκδηλη με το στοχαστικό βλέμμα της γυναίκας. Η μορφή τοποθετείται σε έναν ακαθόριστο χώρο όπου κυριαρχούν οι τόνοι του μπλε, του μαύρου και του πορτοκαλί. Οι τολμηρές αυτές χρωματικές αντιθέσεις των ψυχρών (πράσινο – μπλε ) και των θερμών τόνων (κόκκινο – πορτοκαλί), έχει βασική σημασία για τη σύλληψη της συναισθηματικής κατάστασης του ζωγράφου.
Η έντονη παραμόρφωση αποφεύγεται στο συγκεκριμένο έργο και η διατύπωση τη μορφής, χωρίς καθόλου περιγράμματα, δίνει την αίσθηση του ανάγλυφου. Δίνεται έμφαση σε ρεαλιστικά και ιδεαλιστικά στοιχεία, με σκοπό να αποτυπωθούν «τα αδρά έως τα άγρια στοιχεία μιας ανήσυχης ζωγραφικής έκφρασης».
Ελληνοκεντρικός
Μοντερνισμός – Γιάννης Τσαρούχης
Στους «ποδηλάτες με φουστανέλα» (Ποδηλάτης φουστανελάς με
λουλακί φόντο και την Ακρόπολη και Ποδηλάτης φουστανελάς με μοβ φανέλα – 1936),
φαίνεται έντονα η σατιρική διάθεση του καλλιτέχνη για την ελληνική
πραγματικότητα, μέσα από τη συνύπαρξη της φουστανέλας με το ευρωπαϊκό παπούτσι.
Οι ποδηλάτες και τα ποδήλατα χρωματίζονται με ένα ενιαίο γκρι χρώμα, στο οποίο
παρεμβάλλεται το κίτρινο των παπουτσιών και του γιλέκου, το μοβ της φανέλας και
τα κόκκινα κουδούνια των ποδηλάτων. Το φόντο είναι έντονο μπλε ή λουλακί, που
το σπάει μόνο το κατακόκκινο του ήλιου. Το χρώμα των προσώπων και των χεριών
είναι μουντό μπεζ. Το χρώμα παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο. Απλωμένο σε μεγάλες
επιφάνειες, με ακατάστατες πινελιές, ζωντανεύει την επιφάνεια και της προσδίδει
την αίσθηση του όγκου. Οι φόρμες καλύπτονται από έντονο περίγραμμα, στοιχείο
που μας παραπέμπει στη τέχνη του Κρητομυκηναϊκου πολιτισμού και του Βυζαντίου.
Το σχηματικό πλάσιμο του προσώπου θυμίζει έντονα τα έργα του Ματίς. Η σύνθεση
είναι επίπεδη, τα στοιχεία του χώρου (δένδρα, Ακρόπολη στο βάθος) εντελώς
σχηματοποιημένα. Οι μορφές παραμορφωμένες μάς δίνουν την «αίσθηση της
λιμπελούλας που πετάει με ορμή πάνω από τη λίμνη».
Η νεωτερικότητα
στην Ελληνική ζωγραφική
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στην δυτική Ευρώπη, οι
αναζητήσεις των καλλιτεχνών στρέφονται προς τις νέες εκφραστικές δυνατότητες
του χρώματος και στην «επαναδιαπραγμάτευση» της παραδοσιακής διαδικασίας. Στη
στροφή αυτή συντελούν οι γενικότερες συνθήκες της εποχής, που εκφράζονται μέσα
από την έντονη αστικοποίηση και την ραγδαία εκβιομηχάνιση. Η ρήξη αυτή με τις παραδοσιακές αξίες της τέχνης, που ονομάστηκε Μοντερνισμός, είχε στόχο την ανάδειξη της αυτονομίας της ζωγραφικής και τον αυτοπροσδιορισμό της. Για να επιτευχθεί αυτονομία, χρησιμοποιήθηκε η επίπεδη απεικόνιση, ανατράπηκαν τα στοιχεία της κλίμακας ανάμεσα στα στοιχεία που συνθέτουν ένα έργο, αναζητήθηκαν τρόποι σύνδεσης με τη λαϊκή τέχνη. Χάριν αυτής της αυτονομίας, η τέχνη αποκτά ένα διεθνή χαρακτήρα και γίνεται υπεριστορική.
