Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Γ. Παυλόπουλος, Τα Αντικλείδια

1.Προκαταρκτικές επισημάνσεις
• Το ποίημα ανήκει στην ομώνυμη ποιητική συλλογή.
• Η συλλογή αυτή δημοσιεύτηκε το 1988 και έχει ως θέμα τον ονειρικό αγώνα του ποιητή με το ποίημα.
• Κινητήρια δύναμη του ποιήματος είναι η ουσία της ποίησης και όσοι προσβλέπουν σ’ αυτή.
• Ο τόνος είναι αφηγηματικός, το δε ύφος κοφτό και κουβεντιαστό.
• Ο αφηγητής αναφέρεται στους πολλούς που δεν σχετίζονται με την ποίηση και σε εκείνους τους λίγους που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή, χωρίς ίσως το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
• Η εισχώρηση στα ενδότερα της ποίησης δεν είναι εύκολη. Τούτο μαρτυρεί ο τίτλος και η όλη εξέλιξη της αφήγησης.
• Ο τίτλος, πιο ειδικά, υποδηλώνει την αξιοποίηση ποιητικών συνθέσεων που πιθανώς να επέτρεπαν στον ποιητή να περάσει την πόρτα της ποίησης, να προσεγγίσει δηλαδή την ποιητική τέχνη.
• Ο ποιητής εκφράζει βαθιά νοήματα με απλό, καθημερινό λεξιλόγιο, αλλά και με συμβολισμούς ή μεταφορικές προεκτάσεις.
• Ο ποιητής επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ποίηση;».

2. Ερμηνεία και κατανόηση
Στ. 1:
• Μια πρώτη απόπειρα του ποιητή να ορίσει την ποίηση.
• Πώς ορίζεται; Ως πόρτα ανοικτή.
• Φαίνεται δηλαδή να είναι προσιτή σε όλους.

Στ. 2-5:
• Η ποίηση τελικά δεν είναι άμεσα προσιτή στον καθένα, αλλά έχει και περιέχει κάτι βαθύτερο.
• Όσοι δεν την αντιμετωπίζουν στο πραγματικό της βάθος και παραγνωρίζουν τα ενδότερα νοήματά της, πώς μπορούν να βρουν την πόρτα της ανοικτή;
• Αυτό συμβαίνει με τους πολλούς: την αντικρίζουν επιφανειακά και αδιάφορα: δεν είναι σε θέση να την αποτιμούν δημιουργικά, να την προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη αίσθησης και πνευματικής ευωχίας.
• Το αποτέλεσμα είναι να την προσπερνούν, αλλά εξίσου να τους προσπερνά και η ποίηση δια του ποιητή.
• Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που πλησιάζουν την ανοικτή πόρτα της ποίησης με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με προσεκτική ματιά, με περισσότερη ευαισθησία και «κάτι βλέπουν».
• Γοητεύονται απ’ αυτό που βλέπουν.
• Δεν βλέπουν βέβαια όλοι το ίδιο.
• Ο καθένας μαγεύεται από κάτι διαφορετικό και δοκιμάζει να διαβεί την ανοικτή πόρτα.
• Ο ένας έλκεται ίσως από τη μαγεία των λέξεων, ο άλλος από τα παρελαύνοντα νοήματα ή απόαντίστοιχες ποιητικές εικόνες, συγκεκριμένες αξίες και ιδέες.
• Άλλοι επίσης βρίσκουν τη λύτρωσή τους στην ποίηση, υπερβαίνουν υπαρξιακά αδιέξοδα, επικοινωνούν εσωτερικά με τον εαυτό τους και με τους άλλους, χαράσσουν ή εκφράζουν κοινωνικούς στόχους και προσδοκίες, γενικώς βρίσκουν εκείνο το κάτι που συναρπάζει την ψυχή τους ή τους ανυψώνει πνευματικά.

Στ. 6-7:
• Όταν όμως δοκιμάζουν να διαβούν την πόρτα, αυτή κλείνει και μένουν απ’ έξω.
• Τι σημαίνει αυτό για την εξέλιξη της σκέψης του ποιητή;
• Πως η ουσία της ποίησης δεν «ξεκλειδώνεται», ήτοι δεν αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά.
• Ενέχει ανεξερεύνητα βάθη και πρέπει κανείς να ατενίζει προς τούτα.
• Από εδώ εκκινεί ο ποιητής για να διερευνήσει την ουσία της:
• Να αναζητήσει μαζί με τον ευαίσθητο ποιητικά αναγνώστη το κλειδί, την οδό αποκάλυψης [ή και ανακάλυψης] της ποιητικής αλήθειας.
• Δεν υπάρχουν πολλά κλειδιά που τους εισάγουν στον οίκο της ποίησης παρά μόνο ένα.
• Αυτό ψάχνουν να βρουν, χωρίς ωστόσο να έχουν μια απαντοχή.
• Η αναζήτηση εξελίσσεται σε αγωνιώδη προσπάθεια να πατήσουν τα άδυτα του ποιητικού χώρου, να ικανοποιήσουν τις πνευματικές τους ανησυχίες.
• Η ποίηση δεν είναι, εν τέλει, ένα εμπορεύσιμο αγαθό, προορισμένο να ικανοποιεί τα κατώτερα ένστικτα του καθένα.
• Αντίθετα η κατάκτησή της, η απόλαυσή της, η αληθινή της αξία ταυτίζεται με τον αγώνα της σκέψης και της γραφής χωρίς αρχή και τέλος.

Στ. 8-10:
• Οι ποιητές ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν κατορθώνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα, να απολαύσουν εκείνους τους πνευματικούς χυμούς που είναι αντάξιοι ενός ποιητικού έργου.
• Η ανύψωση εν τέλει στο επίπεδο της αληθινής ποίησης δεν είναι δεδομένη για τον καθένα ούτε ζήτημα μιας απλής ευάρεστης διάθεσης.
• Απεναντίας απαιτεί κόπους, διαρκή προσπάθεια, θυσία ίσως ολόκληρης ζωής, χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιη η ποθητή πραγμάτωση.
• Το ευκταίο ή επιθυμητό δεν γίνεται εύκολα πραγματικό στην ποίηση.
• Η υψηλή ποίηση παραμένει πάντοτε το ζητούμενο και δεν έχει οριστικό τέλος.
• Η όλη γοητεία του ωραίου ποιητικού ταξιδιού δεν βρίσκεται στο αποτέλεσμα ή στο προσδοκώμενο, αλλά στην αγωνία της αναζήτησης, στη δραματική της τροπή.

Στ. 11-13:
• Σημάδια αυτής της δραματικής τροπής είναι οι απεγνωσμένες προσπάθειες όσων εννοούν να επιμένουν ποιητικά.
• Δεν μπορούν να βρουν το κλειδί και γι’ αυτό φτιάχνουν αντικλείδια, γράφουν δηλαδή ποιήματα, μήπως και μπορέσουν να προσεγγίσουν για λίγο την ουσία ή την αλήθεια της ποίησης.
• Τα αντικλείδια, ήτοι τα ποιήματα που γράφονται με ζέση, με πνοή και με ευαισθησία, είναι πολλά και μεθερμηνεύουν τον διακαή πόθο της ανθρώπινης ψυχής μαζί και του νου να ομιλήσουν τη γλώσσα της αυθεντικής ποίησης.
• Το κλειδί όμως της ποίησης ως τέτοιας είναι ένα και μοναδικό· δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα διάφορα αντικλείδια.
• Η ανθρώπινη προσπάθεια βέβαια συνεχίζεται, δεν σταματά ούτε κατ’ ελάχιστο, ακόμη και όταν συναισθάνεται ή συνειδητοποιεί, κατά την εξέλιξη της ποιητικής πράξης, ότι η πόρτα της ποίησης είναι ερμητικά, οριστικά κλειστή.
• Ιδού το κορυφαίο δράμα, το αίνιγμα της ποιητικής μας συνθήκης!
• Όσο ο άνθρωπος-ποιητής [και ποιητής-άνθρωπος] πιστεύει ότι πλησιάζει την ποιητική αλήθεια, τόσο ετούτη αποσύρεται.
• Τον σαγηνεύει, τον εμπνέει, τον προδιαθέτει να εκφραστεί ποιητικά, αλλά όταν ό ίδιος αφοσιώνεται σ’ αυτήν και εισδύει στο βάθος της, η ίδια δεν είναι εκεί, απομακρύνεται από κοντά του, περισυλλέγεται στην αλήθεια της, γίνεται παρούσα-απούσα.
• Παρούσα με τη μορφή των ποιημάτων, αλλά απούσα με το διαιώνιο και γι’ αυτό απρόσιτο για τον δημιουργό-ποιητή βάθος της.