Η αναφορά της ζωγραφικής στον εαυτό της έχει σαν αποτέλεσμα την κατάργηση ή υποβάθμιση του θέματος, με σκοπό την ανάδειξη του ρόλου της μορφής, τη διάσπαση της μορφής, την παραμόρφωση και την προβολή της ιδιοσυστασίας των υλικών που χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής ναι γίνεται κοινωνός της διαδικασίας.
Την Ελλάδα τα νέα αυτά ρεύματα εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση, που ακολουθεί κατά πόδας την καθυστέρηση που παρατηρείται και στους άλλους τομείς ανάπτυξης. Η υιοθέτηση των νεωτεριστικών τάσεων σχετίστηκε άμεσα με τη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Κράτους και τις ριζοσπαστικές απόψεις της εποχής του Βενιζέλου και εστιάστηκε περισσότερο στη μορφή παρά στο περιεχόμενο.
Μερικοί από τους Έλληνες καλλιτέχνες, εκείνης της εποχής, παρέμειναν συνεπείς στους κανόνες του μοντερνισμού, που ήθελε την τέχνη υπεριστορική και υπερτοπική και δεν φόρτισαν το έργο τους με στοιχεία ελληνικότητας.
Αντίθετα αρκετοί από αυτούς, επηρεασμένοι από την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής, στράφηκαν – μέσω των έργων τους – προς μια αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας, που αναδείχτηκε σε κυρίαρχη πολιτισμική αξία. Οι ζωγράφοι αυτοί ενσωμάτωσαν στο έργο τους στοιχεία της Αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της λαϊκής τέχνης. Κάτω από αυτό τον προσανατολισμό η τέχνη απέκτησε χαρακτήρα ιδεολογήματος, και επιστρατεύθηκε από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις – κυρίως των ολοκληρωτικών καθεστώτων - για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό οι εκπρόσωποι του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού έγιναν ευρύτερα αποδεκτοί από την ελληνική κοινωνία, σε σχέση με τη μειωμένη απήχηση που είχε το έργο των συνεπών μοντερνιστών.
Η νεωτερικότητα (μοντερνισμός) στη ζωγραφική εκδηλώθηκε αρχικά σαν μια ρήξη με τα παραδοσιακά κλασικά πρότυπα και είχε σαν στόχο τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτονομία της ζωγραφικής. Στην Ευρώπη το ρεύμα αυτό συμβαδίζει με την εκβιομηχάνιση και την έντονη αστικοποίηση του τέλους του 19ου αιώνα.
Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις αυτές της τέχνης εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα. Εδώ παρατηρείται και το φαινόμενο του διαχωρισμού των μοντέρνων καλλιτεχνών, σε συνεπείς και ελληνοκεντρικούς. Ο διαχωρισμός αυτός εστιάζεται περισσότερο σε θεματολογικό, παρά σε τεχνοτροπικό επίπεδο. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, που οδηγεί τους εκπροσώπους της ελληνοκεντρικής τάσης σε μια αγωνιώδη αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας.
Ο Γιώργος Μπουζιάνης, μέσα από τα έργο του, δηλώνει τη συνέπειά του στις αρχές της αυτονομίας του μοντερνισμού, που θέλει την τέχνη υπεριστορική και υπερτοπική.
Αντίθετα, το έργο το Γιάννη Τσαρούχη μας εισάγει σε μια ζωγραφική μορφή, που συνδυάζει τις επιρροές της νεωτερικότητας και τις αρχές της αρχαιοελληνικής και της λαϊκής τέχνης.
Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην ανθρώπινη μορφή και διακρίνουμε μια ιδιαίτερη προτίμηση στις γυναικείες φιγούρες.
Στο «καθιστό κορίτσι» (1914) απεικονίζεται μια νέα κοπέλα,
καθιστή, με το κεφάλι της να στρέφεται ελαφρά, και τα χέρια στα γόνατα, σε
στάση ονειροπόλησης και φυγής από τον πραγματικό κόσμο.
Η μορφή είναι
σχηματοποιημένη, παραμορφωμένη, χωρίς σαφή καθορισμό των λεπτομερειών. Η χρήση
της γραμμής έντονη με έμφαση στα καμπυλόμορφα στοιχεία και ο χώρος σκόπιμα
ακαθόριστος. Τα χρώματα είναι συγκρατημένα. Κυριαρχεί το ψυχρό γαλάζιο που
τονίζεται σε μερικά σημεία από το ζεστό πορτοκαλί και κόκκινο. Ο συνδυασμός
αυτός των χρωμάτων εκφράζει την ψυχική ποιητική διάθεση του καλλιτέχνη,
χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας. Την ιδιότυπη αυτή χρήση του χρώματος, με σκοπό την απόδοση των βαθύτερων συναισθημάτων, τη συναντάμε και στο πορτραίτο της Ε. Γουλανδρή (1944). Το φωτεινό πράσινο στο φόρεμα της καθιστής γυναίκας, συνδυάζεται δυναμικά με το έντονο κόκκινο στα χείλη και τα νύχια και το μαύρο των ματιών και των μαλλιών. Το έργο αποπνέει μια αίσθηση ερωτισμού και έντονης αναπόλησης, που γίνεται περισσότερο έκδηλη με το στοχαστικό βλέμμα της γυναίκας. Η μορφή τοποθετείται σε έναν ακαθόριστο χώρο όπου κυριαρχούν οι τόνοι του μπλε, του μαύρου και του πορτοκαλί. Οι τολμηρές αυτές χρωματικές αντιθέσεις των ψυχρών (πράσινο – μπλε ) και των θερμών τόνων (κόκκινο – πορτοκαλί), έχει βασική σημασία για τη σύλληψη της συναισθηματικής κατάστασης του ζωγράφου.
Η έντονη παραμόρφωση αποφεύγεται στο συγκεκριμένο έργο και η διατύπωση τη μορφής, χωρίς καθόλου περιγράμματα, δίνει την αίσθηση του ανάγλυφου. Δίνεται έμφαση σε ρεαλιστικά και ιδεαλιστικά στοιχεία, με σκοπό να αποτυπωθούν «τα αδρά έως τα άγρια στοιχεία μιας ανήσυχης ζωγραφικής έκφρασης».
Ελληνοκεντρικός
Μοντερνισμός – Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης έπαιξε
ένα σημαντικό ρόλο στην πολυσυζητημένη υπόθεση της ελληνικότητας της γενιάς του
΄30. Μαθητής του Κόντογλου, επηρεάζεται άμεσα από τα βυζαντινά πρότυπα, αλλά
και από τη λαϊκή παράδοση και τις φιγούρες του Καραγκιόζη, προσαρμόζοντάς τα
στο δικό του ξεχωριστό ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται από το ρεαλιστικό σχέδιο και
τα καθαρά χρώματα.
Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012
Παραδοσιακή Ποίηση
"Η καταστροφή των Ψαρών"
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
περπατώντας ἡ
Δόξα μονάχη
μελετᾶ τὰ λαμπρὰ
παλικάρια
καὶ στὴν κόμη
στεφάνι φορεῖ
γεναμένο ἀπό
λίγα χορτάρια
ποὺ εἶχαν μείνει
στὴν ἔρημη γῆ.
Το έξοχο αυτό επίγραμμα[1] του Διονύσιου Σολωμού είναι κατάλληλο για να παρουσιαστούν κωδικοποιημένα τα βασικά γνωρίσματα της Παραδοσιακής Ποίησης. Ο Σολωμός το έγραψε το 1825, τον επόμενο χρόνο από την καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824). Θέμα του ποιήματος είναι η εξύμνηση των ηρώων που έπεσαν στα Ψαρά, και το περιεχόμενό του είναι υμνητικό και ηρωικό.
- Είναι εξάστιχο. (Γενικά στην παραδοσιακή ποίηση το ποίημα οργανώνεται σε στροφές με σταθερό αριθμό στίχων εδώ, επειδή είναι επίγραμμα, υπάρχει αναγκαστικά μόνο μία στροφή).
- Το μέτρο είναι αναπαιστικό (υυ_) δηλ. το κάθε μετρικό πόδι αποτελείται από δύο άτονες και μια τονισμένη συλλαβή.
- Το μέτρο δημιουργεί σταθερό ρυθμό στίχων: η επιλογή αυτού του μέτρου δεν είναι τυχαία. Μέσα στο τοπίο θανάτου, ο βαρύς, σοβαρός και συλλογισμένος βηματισμός της Δόξας «ακούγεται» ως ήχος - μέσα στην απόλυτη, νεκρική σιγή – συντονισμένος στο ρυθμό των αναπαιστικών στίχων. Κάθε αναπαιστικός στίχος παράγει τρεις τόνους-ήχους, που μοιάζουν να αισθητοποιούν τον ήχο από το βηματισμό της Δόξας στο νεκρό και σιωπηλό τοπίο.