Στ. 14-18:
• Η παρουσία της ποίησης με τη μορφή των πολλών, των απειράριθμων ποιημάτων μέσα στο χρόνο δεν είναι κάτι το περιφρονητέο. Αξίζει να τιμάται, να ανατιμάται, όχι όμως και να υπερτιμάται.
• Να ανατιμάται, γιατί καθιδρύει την αλήθεια του ανθρώπου ως δημιουργού-ποιητή, αγγέλλει τον αγώνα του για τη διάνοιξη της πύλης της ποίησης, προπαρασκευάζει τις ποιητικές συνθήκες που θεμελιώνουν την ευαισθησία, την αισθητικότητα, την πνευματική του διαύγεια.
• Να μην υπερτιμάται, γιατί τα ποιήματα, μαζί και η ποιητική διάθεση και έξαρση, δεν μας οδηγούν υποχρεωτικά στο ύψος της ποίησης.
• Η ποιητική ιδέα δεν εξαντλείται με την τρέχουσα ποιητική πράξη.
• Η τελευταία τούτη δεν είναι δευτερεύουσα πράξη, αλλά πρωταρχική εκδήλωση του ποιητικού Είναι των ανθρώπων.
• Καθότι τέτοια, στοιχειοθετεί τον αποκαλυπτικό λόγο της ποίησης.
• Είναι αποκαλυπτικός, γιατί με την εργώδη ποιητική ανέλιξη μας λέγει πως η ποίηση δεν είναι ένα απλό φαινόμενο του πολιτισμού και της κουλτούρας μας, δεν συνιστά έναν εφήμερο και περαστικό ενθουσιασμό, δεν εκφράζει απλώς ψυχικά βιώματα αλλά θεμελιώνει την ίδια την ουσία του ανθρώπου.
• Ως θεμελιωτική δύναμη είναι ανεξάντλητη πηγή ποιητικών δημιουργημάτων, μας παρέχει έτσι την οίκηση του ποιητικού χώρου και συναφώς μας καλεί να εμβιώνουμε την ιερότητά του.
• Ο τελευταίος στίχος (στ. 18) ολοκληρώνει τον κύκλο της ποιητικής εκμύθευσης του κόσμου και επιβεβαιώνει ότι η σχέση μας με την ποίηση παραμένει μια γοητευτική, αλλά και επώδυνη περιπέτεια ζωής.
• Συμπερασματικά: η ποίηση και η τέχνη γενικότερα συνιστούν μια πόρτα ανοικτή για τον ποιητή και τον καλλιτέχνη:
• Είναι μια αστείρευτη πηγή καλλιτεχνικο-ποιητικών επιτευγμάτων, η οποία επιτρέπει στους δημιουργούς να απολαμβάνουν κάποια από αυτά τα επιτεύγματα.
• Συγχρόνως όμως είναι και κλειστή, με το νόημα ότι δεν εξαντλείται με το [ή στο] ένα ή το άλλο ποιητικό και καλλιτεχνικό αγαθό, αλλά είναι παρούσα ως πρόκληση για βαθύτερες και καλύτερες εκάστοτε ποιητικές-καλλιτεχνικές δημιουργίες.
• Να λοιπόν γιατί το κάθε ποίημα δεν ταυτίζεται με την ποίηση. Το πρώτο σηματοδοτεί την ατέρμονη προσπάθεια των ποιητών, γενικότερα των δημιουργών, να εισχωρήσουν για λίγο στην οντολογική τους πηγή, που είναι η ποίηση.

3. Στοιχεία μορφής
• Η ποιητική αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και με την αίσθηση ότι ο αφηγητής γνωρίζει τη βαθύτερη ποιητική αλήθεια της και τον διαρκή αγώνα προσέγγισής της.
• Ο ίδιος ο αφηγητής είναι ένας από τους πολλούς ποιητές που προσπαθούν να κινηθούν στη γειτονιά της αληθινής ποίησης.
• Ο λόγος του αφηγητή δεν στοχεύει στη μετάδοση συναισθηματικών φορτίσεων, αλλά εκθέτει με τρόπο στοχαστικής διάθεσης συγκεκριμένες απόψεις για την ουσία της ποίησης.
• Η όλη αφήγηση έχει αλληγορικό χαρακτήρα και στηρίζεται στην τεχνική των αντιθέσεων ή αντιφάσεων.
• Τα αντίθετα συνυπάρχουν και ισορροπούν στη γραμμή μετάδοσης νοήματος του ενός προς το άλλο και αντίστροφα.
• Παρατηρείται μια συνεχής κίνηση της ποιητικής αφήγησης από το γνωστό στο άγνωστο, από το ανοικτό στο κλειστό, από το κατανοητό στο ακατανόητο.
• Το ποίημα μοιάζει με παραμύθι, κύρια γνωρίσματα του οποίου είναι το μυστηριώδες περιεχόμενο, το μυθολογικό, το φαντασιακό ή και μαγικό.
• Στα σχήματα λόγου δεσπόζει αυτό του κύκλου, των επαναλήψεων και των μεταφορών.
• Η αισθητική λειτουργία του ποιητικού λόγου στηρίζεται στις κύριες προτάσεις, οι οποίες αποτυπώνουν αυτοτελή και ολοκληρωμένα νοήματα.
• Η ψυχογραφία του ποιητικού υποκειμένου συγκροτείται με βάση τα εξής στοιχεία:
- Το εν λόγω υποκείμενο προβάλλει μια καθολική γνώση του χώρου, του χρόνου και του κόσμου.
- Συμμετέχει ψυχικά στην εναγώνια επιδίωξη των ανθρώπων-δημιουργών – ποιητών να προσπελάσουν το μαγικό κόσμο της ποίησης.
Δημήτριος Τζωρτζόπουλος, Δρ. Φιλοσοφίας, Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ02

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το πρώτο σκαλί

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε

[Τάσος Λειβαδίτης, Έρωτας]




Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

"Κάτι θα γίνει, θα δεις". Η πρόσληψη της συλλογής διηγημάτων του Χ. Οικονόμου από τους μαθητές του Γυμνασίου.

"Κάτι θα γίνει,θα δεις". Ένας τίτλος που με την πρώτη ματιά μου φάνηκε διφορούμενος. Κάτι θα γίνει... και; Όλα θα καταρρεύσουν; Όλα θα καλυτερεύσουν;
Καθώς διάβαζα τις ιστορίες του βιβλίου άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μου ένας κόσμος που, ενώ γνώριζα την ύπαρξή του, ποτέ ως τότε δεν είχα προβληματισθεί για τη σοβαρότητα των καταστάσεων που αντιμετώπιζε. Γνώρισα ανθρώπους με προβλήματα οικονομικά, ανεργίας, φτώχειας, με προβλήματα υγείας, προβλήματα επιβίωσης. Ανθρώπους που μπορεί να βρίσκονται μακριά από εμάς αλλά ζουν στην πόλη μας, στις γειτονιές μας. Ήρθα σ΄ επαφή με ανθρώπους που η ζωή τους ήταν γεμάτη παγωνιά, βροχή, σκοτάδι. Ανθρώπους που αναζητούσαν λίγο φως στον κόσμο τους αλλά κάτι, κάποιοι πολέμαγαν να το διώξουν, έκλειναν όλες τις χαραμάδες και τους άφηναν στο σκοτάδι. Κι αυτοί έστεκαν ακίνητοι, άοπλοι, "μολυβένιοι στρατιώτες". Έμεναν γεμάτοι φόβο, οργή, απόγνωση, πλημμυρισμένοι με τόσες σκέψεις που αδυνατούσαν να τις εκφράσουν κι έτσι ένιωθαν, τελικά, γεμάτοι με ένα απίστευτο κενό. Είδα ανθρώπους να κουβαλά ο καθένας σε μια μόνο τσέπη τα πάθη και τη θλίψη του. Είδα ιστορίες γεμάτες αλήθεια που δεν είχαν μόνο συνάφεια με την πραγματικότητα αλλά και ήθος. Γνώρισα ήρωες που δεν ήξερα πώς να αντιδράσουν, που αδυνατούσαν να αντιδράσουν, απλά σταμάταγαν να κάνουν ό,τι έκαναν ή έκαναν κάτι φαινομενικά ανούσιο αλλά ουσιαστικά σημαντικό, καθώς ήταν κάποια αντίδραση, έστω κι αν ήταν μια προσπάθεια για απελευθέρωση της μπίντας από τον κάβο που την έπνιγε, αφού δεν μπορούσε να απελευθερωθεί ο ήρωας από τη θηλιά που έπνιγε τον ίδιο.
Τέλος, αντιλήφθηκα πως ο προβληματισμός, η ευαισθητοποίηση, η ελπίδα οδηγούν σταδιακά στη μαχητικότητα, την αντίδραση που κομμάτι κομμάτι θα φέρουν πίσω τον κόσμο που διαλύεται, θ΄ ανοίξουν τις χαραμάδες για να μπει το φως.
Τελικά, κάτι θα γίνει, θα δεις.
Κλέλια Παυλοπούλου, μαθήτρια στο Β3 τμήμα του Γυμνασίου της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά.
[Το κείμενο αναγνώσθηκε από τη μαθήτρια στα πλαίσια της χθεσινής βραδιάς.]

Εκδήλωση Γυμνασίου Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά


http://www.youtube.com/watch?v=dZuISCHl8cY
Ζητώ την κατανόησή σας για την παλλόμενη εικόνα του βίντεο. Προφανώς,ο ενθουσιασμός των μαθητών μας επηρέασε και τα τεχνικά μέσα... Θερμά συγχαρητήρια στα παιδιά για το τελικό αποτέλεσμα!

Λόγος της εξουσίας και λόγος εξουσιαστικός

Μία λαϊκή εκδοχή για τον πολιτικό λόγο, συνέπεια της φθοράς των αξιών που αγγίζει τους πολιτικούς θεσμούς, τον παρουσιάζει σαν κενό περιεχομένου με στόχο την εξαπάτηση των πολιτών. Η λαϊκή αυτή εκδοχή δεν είναι πολύ μακριά από την επιστημονική ανάλυση, όχι όμως του πολιτικού λόγου γενικά, αλλά του πολιτικού λόγου που ασκεί εξουσία στη θέση εκείνου που έχει στόχο να πείσει.
Στην ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της κρίσης των αξιών αλλά και του ρόλου των μέσων επικοινωνίας, έχει εντυπωσιακά μειωθεί η παραγωγή εκείνου του πολιτικού λόγου που ερμηνεύει, επιχειρηματολογεί και προτείνει, ενώ έχει εξίσου εντυπωσιακά αυξηθεί η πολιτική ρητορεία που ασκεί εξουσία με το λόγο.
Οι κοινωνικοί κανόνες παραγωγής του πολιτικού λόγου στηρίζονται στην παλιά δημοκρατική αρχή της εκπροσώπησης των πολιτών, πράγμα που σημαίνει διάλογο και συμμετοχή. Σημαίνει πληροφόρηση των εκπροσώπων για τα προβλήματα των κοινωνικών ομάδων, επεξεργασία των προτάσεων αντιμετώπισής τους, επαλήθευση της ορθότητας των επιλογών, συναίνεση στις αποφάσεις. Αυτός ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στην κρίση και τη λογική των πολιτών, μεταδίδει πληροφορίες, αποκαλύπτει κοινωνικά προβλήματα, στηρίζεται σε επιχειρήματα και αποδείξεις.
Αντίθετα με αυτά, η συμμετοχή και ο διάλογος είναι σήμερα σχεδόν ανύπαρκτα στο πεδίο της πολιτικής. Μόνος στόχος του πολιτικού λόγου που κυριαρχεί στην κοινωνία φαίνεται να είναι η δικαίωση του ρήτορα. Ο πολιτικός λόγος πριν από όλα νομιμοποιεί το δικαίωμα του ομιλητή να κατέχει το βήμα και το λόχο. Δε μεταδίδει πληροφορίες και δεν επιχειρηματολογεί. Μεταδίδει ένα μήνυμα μονολιθικά «σωστό» που συνοδεύει μία ηθική καταδίκη της όποιας αμφιβολίας γι’ αυτό το «σωστό». Έτσι, η γνώμη του πολιτικού ρήτορα, αντί να εμφανίζεται ως γνώμη, που άρα χωράει επεξεργασία, ερωτηματικά και επαλήθευση, προτείνεται σαν δεσμευτικό απόφθεγμα, καθώς συνοδεύεται επιπλέον από την ηθική καταδίκη όποιου δεν συμφωνεί.
Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί ηγέτες έχουν εκ των προτέρων τη βεβαιότητα ότι «ξέρουν» για όλα τα ζητήματα ποιο είναι το «σωστό» με τρόπο τόσο αναμφισβήτητο που αποκλείει την όποια επεξεργασία του από τους άλλους. Η βεβαιότητα αυτή μετατρέπεται καθημερινά σε δικαίωμα ηθικής καταδίκης για κάθε ερωτηματικό ή αμφιβολία απέναντι στα «ρητά»των ηγετών. Αποκλείει, δηλαδή, την επαλήθευση με το διάλογο και τη συμμετοχή, αποκλείοντας σε τελευταία ανάλυση την κρίση και τη σκέψη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι καθώς παύουν να λειτουργούν οι δημοκρατικοί κανόνες παραγωγής του πολιτικού λόγου, ο διάλογος καταργείται όχι μόνο μεταξύ πολιτικών και πολιτών αλλά και των πολιτι-κών ανάμεσά τους. Έτσι, σε όλα τα κόμματα, και ακόμα χειρότερα σε εκείνα που αυτοπροσδιορίζονται σαν δημοκρατικά και λαϊκά, αντί να λειτουργεί ο διάλογος και η αντιπαράθεση των ιδεών, εκπέμπονται διάφοροι παράλληλοι μονόλογοι, που όλοι σχεδόν είναι αυταρχικοί. Οι ρήτορες αντλούν τη δικαιοδοσία τους από αφηρημένες έννοιες (το «εθνικό συμφέρον», τη «δημοκρατία», «το συμφέρον του κινήματος», τη «θέληση του ελληνικού λαού») και παρουσιάζουν την άποψη ή πρόταση του καθενός σαν αφορισμό με μόνο στόχο της. Έτσι, ο κάθε πολιτικός ηγέτης παίζει το ρόλο του μάγου της φυλής που ταυτίζει τα λεγόμενα του με το καλό και καταδικάζει την κάθε αμφιβολία για όσα λέει σαν απόδειξη υπεράσπισης του κακού.
Ο ρόλος του μάγου της φυλής δυστυχώς δεν εξαντλείται στους τίτλους που η παρομοίωση ανακαλεί. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι γενικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «ξέρουν» εκ των προτέρων το «σωστό» για όλα τα προβλήματα και δίνουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να επιβάλλει αυτό το «σωστό» με τη βία, πραγματική ή συμβολική.
Η απουσία πολιτικού διαλόγου έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Οι παράλληλοι αυταρχικοί μονόλογοι που εκπέμπονται (τόσο ανάμεσα στα κόμματα όσο και ανάμεσα στους εκπροσώπους του κάθε κόμματος) καταστρέφουν τελείως την ιδέα του αντιλόγου, άρα της αντιπαράθεσης πολιτικών επιλογών και ιδεών. Γιατί αντίλογος είναι η ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών αιτιών που κάνουν μια πολιτική άποψη να μη χωράει ερωτηματικό και όχι η μετάδοση μιας άλλης άποψης που επίσης δεν χωράει ερωτηματικό.
Η απουσία πολιτικού διαλόγου έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις, γιατί οι πολίτες αναγνωρίζουν τους παράλληλους μονολόγους, αντιλαμβάνονται την απουσία διαλόγου, άρα καταλαβαίνουν την απουσία πολιτικής. Αυτό οδηγεί σε συνεχή μείωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς εκπροσώπους, πράγμα πολύ αρνητικό, γιατί μέσα στη φθορά των θεσμών φθείρεται και ο κοινοβουλευτισμός ο ίδιος, πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Όλα τούτα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό, όχι στις «λάθος» απόψεις του ενός ή του άλλου, αλλά στην έπαρση των ηγετών. Στο κάτω κάτω της γραφής μηχανισμοί εξουσίας και κοινωνικά προνόμια τούς έδωσαν τον τίτλο που επιτρέπει να μιλούν εξ ονόματος του ελληνικού λαού. Άρα, κανένας απολύτως ανάμεσά του δεν έχει το δικαίωμα να θεωρεί την όποια άποψη του αλήθεια αμετάκλητη, που δεν επιδέχεται κριτική επεξεργασία, κι αυτό να του επιτρέπει να δρα με μόνο στόχο την επιβολή της.
Τελικά ίσως στις σύγχρονες κοινωνίες των μέσων Μαζικής επικοινωνίας και του συνεχούς βομβαρδισμού των πολιτών με παράλληλους αυταρχικούς μονολόγους, στις κοινωνίες του ελέγχου της γνώμης των πολιτών από αυτά τα Μέσα και της ροπής των πολιτικών προς το ρόλο του «αστέρα» με τη σημασία που έδωσε στη λέξη το παλιό Χόλιγουντ, ίσως σε αυτές τις κοινωνίες δεν πρέπει να υπάρχουν ηγέτες χαρισματικοί, που χειρίζονται τον πολιτικό λόγο για να δικαιώσουν τον εαυτό τους και όχι να προτείνουν λύσεις, για να γοητεύσουν και όχι να πείσουν, αλλά αντίθετα ηγέτες δίχως χαρίσματα «αστέρα», κανονικοί άνθρωποι, με συνείδηση των ορίων της ικανότητάς τους, χωρίς τη βεβαιότητα ότι τα εντέλλονται από την ίδια τη Δημοκρατία, που άρα ζητάνε και μετράνε τη γνώμη των άλλων.
Άννα Φραγκουδάκη, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ
Θέματα:
Α. Να πληροφορήσετε τους συμμαθητές σας για το περιεχόμενο του άρθρου, σε ένα δικό σας κείμενο 100-110 λέξεων.
Β1. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα: α. Ποια λογική (νοηματική) σχέση συνδέει την 3η με την 4η παράγραφο; β. Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η 8η παράγραφος του κειμένου; γ. Με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται η σύνδεση της 6ης με την 7η παράγραφο;
Β2. Συμπληρώστε τον παρακάτω πίνακα:
ΡΗΜΑ                  ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ανακαλεί
επιβάλλει
αφορισμός
έπαρση
Β3. Να επισημάνετε τον τρόπο σύνδεσης (παράταξη / υπόταξη / ασύνδετο) των παρακάτω προτάσεων:
α. «Στην ελληνική κοινωνία … και προτείνει, ενώ έχει εξίσου εντυπωσιακά αυξηθεί…
β. Αυτός ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στην κρίση και τη λογική των πολιτών, μεταδίδει πληροφορίες, αποκαλύπτει κοινωνικά προβλήματα, στηρίζεται σε επιχειρήματα και αποδείξεις.
Β4. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν:
α. Να μετασχηματίσετε το υπογραμμισμένο προθετικό σύνολο σε ισοδύναμες δευτερεύουσες προτάσεις (ρηματικές φράσεις): «Στην ελληνική κοινωνία εξαιτίας της κρίσης των αξιών αλλά και του ρόλου των Μέσων Επικοινωνίας…».
β. Να μετασχηματίσετε τη δευτερεύουσα πρόταση σε ισοδύναμη ονοματική φράση: «Το ενδιαφέ-ρον είναι ότι ο διάλογος καταργείται όχι μόνο μεταξύ πολιτικών και πολιτών…»
Β5. Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές μορφοσυντακτικά και ποιες εσφαλμένες. Όσες είναι εσφαλμένες, να τις αποκαταστήσετε και να τις ξαναγράψετε:
α. Ορισμένοι πολιτικοί εξασκούν εξουσία με το λόγο.
β. Εξασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
γ. Τα παιδιά εξασκούνται στις εξισώσεις.
Γ. Παίρνετε μέρος σε μια δημόσια συζήτηση για την κατάπτωση του πολιτικού (δια)λόγου. Στην ομιλία σας, αφού προσδιορίσετε τις περιπτώσεις (αιτίες) αποτυχίας του, να επισημάνετε τις προϋποθέσεις εποικοδομητικής διεξαγωγής του.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α. Αντικείμενο του άρθρου αποτελεί ο λόγος της εξουσίας. Αρχικά, η συγγραφέας αντιπαραθέτει στον αποδεικτικό πολιτικό λόγο το λόγο που ασκεί εξουσία, που νομιμοποιεί τα «θέσφατα» του «παντογνώστη» πομπού, επιβάλλοντας σιωπή στο δέκτη. Υποστηρίζει πως η κατίσχυση αυτής της πολιτικής ρητορείας οφείλεται στην απουσία διαλόγου και δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών, με συνέπεια ο διάλογος να αντικαθίσταται από το μονόλογο και οι πολιτικοί να αυτοδικαιώνονται με τη χρήση εννοιών-αξιών, άτρωτων σε κάθε αμφισβήτηση. Το αποτέλεσμα είναι να καταργείται ο αντίλογος και οι πολίτες σταδιακά να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς. Καταληκτικά, θεωρεί πως οι πολιτικοί πρέπει να λειτουργούν χωρίς αλαζονεία αλλά με μετριοπάθεια και γνώση των ορίων τους. (108 λέξεις)
Β1.
α. αντίθεση
β. αίτιο - αποτέλεσμα
γ. με την επανάληψη της φράσης «ο ρόλος του μάγου της φυλής»
Β2.
ΡΗΜΑ                       ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ανακαλεί                   ανάκληση
επιβάλλει                  επιβολή
αφορίζω                    αφορισμός
επαίρομαι                  έπαρση
Β3.
α. υπόταξη (αντιθετική)
β. ασύνδετο
Β4.
α. Στην ελληνική κοινωνία, επειδή οι αξίες διέρχονται κρίση και τα ΜΜΕ διαδραματίζουν αυτό το ρόλο…
β. Το ενδιαφέρον είναι η κατάργηση του διαλόγου όχι μόνο μεταξύ πολιτικών και πολιτών…
Β5.
α. Λ – ασκούν εξουσία
β. Λ – ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα
γ. Σ
Γ. Ενδεικτικές απαντήσεις:
Α’ ζητούμενο:
 Η στρατηγική της πειθούς αντικαθίσταται από το λόγο του συνθήματος, ο οποίος εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα του πολίτη: φόβους, αγανάκτηση, φανατισμό, συμπάθεια, ενθουσιασμό.
 Η πλήρως καταξιωτική ρητορική στον πολιτικό λόγο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και η εντελώς απαξιωτική στο λόγο της αντιπολίτευσης. Τα πάντα έχουν καλώς στον κυβερνητικό πολιτικό λόγο, τα πάντα βαίνουν κατά κρημνών στον πολιτικό λόγο της αντιπολίτευσης. Αυτή η σύγκρουση κλονίζει τελικά την αξιοπιστία του πολιτικού λόγου στη συνείδηση των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ικανοποιεί δε μόνο την ψυχολογία των πολιτών-οπαδών, οι οποίοι αρέσκονται και στο τέλος εθίζονται να ακούν ό,τι συμφωνεί με τις πολιτικές επιλογές τους.
 Τα θέματα του δημόσιου διαλόγου πολλές φορές είναι όχι μόνο χαμηλού επιπέδου και αποπροσανατολιστικά, αλλά κυριαρχούν σ’ αυτόν ο δογματισμός, η εριστικότητα, η τάση για υπερίσχυση ατομικών απόψεων. Δε γίνεται εξέταση ενός προβλήματος για ανακάλυψη όψεων που παρουσιάζει ή για μια πολύπλευρη διαφώτισή του. Είναι φανερό ότι μερικοί παίρνουν μέρος σε συζητήσεις, για να ανακοινώσουν τις πεποιθήσεις τους και όχι για να ανταλλάξουν ιδέες ή για να εξετάσουν από την αρχή ένα θέμα. Η τάση για αυτοδικαίωση είναι αισθητή.
 Επίσης, αυτό που μειώνει τη σημασία του πολιτικού (δια)λόγου είναι ένας φαύλος κύκλος: οι πολιτικοί μάς λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε, γιατί οι ίδιοι οι πολίτες τους αναγκάζουμε να λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε. Οι πολιτικοί δεν τολμούν να πουν ενοχλητικές αλήθειες, έστω κι αν είναι το σωστό.
 Η τηλεόραση έχει αλλάξει ριζικά το δημόσιο διάλογο με την τεράστια έμφαση που δίνει στην εικόνα, στην οικονομία της εικόνας και στο ψυχαγωγικό κομμάτι της επικοινωνίας. Η τηλεόραση μεταδίδει εικόνες και πληροφορίες χωρίς κανένα πλαίσιο αναφοράς και χωρίς καμία απολύτως λογική συνέχεια. Η φράση «και τώρα ας αλλάξουμε θέμα» είναι η πιο πειστική απόδειξη ότι οι πληροφορίες που μεταδίδει η τηλεόραση είναι εντελώς στερημένες ιδιαίτερου νοήματος για τον τηλεθεατή ο οποίος τις αντιμετωπίζει σαν ένα αστείο θέαμα χωρίς σημασία.
 Για να λειτουργήσει ο πολιτικός διάλογος, απαιτείται ποιότητα στη γλωσσική επικοινωνία, την οποία δυστυχώς φθείρει η τηλεόραση, καθιστώντας την υποδεέστερη στη συνήθεια της έκφρασης, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τις νεότερες γενιές. Παράλληλα, η λεγόμενη «ξύλινη» γλώσσα, ο άκαμπτος, ξηρός, αποστεωμένος και αντικριτικός λόγος πολλών δημόσιων προσώπων-μελών ενός κόμματος, δεν επιτρέπει τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, αλλά μετατρέπει τη συζήτηση σε ανταλλαγή διαξιφισμών, που δεν κατα-λήγουν πουθενά παρά μόνο στην πιθανή άνοδο των ποσοστών τηλεθέασης.