- Κάθε στίχος αποτελείται αυστηρά από 10 συλλαβές (εκτός από τον 4ο και τον 6ο που έχουν εννέα συλλαβές). Ο 1ος, ο 2ος, ο 3ος και ο 5ος είναι παροξύτονοι, ενώ ο 4ος και ο 6ος οξύτονοι.
- Η ομοιοκαταληξία είναι εύηχη και μεικτή: οι δύο πρώτοι στίχοι ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά, ενώ οι άλλοι τέσσερις έχουν πλεχτή ομοιοκαταληξία (αβαβ) ο πρώτος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο.
- Από άποψη στιχουργική, το ποίημα είναι εξαιρετικής τεχνικής, χωρίς καμιά χασμωδία και χωρίς εκθλίψεις για την αποφυγή της, ενώ απαντώνται και δύο συνιζήσεις (γεναμένο από, που είχαν).
- Το λεξιλόγιο είναι προσεγμένο και «ποιητικό» δεν υπάρχουν, βέβαια, βαρύγδουπες λέξεις: «μελετά», «λαμπρά», «κόμη» (η χρήση της αρχαιοελληνικής αυτής λέξης αντί για τις καθημερινές μαλλιά ή κεφάλι προσδίδει στο «στεφάνι» - σημείο νίκης και δόξας – επισημότητα). Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτος ο συνδυασμός ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων.
- Οι λέξεις διατηρούν την κανονικότητα του νοήματός τους: ράχη, χορτάρια, μελετά…
- Ο λόγος είναι πυκνός νοημάτων: κάθε λέξη έχει ξεχωριστή βαρύτητα και καμιά δεν είναι περιττή. Για παράδειγμα στον πρώτο στίχο, με το επίθετο «ολόμαυρη» πυκνώνεται το γεγονός της καταστροφής των Ψαρών δηλ. μονολεκτικά ο λόγος αποκτά μέγιστη νοηματική πυκνότητα, καθώς αποσιωπούνται όλα τα άλλα στοιχεία της ολικής ερήμωσης.
- Πιστή τήρηση των γραμματικών και συντακτικών κανόνων (υπερβατά δεν υπάρχουν ούτε άλλες συντακτικές ανατροπές).
- Οι εικόνες έχουν συγκεκριμένο περίγραμμα: ολόμαυρη ράχη (γη γεμάτη αποκαΐδια), λίγα χορτάρια, έρημη γη.
- Οι μεταφορές δεν εκπλήσσουν και δεν είναι απροσδόκητες. Τα λαμπρά παλικάρια δηλώνουν την εξαιρετική γενναιότητα (παλικαριά), εφόσον οι ηρωικοί νεκροί είναι αθάνατοι.
- Η προσωποποίηση (εμψύχωση) της αφηρημένης έννοιας Δόξα δείχνει ότι ο θάνατος δεν είναι ολοκληρωτικός και ότι τα ιδανικά και οι αξίες παραμένουν.
- Ο τίτλος είναι δηλωτικός του περιεχομένου.
- Το ποιητικό θέμα είναι εμφανές και εντοπίζεται εύκολα: η εξύμνηση των ηρώων που έπεσαν στα Ψαρά.
- Η ανάπτυξη του θέματος είναι λογική και η νοηματική αλληλουχία ακολουθεί, επίσης, λογική πορεία: για παράδειγμα, η εικόνα της καταστροφής μάς δίνεται μέσα από την περιγραφή και την απεικόνιση της προσωποποιημένης Δόξας. Η απεικόνιση αυτή κλιμακώνεται σε τρία διαδοχικά στάδια:
α. ως οδοιπορία-περιδιάβαση στο έρημο τοπίο («Περπατώντας η Δόξα μονάχη»)
β. ως ψυχική στάση και διάθεση («Μελετά τα λαμπρά παλικάρια»)
γ. ως εξωτερική παρουσίαση («Και στην κόμη στεφάνι φορεί»).
Ο Νικόλαος Γύζης και η δική του «Δόξα των
Ψαρών»
Όπως ο Σολωμός εμπνεύστηκε το επίγραμμα από το γνωστό
ιστορικό γεγονός, έτσι και ο Ν. Γύζης εμπνεύστηκε το σχετικό πίνακα από το
ποίημα του Σολωμού.