Β’ ζητούμενο:
- Ο πολιτικός (διά)λογος της πειθούς έχει ως βάση του την επιχειρηματολογία: λογισμοί και συλλογισμοί, σκέψεις, κρίσεις και επικρίσεις, που τίθενται, συζητούνται, αιτιολογούνται και αποδεικνύονται βάσει των όρων της λογικής και των συνθηκών της πραγματικότητας ως αληθείς ή ψευδείς. Αλλιώς, οι λόγοι εκπίπτουν σε λόγια ή ευτελίζονται σε «έπεα πτερόεντα».
- Σε έναν αληθινό δημόσιο διάλογο πρέπει να είμαστε μετριοπαθείς, ανοιχτοί και έτοιμοι να δεχτούμε τις αντιρρήσεις των άλλων, τις ορθές παρατηρήσεις τους, να μην είμαστε άκαμπτοι και χωρίς χιούμορ. Η υπερένταση και η υπερύψωση της φωνής δεν προσφέρουν απολύτως τίποτε σε θέματα στα οποία τον πρώτο λόγο έχει η λογική διερεύνηση, η ήρεμη και νηφάλια συζήτηση. Να ξέρουμε ότι μόνο με κριτική διάθεση, χωρίς δογματικό πνεύμα, εριστικότητα ή φανατισμό, μπορούμε να πείσουμε τους συζητητές μας.
- Από αισθητική άποψη, οι προτάσεις πρέπει να διατυπώνονται καθαρά, ο λόγος να είναι σωστά αρθρωμένος και σαφής, ώστε να τον παρακολουθούν άνετα και με ενδιαφέρον οι ακροατές. Οι πολλές χειρονομίες, η γρήγορη εκφορά του λόγου, το πάθος και η συναισθηματική ένταση κάνουν το διάλογο αποκρουστικό. Αυτή η συζήτηση αξιώσεων, με τη σειρά της, προϋποθέτει προετοιμασία τού υπό εξέταση θέματος και όχι προχειρολογία, λόγο χωρίς ειρμό και ακατάσχετη φλυαρία γύρω από το ίδιο ζήτημα.
- Χρέος των δημοσιογράφων, που διευθύνουν δημόσιες συζητήσεις, αποτελεί η άσκηση του λειτουργήματός τους με γνώση και θάρρος, ώστε με τις ερωτήσεις που θέτουν να παράγεται ένας πολιτικός (διά)λογος ο οποίος δείχνει προβληματισμό, μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων, εκφράζει με παρρησία αλήθειες συχνά ενοχλητικές, χρησιμοποιεί ή αντικρούει επιχειρήματα, χρησιμοποιεί δηλ. αποδεικτικό λόγο, διατυπώνει ή απαιτεί προτάσεις, επιμένει σε θέματα αρχών, με λίγα λόγια, ένας πολιτικός λόγος ποιότητας.
- Από την πλευρά του ο πολίτης-δέκτης του πολιτικού λόγου και συμμετέχων στον πολιτικό διάλογο, όσο πιο συνειδητοποιημένος, ενημερωμένος και πολιτικά ώριμος είναι, τόσο δυσχερέστερο να παρασυρθεί από ρητορικές εξάρσεις και λεκτικούς πομφόλυγες (φούσκες) και τόσο μεγαλύτερες είναι οι απαιτήσεις του στον πολιτικό λόγο. Απαιτεί να πληροφορηθεί και να κρίνει τον πολιτικό σχεδιασμό του ομιλητή και τους τρόπους με τους οποίους θα τον πραγματοποιήσει. Ένας τέτοιος πολίτης δεν αρκείται σε ιδεολογικές αοριστολογίες και πολιτικές κατασκευές, σε στείρες αντιπαραθέσεις και ακαθόριστα θεωρητικά πλαίσια. Δεν τον συγκινεί το «όραμα», αλλά το πρόγραμμα. Δε ξεγελιέται από κραυγαλέες λεκτικές παροχές και υποσχέσεις. Οι λογομαχίες τον αφήνουν αδιάφορο. (Γ. Μπαμπινιώτης, Η Γλώσσα ως αξία, τ. 1, Αθήνα 1994).
- Τελικά, η ανύψωση του πολιτικού (δημόσιου) διαλόγου συμβαδίζει με την ανύψωση της παιδείας και του ήθους. Η παιδεία εξασφαλίζει τον πλούτο της σκέψης και οξύνει την κρίση. Το ήθος εξάλλου αποτελεί εγγύηση για την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων σε μια συζήτηση, για το σεβασμό του συνομιλητή και των απόψεών του, για τη διεξαγωγή ενός πολιτισμένου διαλόγου. Το ενθαρρυντικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι πολίτες αυξάνουν τις απαιτήσεις τους από τους πολιτικούς, ξεπερνούν τη συνθηματολογία, την υποσχεσιολογία και τον κενού περιεχομένου πολιτικό λόγο και ζητούν να μάθουν χωρίς περιστροφές το πρέπει και τι μπορεί να γίνει για τον τόπο.

Η Δημοκρατία και η κολακεία


Ο Πλάτων επέκρινε τη δημοκρατία χαρακτηρίζοντάς την πολίτευμα το οποίο ευνοεί την κολακεία, αποκαλώντας την «τέχνη του κολακεύειν». Κατά βάθος, βασική αδυναμία της δημοκρατίας είναι ο πολιτικός εξισωτισμός όλων των πολιτών. Οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Οι μέτριοι βρίσκουν άριστες ευκαιρίες συμμαχιών με τις οποίες θα ακυρώσουν τη δυναμική των αρίστων. Βέβαια, οι άριστοι, οι έντιμοι, οι ειλικρινείς, δεν τρέπονται ποτέ προς την πολιτική. Ωστόσο, έχουν κάποια θέση στο ιστορικό γίγνεσθαι. Τους είναι αδύνατο να πείσουν τους πολλούς οι οποίοι είναι μέτριοι.
Ιδού το πεδίο δράσης των δημοκρατικών ηγετών. Για να προσεγγίσουν την εξουσία, οφείλουν να υμνήσουν τις αρετές, τη δύναμη, τα θαυμάσια κατορθώματα του λαού. Ο τελευταίος ζητάει πάντα τα εύκολα, τα προσιτά, χωρίς ιδιαίτερο μόχθο και ανώτερες βλέψεις. Συνέπεια, η δημαγωγία. Είναι υπερβέβαιο πως η δημαγωγία συνδέεται πολύ στενά με τη δημοκρατία. Όσο μάλιστα χαμηλότερο είναι το ήθος του λαού τόσο περισσότερο η δημαγωγία θριαμβεύει. Βέβαια, συνιστά ευφυή απάτη. Το δημαγωγείν εκφράζει την πιο χυδαία κολακεία και προδίδει το εξαμβλωμένο ήθος των λαών οι οποίοι χειροκροτούν τους κόλακές τους. Και οι τελευταίοι, ωστόσο, κολακεύονται απ’ τους κολακευόμενους, διαιωνίζοντας το ιστορικό ψεύδος το οποίο είναι κωμικοτραγικό. Κωμικό στην επιφάνειά του και τραγικό στο βάθος του…
Δεν θα αναφερθούμε σε γνωστούς και κορυφαίους ταυτόχρονα στοχαστές οι οποίοι απέρριψαν τη δημοκρατία, ταυτίζοντάς την με εκφυλιστικό σύμπτωμα που κατατρώγει όση ζωτικότητα απέμεινε. Μας είναι γνωστός ο βίος και η πολιτεία καθεστώτων τα οποία, καταργώντας τη δημοκρατία, επέβαλαν τον ολοκληρωτισμό υπό ποικίλους μανδύες. Είναι αναμφισβήτητο πως οι ολοκληρωτισμοί γεννιούνται με την παρακμή της δημοκρατίας και πως αποβλέπουν στην ιδεολογική κατίσχυση της δυνάμεως, της φυλής, μιας ισχυρής κάστας, μιας παρανοϊκής ιδεολογίας.
Αντίθετα, η δημοκρατία βεβαρυμμένη με τις τόσες και τόσες ιδιοτέλειες της ανθρώπινης φύσης, είναι μετριοπαθέστερη, γιατί έχει ένα ισχυρό όπλο: τη συμμαχία των πολλών, την εξισορρόπηση των συμφερόντων τους, την προαγωγή του ευδαιμονισμού.
Στα σπλάχνα της όμως διατηρεί κάτι από απ’ τις παλιές αμαρτίες των προγόνων της. Οι ισχυροί του χρήματος, της πληροφόρησης, του εμπορίου κ.ο.κ. εξασφαλίζουν συχνά στους πολλούς ανεκτή ζωή για να τους κυβερνούν ανενόχλητοι. Όσο κι αν οι θεσμοί της δημοκρατίας δρουν εξισορροπητικά, δεν είναι δυνατό να υπάρξει αρμονία. Ο πολιτικός εξισωτισμός δεν ακολουθείται απ’ τον οικονομικό. Τα ανθρώπινα πάθη, όμως, ελεύθερα να εκφράζονται υπό την επίφαση της νομιμότητας, αποκαλύπτουν τις κρυφές πληγές της ανθρώπινης φύσης. Αυτών των πληγών κάτοπτρο και μάλιστα διαφανές είναι η δημοκρατία.
Τι θα μπορούσαμε να συναγάγουμε ως συμπέρασμα; Είναι δυνατός ο εκδημοκρατισμός της δημοκρατίας; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στα πλαίσια των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος επιτε-λούνται πάντα μεταρρυθμιστικές πρόοδοι οι οποίες είναι απαραίτητες. Αυτό όμως δε σημαίνει πως η δημοκρατική πρόοδος είναι πνευματικό προχώρημα. Κάποτε συμβάλλει στην οπισθοδρόμηση, καθώς επαυξάνει τον άρτο και τα θεάματα. Πάντα η δημοκρατία θα προβληματίζει, όσο κι αν αποτελεί μονόδρομο για τον άνθρωπο. Πάντα θα είναι ατελής και ανιδιοτελής, πάντα θα ερμηνεύει την ανθρώπινη φύση. Όσο η τελευταία βελτιώνεται τόσο η πολιτικοκοινωνική της έκφραση, η δημοκρατία, θα αναβαθμίζεται και θα προσφέρει στον άνθρωπο όλο και πιο ελπιδοφόρες προοπτικές.
[Διασκευή, Νίκος Μακρής, περ. ΕΥΘΥΝΗ, τεύχος 268, σσ. 174-175]
Θέματα:
Α. Να πυκνώσετε το παραπάνω κείμενο σε 100-120 λέξεις.
Β1. «Όσο μάλιστα χαμηλότερο είναι το ήθος του λαού τόσο περισσότερο η δημαγωγία θριαμβεύει»: να αναπτύξετε σε μία παράγραφο 100 λέξεων το περιεχόμενο της παραπάνω διαπίστωσης.
Β2. Να πλαγιοτιτλοφορήσετε τη δεύτερη («Ιδού το πεδίο … βάθος του») και την τελευταία παράγραφο («Τι θα μπορούσαμε … προοπτικές») του κειμένου.
Β3. Η τελευταία παράγραφος ξεκινά με ένα ερώτημα. Ποιο ρόλο επιτελεί;
Β4. Να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με συνώνυμές τους, ώστε να μην αλλοιώνεται το νόημα των φράσεων.
i. συνιστά ευφυή απάτη
ii. διαιωνίζοντας το ιστορικό ψεύδος
iii. αποβλέπουν στην ιδεολογική κατίσχυση της δυνάμεως
iv. η δημοκρατία βεβαρυμμένη με τις τόσες και τόσες ιδιοτέλειες της ανθρώπινης φύσης
v. Αυτό όμως δε σημαίνει πως η δημοκρατική πρόοδος είναι πνευματικό προχώρημα.
Γ. Υποστηρίζεται από πολλούς η άποψη πως ο μεσσιανισμός με τη μορφή της προσωπολατρίας (ηγετολατρίας) από τη μεριά των πολιτών, καθώς και ο λαϊκισμός με τη μορφή της κολακείας των πολιτών από τους πολιτικούς, αποτελούν όχι μόνο συγκοινωνούντα δοχεία αλλά και πληγές για το δημοκρατικό πολίτευμα, που φθείρουν ύπουλα και διαβρωτικά την ποιότητα της λειτουργίας του. Ποιοι λόγοι τροφοδοτούν τα παραπάνω φαινόμενα και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν; Το κείμενό σας να έχει τη μορφή άρθρου σε περιοδικό πολιτικού προβληματισμού.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α. Θέμα του κειμένου αποτελούν οι συνέπειες της κολακείας για τη Δημοκρατία. Αρχικά, ο συγγραφέας επισημαίνει πως η ισοπέδωση των πολιτών οδηγεί στην κυριαρχία της μετριότητας και στον παραμερισμό των αρίστων. Έτσι, οι ηγέτες κολακεύουν τα γούστα του λαού εκμεταλλευόμενοι την ηθική του κατάπτωση, για να τον χειραγωγήσουν με ψεύτικες υποσχέσεις. Το αποτέλεσμα είναι τότε ο εκφυλισμός της δημοκρατίας και η επικράτηση του ολοκληρωτισμού, σε αντίθεση με τη δημοκρατία που αποβλέπει στη μετριοπάθεια και τη σύνθεση των συμφερόντων. Εντούτοις, ορισμένες αρχηγεσίες εξαγοράζουν με την καταναλωτική ευμάρεια το λαό, για να κυβερνούν ευκολότερα, χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται οικονομική ισότητα. Σε τελική ανάλυση, μόνον η εσωτερική βελτίωση των ανθρώπων εγγυάται την αναβάθμιση της δημοκρατίας. (111 λέξεις)