Είναι γνωστό ότι, όταν
το 1897 η εκστρατεία της Ελλάδας κατά της Τουρκίας απέτυχε, ο Νικόλαος Γύζης πληγώθηκε
για την τύχη της πατρίδας του. Ως μετανάστης της σύγχρονης Ελλάδας, ιδιαίτερα
ευαισθητοποιημένος στα εθνικά θέματα, πληγώνεται στον πατριωτισμό του, θλίβεται
και ξεσπά σε μία πλημμυρίδα αγάπης για την Ελλάδα, αλλά και ταυτοχρόνως σε μία
οργή προς τις μεγάλες και ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης. Λίγο νωρίτερα η
βαυαρική κυβέρνηση τού είχε αναθέσει να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα με θέμα «τον θρίαμβο
της Βαυαρίας» για ένα βιομηχανικό μουσείο στη Νυρεμβέργη. Ο Γύζης εκτέλεσε την
παραγγελία, φέρεται όμως να είπε ότι «εγώ θα ήθελα να κάνω τον θρίαμβο της
Ελλάδος, όχι της Βαυαρίας». Με το προηγούμενο της εκστρατείας του
1897, ο Γύζης αποφάσισε να φτιάξει πράγματι έναν δοξαστικό πίνακα για την
Ελλάδα και εμπνεύστηκε από την περίφημη στροφή του Διονυσίου Σολωμού που ξεκινά
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η Δόξα μονάχη». Σε ένα από τα ταξίδια που έκανε στην Ελλάδα
από το Μόναχο τη σημείωσε αυτή τη στροφή στο σημειωματάριό του και φαίνεται ότι
μετά πήγε στο Μόναχο και φιλοτέχνησε τον πίνακα. Με το έργο του αυτό, ο Γύζης
συμπορεύεται με τον Σολωμό. Είναι και οι δυο τους εκφραστές του ιδεώδους της
αθάνατης δόξας, που – δυστυχώς - είναι το τίμημα ελαχίστων, διότι λίγοι είναι
αυτοί που μπορούν να την εννοήσουν και να την εκτιμήσουν.
Το έργο αυτό εντάσσεται
στο σύνολο των θεμάτων που έχει εκτελέσει ο Γύζης, και τα οποία είχαν αποκλειστικές
αναφορές στην μυθολογία, στην παράδοση, στην ηθογραφία και στα τελευταία
γεγονότα της ιστορίας της πατρίδος του, της Ελλάδος. Η Δόξα των Ψαρών, σαν θεματική επεξεργασία και ανάπτυξη αλλά και ως
παρουσίαση της σύλληψής της, διακρίνεται από τις προηγούμενες δημιουργίες του,
κυρίως για το υψηλό φρόνημα που ενσαρκώνει,
για τον ιδεαλισμό της, για την αρχαΐζουσα λιτότητα, αλλά και για την υπέρμετρη
αγάπη με την οποία ζωγραφίστηκε.
Ως θέμα πρέπει να τον
είχε απασχολήσει πολύ νωρίς, όμως πάντα το ανέβαλε, πιθανόν να επιθυμούσε να
βρει την κατάλληλη στιγμή της έμπνευσής του. Όπως αναφέρει ο Montanton: Ο Γύζης
είχε αντιγράψει στο τετράδιο των σχεδίων του στίχους από διάφορα δημοτικά
τραγούδια, όπως και το σχετικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, προκειμένου να το
μεταφέρει σε δεδομένη στιγμή σε ζωγραφικές απεικονίσεις. Ένα μικρό και γρήγορο
σκίτσο της «Δόξας», που μάλλον προέρχεται από αυτές τις σημειώσεις του, που
έγιναν από το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1895, έχει επισημανθεί
σε ιδιωτική συλλογή, όπου στην πίσω πλευρά του χαρτιού είναι γραμμένο με το
ίδιο του το χέρι το ποίημα του Δ. Σολωμού.