Β1. Οι δημαγωγοί, από τα πρώτα πολιτεύματα που εμφανίστηκαν, μέχρι και σήμερα προσπαθούν να χειραγωγήσουν τις μάζες χρησιμοποιώντας ένα ψεύτικο και πλαστό ενδιαφέρον για τις ανάγκες τους και εκμεταλλεύονται την ευπιστία τους αλλά και την ανάγκη για έναν ηγέτη. Σε περιόδους έκπτωσης των ηθών, εμφανίζονται επιδέξιοι δημοκόποι που προσπαθούν με απατηλά και αθέμιτα μέσα – κολακείες, ψεύτικες υποσχέσεις και συγκινησιακή διέγερση του ακροατηρίου – να κερδίσουν την εύνοια του λαού, προκειμένου να αποκομίσουν πολιτικά και προσωπικά οφέλη. Η δημαγωγία τροφοδοτείται από ανθρώπους που αρέσκονται να ακούν αυτούς που θωπεύουν τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους αλλά και από ανεύθυνους και επικίνδυνους πολιτικούς που ψαρεύουν στα θολά απόνερα της απογοήτευσης και της ηττοπάθειας. Χαρακτηριστική περίπτωση έσχατης δημαγωγίας αποτελεί η περίπτωση του Χίτλερ, ο οποίος πότισε με ισχυρό και διαβρωτικό δηλητήριο τους Γερμανούς. Με απέραντη μαεστρία ήξερε να υποδαυλίζει όλη την κλίμακα των ανθρωπίνων συναισθημάτων. Έκανε τους Γερμανούς να νιώθουν ριγμένοι, ταπεινωμένοι, απειλούμενοι. Κέντριζε μέσα τους την παράνοια, την ανασφάλεια, τη φοβία. Κι από την άλλη πλευρά, τους υποσχόταν δικαίωση, δύναμη, δόξα. Συνομιλούσε με το πλήθος και το μαγνήτιζε. Εκμεταλλευόταν όλους τους εθνικούς μύθους, αληθινούς και ψεύτικους. Παραπληροφορούσε τόσο έντεχνα, που ακόμα και το 1960 πολλοί Γερμανοί πίστευαν πως η χώρα τους μπήκε στον πόλεμο, αμυνόμενη, θύμα διεθνούς συνωμοσίας.

Β2. § 2η: Η δημαγωγία, γνώρισμα της δημοκρατίας.
§ 6η: Ο εκδημοκρατισμός της δημοκρατίας προϋποθέτει την εσωτερική βελτίωση του πολιτικού υποκειμένου.

Β3. Το ερώτημα παίζει ρόλο συνδετικό, διευκολύνοντας τη μετάβαση μεταξύ των δύο παραγράφων.

Β4. φενάκη, συντηρώντας, επικράτηση, υπολογισμοί (συμφεροντολογισμοί), πρόοδος (εξέλιξη).

Γ. Ενδεικτικές απαντήσεις:
Ορισμοί:
1. Λαϊκισμός: Η επιβολή του “χαρισματικού ηγέτη” στις μάζες, στο όνομα ενός προγράμματος που θα ικανοποιούσε “εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές” διεκδικήσεις. Η τυπική αναγνώριση της εξουσίας του λαού, ενώ στην πραγματικότητα είτε δε συμμετέχει είτε συμμετέχει περιορισμένα στην άσκηση της εξουσίας• η διάσταση ανάμεσα στις λέξεις που εκφράζουν τους όρους της κοινωνικής πραγματικότητας και στην ίδια την πραγματικότητα. Η κακόσχημη πλευρά της λαϊκότητας. Αντίθετα, λαϊκότητα είναι το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα. Ο λαϊκισμός είναι ένα επικίνδυνο πολιτικό είδος, με αναφορές στο μαύρο παρελθόν της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο λαϊκισμός στην Ευρώπη, σε αντίθεση με την αμερικανική παράδοση του λαϊκισμού, είναι λιγότερο ή περισσότερο συνδεδεμένος με το φασισμό και το ναζισμό, τις πα-θολογίες της «φωνής των μαζών».
2. Μεσσιανισμός: Πρόκειται για την προσδοκία της μελλοντικής έλευσης ενός σωτήρα, που θα λυτρώσει τον κάθε άνθρωπο, χωρίς ο τελευταίος να χρειάζεται να αυτενεργήσει και να διαφοροποιηθεί από τη μάζα. Είναι μια βαθύτατα συντηρητική αντίληψη, η οποία έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό το ότι κάθε πολίτης δεν μπορεί να επωμιστεί τις ευθύνες που απορρέουν από την κοινωνική του ένταξη και αναμένει την έλευση του εγκόσμιου σωτήρα, ο οποίος είναι χαρισματικός και μπορεί να αναλαμβάνει τις ευθύνες των άλλων. Ιδιαίτερα εμφανίζεται σε χώρες της Ανατολής, των οποίων οι άνθρωποι έχουν εθιστεί στην αναμονή της έξωθεν σωτηρίας. Δεν πρόκειται για μια γνήσια θρησκευτική πίστη, αλλά για μια νοθευμένη θρησκευτική συνείδηση, που αναφέρεται σε ανθρώπους χωρίς συγκροτημένη προσωπικότητα, χωρίς πρόσωπο αφού στη θέση του κυριαρ-χεί το προσωπείο.

Α’ Ζητούμενο:
Σήμερα, η ευθύνη για την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων βαρύνει εξίσου την πολιτεία και τους πολίτες. Συνηθισμένες αιτίες εμφάνισης τέτοιων φαινομένων μπορεί να είναι η ελλιπής συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, η αδρανοποίησή τους και η ανάπτυξη του ατομικιστικού πνεύματος. Ακόμα και η επικράτηση μιας μαζικής κουλτούρας μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας πολιτικής πατρωνίας και την αποδυνάμωση της δημοκρατίας. Η εμφάνιση του λαϊκισμού και του μεσσιανισμού οφείλεται:
• Στην αμάθεια και στις προκαταλήψεις των ανθρώπων.
• Στην έλλειψη πολιτικής συνείδησης και συμμετοχικών δημοκρατιών.
• Στην άσκηση πατερναλιστικής πολιτικής, η οποία αναθρέφει πολίτες-νήπια, που αδυνατούν να κατανοήσουν το μέγεθος της προσωπικής-πολιτικής τους ευθύνης.
• Στη μη ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος που επιτρέπει στους κάθε είδους δημαγωγούς, με την υποσχεσιολογία, να δημιουργούν συγκινησιακή πρόσδεση των πολιτών με το πρόσωπό τους, ώστε να αναστέλλεται η κριτική σκέψη και να αποπροσανατολίζονται από τα πραγματικά προβλήματα.
• Στις παλαιοκομματικές αντιλήψεις και πελατειακές σχέσεις του παρελθόντος που έχουν διαμορφώσει την αντίληψη ότι ο πολιτικός έχει ως αποστολή την ικανοποίηση των συμφερόντων των ψηφοφόρων-πελατών και όχι ευρύτερων κοινωνικών συνόλων ανεξάρτητα αν είναι ψηφοφόροι του.
• Στη νοθευμένη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων, που αντικαθιστά τις γνήσιες, μεταφυσικές ανησυχίες τους με μοιρολατρικές στάσεις ζωής.
• Στην παθογένεια του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο αδυνατεί να δημιουργήσει ισχυρή προσωπικότητα στους μαθητές, οι οποίοι δεν μπορούν να βιώσουν τον εαυτό τους ως ενεργητικό φορέα των δυνατοτήτων τους.
• Στο χαμηλό πνευματικό επίπεδο των ανθρώπων: η έλλειψη προβληματισμού χαρακτηρίζει το σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος δεν μπορεί πολλές φορές να συνειδητοποιήσει πότε καταπατούνται τα δικαιώματά του, πώς μπορεί να ενεργήσει ώστε να συμβάλει έστω και σε μικρό βαθμό στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας του. Έτσι, οι πολιτικοί ηγέτες εκμεταλλεύονται την πνευματική νωθρότητα και με την επιτηδευμένη χρήση του λόγου παραπλανούν τους πολίτες, αντί να τους διαφωτίζουν.
• Στην τάση των ανθρώπων να αναζητούν τη λύση των προβλημάτων τους, στηριζόμενοι στις ικανότητες ενός χαρισματικού ηγέτη.