Η Δόξα παριστάνεται με
προφίλ και έρχεται από το βάθος και λίγο από τα δεξιά, σχεδόν μετωπικά προς τον
θεατή, και μοιάζει να προσγειώνεται μόλις αυτή τη στιγμή, πίσω της, μία δέσμη
φωτός, στα δεξιά και μία αχνή ακτίνα αριστερά, σημάδια μιας συμβολικής ανατολής,
αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του θεατή πάνω από τον αριστερό ώμο της Δόξας, που
περπατά μονάχη στην ολόμαυρη ράχη των Ψαρών. Συμβολίζεται από μία αιθέρια μορφή
αγέρωχη με αρχαγγελική παρουσία «που προχωρεί με βήμα σταθερό και απαλό»,
αυστηρή, μοναχή, με περισυλλογή. Φαντάζει σαν κούρος που αναστήθηκε από την
ολόμαυρη ράχη των Ψαρών, για να καταγράψει -όπως ο ίδιος αναφέρει- την ηρωισμό
και τη θυσία.
Είναι μία γόνιμη στιγμή
της δημιουργίας του, που με περίσσια ιδιοφυΐα στήνει το σκηνικό της παράστασής
του. Το σύνολο κυριαρχείται από την πρωτόγνωρη γυναικεία μορφή της «Δόξας», με
το αυστηρό ύφος, με καρφωμένο το βλοσυρό βλέμμα στη δέλτο, φτερωτή σαν «Νίκη»,
περιτρέχει τις ράχες και τις βουνοκορφές, να απαθανατίσει με τη γραφίδα της τα
ονόματα των λαμπρών παλικαριών. Στο διάβα της τρέμει η γη και ανεμίζουν τα
μακριά αραχνοΰφαντα και αρχαιοπρεπή πέπλα της σαν φτερά γρηγορόφτερου αγγέλου
στον αιγαιοπελαγίτικο αέρα, με το δεξί χέρι υψωμένο σαν σε προσταγή, δείχνει με
τον δείκτη της τον στέφανο της κεφαλής, σύμβολο αρχέγονο της θυσίας, έπαθλο των
αγωνιστών και των ηρώων, το τίμημα της ελευθερίας και της αθάνατης δόξας. Γύρω
της το ξερό τοπίο, το χώμα κείτεται στα πόδια της μαύρο και σκοτεινό , ενώ
κόκκινες ανταύγειες αίματος σημαδεύουν τα χαμένα νιάτα των γενναίων. Ο
ανταριασμένος ουρανός με τις φωτεινές του ώχρες δημιουργεί ένα υποβλητικό,
τρομακτικό, αποκαλυπτικό σκηνικό, που σοκάρει τον θεατή, τον φοβίζει.
Ο Γύζης με θάρρος και
παρρησία υπερασπίζεται την ελευθερία του καλλιτέχνη και την ιδιαιτερότητα της τέχνης
του. Ο ποιητής εμπνέει τον καλλιτέχνη, αλλά όταν ο καλλιτέχνης είναι ποιητής,
επιτρέπεται σ’ αυτόν να διερευνήσει νέους δρόμους για να μιλήσει, είναι το
αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε καλλιτέχνη για την ελεύθερη ερμηνεία και απόδοση
κάθε ποιητικής αλήθειας. Ο καλλιτέχνης
μ’ αυτήν του τη προσπάθεια, να ενσαρκώσει μία ιδέα που είναι η Δόξα, αφαιρεί
από την φαινομενική παράσταση κάθε ρεαλισμό, για να την αναγάγει σ’ ένα
διαχρονικό συμβολισμό, πέρα από τα καθιερωμένα πλαίσια. Γι’ αυτό και η Δόξα
του δεν περιορίζεται μόνο στα ελληνικά γεωγραφικά πλαίσια, ούτε στο οροθέσια
ενός συγκεκριμένου συμβάντος, το γεγονός είναι η αφορμή, η αιτία, το μήνυμα της
δόξας οικουμενικό χωρίς χωροθετικούς περιορισμούς. Βέβαιο είναι ότι ο Γύζης μέσα
από αυτή την έννοια επιδιώκει να αναπτερώσει την ιδέα της αναγεννώμενης
Ελλάδας, απέναντι στην ταπεινωτική για την πατρίδα του ήττα, τη σύρραξη του πολέμου
του 1897.
Περισσότερο υλικό στο βιβλίο μας:
Περισσότερο υλικό στο βιβλίο μας:
[1] Τα επιγράμματα είναι ολιγόστιχα ποιήματα που τα
χαρακτηρίζει η απλότητα, η νοηματική πυκνότητα και μια θαυμαστή φραστική
οικονομία.