Συνέπειες του λαϊκισμού και του μεσσιανισμού:
Η υποβάθμιση της δημοκρατίας και η υπερίσχυση τακτικών που χαρακτηρίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι το αποτέλεσμα της υιοθέτησης του λαϊκισμού και του μεσσιανισμού. Αν και ο λαός πρέπει να εξουσιάζει μέσω των αντιπροσώπων του, ωστόσο ο ίδιος γίνεται άθυρμα των πολιτικών πατρώνων. Δεν είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί, δηλαδή, ότι οι πολίτες ταυτίζονται με τα πρόσωπα της πολιτικής στο βαθμό που θεωρούν τα κηρύγματά τους μεσσιανικά. Εκτός από αυτά, τα κόμματα αντί να λειτουργούν ως πυρήνες αναπαραγωγής δημοκρατικών ηθών γίνονται κέντρα χαριστικών παροχών εκ μέρους υπουργών ή βουλευτών σε κομματικούς οπαδούς. Είναι, επομένως, εμφανές ότι όλο το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα υπολειτουργεί και οι φορείς του ευτελίζονται.

Β΄ Ζητούμενο:
 Μόνο τα πνευματικώς ώριμα άτομα μπορούν να μην ετεροκατευθύνονται από την προπαγάνδα των πολι-τικών.
 Οι πνευματικοί άνθρωποι μπορούν με τη διεισδυτική ικανότητά τους να διακρίνουν τις παραπλανητικές μεθόδους των πολιτικών, τα δήθεν λαϊκά καλλιτεχνικά δημιουργήματα κλπ. Έτσι, έχουν χρέος να αποκαλύπτουν την αλήθεια στο κοινό, προκειμένου το ίδιο να μην παγιδεύεται.
 Ενίσχυση των συμμετοχικών πολιτικών θεσμών, που θα καθιστά τους ανθρώπους ικανούς να σκεφτούν, να κατανοούν τις ευθύνες τους και την αξία της συμμετοχής.
 Καλλιέργεια της πραγματικής λαϊκής συνείδησης μέσα από παραδοσιακά, και όχι μόνον, πρότυπα και σχήματα.
 Ενίσχυση της παιδείας, ώστε να γίνει συνείδηση στους ανθρώπους ότι ο Μεσσίας μπορεί να αναγνωριστεί μόνο από εκείνους που έχουν ασκηθεί στην αναζήτηση του Ωραίου, του Αγαθού και του Αληθινού.
 Μόνο η ανθρωπιστική παιδεία μπορεί να δημιουργήσει ανθρώπους ικανούς να αναζητήσουν και να βιώσουν το βάθος του προσώπου τους, ώστε να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, χωρίς να αναμένουν έξωθεν σωτήριες επεμβάσεις. Η ολοκληρωμένη παιδεία ευαισθητοποιεί ποικιλότροπα τους ανθρώπους, οξύνει την κρίση και τους επιτρέπει να διαμορφώνουν προσωπική άποψη, ώστε να αποκαλύπτουν τους λαϊκιστές.
 Σωστή λειτουργία της δημοκρατίας, ώστε να μην προωθούνται όσοι δεν έχουν πραγματική αξία και ενδιαφέρον για το λαό, αλλά εκμεταλλεύονται το πολιτικό έλλειμμα.
 Για να γίνει το πολιτικό μας σύστημα πιο αξιόπιστο και ελκυστικό, δεν αρκεί ούτε ένας πολιτικός ηγέτης ούτε καν ένα κόμμα. Χρειάζεται συνέγερση περισσότερων δυνάμεων, μια επανάσταση στη νοοτροπία μας. Για να αλλάξει η Ελλάδα πρέπει πρώτα να αλλάξουμε όλοι εμείς.
Αυτές τις ώρες που οι περισσότεροι είναι απορροφημένοι στους αριθμούς παραβλέποντας το γεγονός ότι η χώρα μετατρέπεται γοργά σε προτεκτοράτο, ας θυμηθούμε τον Καβάφη.

                  Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους – πού πια καιρός – μας συνεπαίρνει

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Βολφ Μπίρμαν, Αυτούς τους έχω βαρεθεί

[Ένα ποιητικό σχόλιο για όσα κωμικοτραγικά συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό]

Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους γερμανούς τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

"Το Tραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης"

Μια ενδιαφέρουσα συνάντηση τριών ιστορικών που πραγματεύονται τις πολιτικές αντιμετώπισης των επίμαχων και τραυματικών γεγονότων που σημάδεψαν την Ιστορία του 20ου αιώνα.


Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Το πνεύμα της προσφοράς


Ζούμε σε μια εποχή που ο ατομικισμός και η προσπάθεια για την απόκτηση χρημάτων, κυριαρχούν στη ζωή μας. Τα άτομα, στη συντριπτική πλειοψηφία, ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους και για την οικονομική και κοινωνική άνοδό τους. Το κέρδος είναι ο στόχος της ζωής τους, ενώ πολλοί δεν απορρίπτουν το παράνομο κέρδος και την κερδοσκοπία. Οι ηθικοί κανόνες παραβλέπονται, ενώ και οι νομικοί κανόνες αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, γιατί σε αυτόν τον τόπο όλα βολεύονται και τακτοποιούνται, χωρίς σοβαρές κυρώσεις.
Η εμμονή των πολλών στην επίτευξη κερδών και στη συνεχή επαύξησή τους οφείλεται και στην απόφασή τους να συμμετέχουν στην καταναλωτική κοινωνία και να είναι ενεργά μέλη της. Ο καταναλωτισμός έχει γίνει σκοπός της ζωής τους, αλλά και τρόπος ζωής ανέμελης και ευχάριστης. Η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών γίνεται για τη χαρά της σπατάλης, όχι για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. Αλλά αυτή η συμπεριφορά απαιτεί συνεχώς πρόσθετες δαπάνες και οδηγεί στο κυνήγι της εξεύρεσης νέων χρηματικών πόρων. Σύντομα τα άτομα οδηγούνται στον φαύλο κύκλο δαπάνες - χρήματα, καινούριες αυξημένες δαπάνες - περισσότερα χρήματα, μεγαλύτερες δαπάνες - εντατικοποίηση της προσπάθειας για απόκτηση χρημάτων. Και όταν τα χρήματα δεν αρκούν, τα άτομα καταφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό, που υποβοηθά και συντηρεί τον καταναλωτισμό και πολλές φορές τον δημιουργεί. Τα σχετικά τραπεζικά προϊόντα είναι πολλά: προσωπικά καταναλωτικά δάνεια, δάνεια για αγορά αυτοκινήτου, για τις γιορτές, τις διακοπές και άλλα. Όλοι φροντίζουν με κάθε τρόπο να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα ο καταναλωτισμός, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και για το γεγονός ότι μεταβάλλει τον άνθρωπο σε υποζύγιο, που εξαναγκάζεται να εργάζεται απεριόριστα, για να ικανοποιεί τεχνητές ανάγκες. Τον καταναλωτισμό προωθεί το σύγχρονο μάρκετινγκ και η διαφήμιση, με βασικό μέσο την εμπορική τηλεόραση.
Υπάρχουν όμως και άλλοι που επιδιώκουν το κέρδος, και μάλιστα το αθέμιτο και παράνομο, όχι απλά για να ανταποκριθούν στις καταναλωτικές ανάγκες της εποχής, αλλά από χρηματική απληστία, που τους οδηγεί στη συσσώρευση πλούτου, που τους χρειάζεται για την ικανοποίηση αναγκών, έστω πολυτελών και παράλογων. Ο πλούτος συγκεντρώνεται από απληστία και μόνο, αλλά συνιστά στην κοινωνία παράδειγμα προς μίμηση. Άλλωστε οι άνθρωποι μιμούνται, ενώ τα μέσα Μαζικής ενημέρωσης και κυρίως η τηλεόραση διδάσκουν και προωθούν την ομοιομορφία και την κοινή καταναλωτική συμπεριφορά.
Οι άνθρωποι στις μέρες μας είναι βαθύτατα εγωιστές, με αποτέλεσμα να ενδιαφέρονται μόνο για την ικανοποίηση των ποικίλων αναγκών τους και να αδιαφορούν για όλους τους άλλους πάσχοντες και μη. Οι τρίτοι δεν έχουν θέση στους σχεδιασμούς τους, στη ζωή τους, είναι σαν να μην υπάρχουν. Ακόμη και η ελεημοσύνη που δίνουν - όταν και όσοι δίνουν - είναι ένα γεγονός χωρίς σημασία, μία μάλλον αυτόματη κίνηση, ενώ οι χορηγίες που παρέχουν ιδιώτες και συνήθως επιχειρήσεις, έχουν έντονο το χαρακτηριστικό της διαφήμισης και επομένως της προβολής των ιδίων και των επιχειρήσεών τους. Άλλωστε πολλές χορηγίες δίνονται για να εξυπηρετείται ένας στενός κύκλος, που ίσως δεν έχει ανάγκη οικονομικής βοήθειας για να καλύψει κάποια, όχι πρώτης προτεραιότητας, ανάγκη.
Ο εγωισμός και η θεραπεία του προσωπικού συμφέροντος, δεν απαντώνται μόνο στα άτομα, αλλά και στα κράτη και μάλιστα στα μεγάλα, ανεπτυγμένα και πλούσια, από τα οποία θα περιμένει η διεθνής κοινότητα να βοηθήσουν οικονομικά και τεχνολογικά τις φτωχές, υπανάπτυκτες χώρες του πλανήτη. Βεβαίως, παρέχουν κάποια επισιτιστική βοήθεια, που συνήθως αποτελείται από ψίχουλα, ενώ συνήθως εξαντλούνται σε υποσχέσεις και εξαγγελίες για το μέλλον. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια συμπεριφορά που επιδεικνύουν τα μεμονωμένα άτομα έναντι των συνανθρώπων τους, μόνο που σε αυτή την περίπτωση η σκληρότητα και η αναλγησία αφορούν δισεκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους ένα μεγάλο ποσοστό, και μάλιστα παιδιά, δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν.
Μέσα σε αυτόν τον εγκληματικά αδιάφορο και εγωιστικό κόσμου, όπου οι περισσότεροι μάχονται μόνο για την καλοπέρασή τους και το χρήμα, ανθεί παρά τις αντιξοότητες και την πνευματική ένδεια, το πνεύμα της προσφοράς, που χαρακτηρίζεται από ανιδιοτέλεια και αποτελεί το περίσσευμα της ψυχής λίγων ατόμων. Αυτοί οι λίγοι δεν κυνηγούν τις προσωπικές ικανοποιήσεις και τον πλούτο, αλλά από εσωτερική παραίνεση επιθυμούν να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο, να προσφέρουν ό,τι μπορούν, χωρίς να ζητούν ή να περιμένουν αντάλλαγμα, χωρίς να προσδίδουν στην πράξη τους την έννοια της συναλλαγής. Η προσφορά είναι πηγαία και αφορμή, συνήθως πραγματοποιείται χωρίς να ζητηθεί και εξαντλεί όλες τις υπάρχουσες εκείνη τη στιγμή δυνατότητες. Μπορεί, βέβαια, να επαναληφθεί, για να ολοκληρώσει κάποιο έργο, πάλι αυθόρμητα κι αφού ζητηθεί.
Το πνεύμα της προσφοράς είναι ελεύθερο και ανεξάρτητο, δρα χωρίς να υπακούει σε κυβερνητικές ή άλλου είδους εντολές, κινείται χωρίς ιδεολογικούς φραγμούς και θεωρητικές ή πρακτικές δεσμεύσεις, κάνει την εμφάνισή του και την όποια δωρεά του όπου νομίζει ότι πρέπει και χρειάζεται η συμβολή του. Είναι ειλικρινές στις προθέσεις του και αντικειμενικό, αφού δεν αναμένει ανταπόδοση. Τα έργα του συνήθως δε γίνονται αντιληπτά από τους πολλούς, παρά από ελάχιστους, γιατί δεν υπάρχει η πρόθεση της προβολής, ή έστω της γνωστοποίησης. Από αυτή την άποψη και άλλες πολλές, δεν έχει καμιά σχέση με την χορηγία και τους αυτοδιαφημιζόμενους χορηγούς.
Τα άτομα που διακατέχονται από το πνεύμα της προσφοράς, ξεχωρίζουν από αυτή την άποψη, διακρίνονται αμέσως από τη συμπεριφορά τους, την ευγένεια και τη διάθεση να εξυπηρετήσουν, να φανούν χρήσιμα, σε γνωστούς και αγνώστους. Γιατί η προσφορά δεν είναι δυνατό να είναι πάντα μεγάλη, ούτε υποχρεωτικά αποτιμάται σε χρήμα. Αρχίζει από ένα χαμόγελο και φτάνει στο μεγάλο, πολυδάπανο έργο. Και στις μέρες μας φτάσαμε στο σημείο να λείπουν το χαμόγελο, ο απλός χαιρετισμός, οι λίγες κουβέντες μεταξύ των ανθρώπων, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται με ζεστασιά ως άνθρωπος, αλλά τυπικά ως πελάτης, ως καταναλωτής, ως κάποιος διερχόμενος. Όταν μάλιστα υπάρχει συσσώρευση ατό-μων στα πεζοδρόμια των κεντρικών δρόμων, τότε ο άλλος είναι κάποιος ενοχλητικός που εμποδίζει τη δική μας άνετη διέλευση. Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν, όταν η κυκλοφοριακή συμφόρηση αφορά αυτοκίνητα και οδηγούς.
Αυτό που κατά βάθος όλοι αποζητούμε για εμάς από τους άλλους και που το οφείλουμε και εμείς στους άλλους - ένα χαμόγελο, μία καλή κουβέντα - είναι δυσεύρετο στα αστικά κέντρα και όταν το βρίσκουμε ξαφνικά μπροστά μας, πρέπει να γνωρίζουμε ότι προέρχεται από άτομο που έχει το πνεύμα της προσφοράς μέσα του, αυτό το θείο δώρο. Τότε πρέπει κι εμείς να ανταποκρινόμαστε ανάλογα, μήπως και αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν διάθεση για προσφορά. Κι αν αυτό επιτευχθεί εκείνη τη στιγμή, ας φροντίσουμε να μην είναι για μία φορά, ας το επαναλάβουμε, ας ενστερνιστούμε και εμείς αυτήν τη σωστή νοοτροπία, τη διάθεση για προσφορά. Με λίγη καλή θέληση, η σωστή συμπεριφορά μπορεί να γίνει μεταδοτική και να εγκατασταθεί μέσα σε πολλούς ανθρώπους. Και τελικά να αλλάξει λίγο ή πολύ, αλλά προς το καλύτερο, αυτόν τον γκρίζο κόσμο, στον οποίο ζούμε. Η προσπάθεια που θα καταβάλουμε δεν θα βοηθήσει μόνο το σύνολο, αλλά κι εμάς προσωπικά.
Το πνεύμα της προσφοράς συναντάται και σε διεθνές επίπεδο, όπου δραστηριοποιούνται αρκετές μη κυβερνητικές και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, καθώς και ιεραποστολές, που δημιουργούν έργο επισιτιστικό και υγειονομικό, για συνανθρώπους ξεχασμένους σε γνωστές και άγνωστες χώρες. Δρουν, όχι πάντα κάτω από τις καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες, συχνά μέσα σε πολεμική ατμόσφαιρα, ενώ αντιμετωπίζουν την εχθρότητα κυβερνήσεων και τη δυσπιστία ντόπιων. Όμως το πνεύμα της προσφοράς δεν κάμπτεται από τις δυσκολίες και τελικά υπερνικά τις φυσικές και τεχνητές αντιξοότητες, για να απαλύνει και να μετριάσει τον πόνο και τη δυστυχία. Οργανωμένη προσφορά υπάρχει προφανώς σε κάθε χώρα, χωρίς να κινείται σε διεθνή επίπεδα. Και στον τόπο μας, βέβαια, συμβαίνει αυτό, από ομάδες ιδιωτών, που προσφέρουν πολλά στους συνανθρώπους τους, χωρίς να επιζητούν αντάλλαγμα ή να αναμένουν οποιαδήποτε ανταμοιβή. Αλλά η οργάνωση της προσφοράς, σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο, δεν μπορεί να συγκριθεί με το μη οργανωμένο, με το πηγαίο και προσωπικό πνεύμα της προσφοράς, που εκδηλώνεται μόνο του, χωρίς να επιζητεί συμμαχητές, οργάνωση, βοήθεια, καθοδήγηση. Το μεμονωμένο και ανεξάρτητο πνεύμα της προσφοράς, που μπορεί να φωλιάζει στα σωθικά του πιο ταπεινού πολίτη και που δεν χρειάζεται την παρότρυνση τρίτου για να εκδηλωθεί, αυτό είναι το θείο δώρο και αυτό έχει όλο το θαυμασμό μας. Αυτό αξίζει να μιμηθούμε.
(Παναγιώτης Μποκοβός, περ. "ΕΥΘΥΝΗ")

Θέματα:
Α. Να γράψετε την περίληψη (120 λέξεων) του κειμένου.

Β1. α) Να γράψετε από έναν πλαγιότιτλο για τις παραγράφους: 1 – 4.
β) Με ποια συλλογιστική πορεία οργανώνεται η 1η §; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
Β2. α) Ποια λογική σχέση συνδέει τις §§ 1 και 2, 5 και 6;
β) Ποια τα δομικά στοιχεία (μέρη) της 7ης §;
γ) Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η 4η και η 8η §;
Β3. «Οι ηθικοί κανόνες … κυρώσεις» (1η §): Επαληθεύστε την παραπάνω άποψη σε μία παράγραφο αναπτύσσοντάς την με παραδείγματα.
Β4. α) Σχολιάστε σε μία παράγραφο το νόημα της ακροτελεύτιας φράσης της 2ης §: «Τον καταναλωτισμό προωθεί … τηλεόραση».
β) Ποια είναι η θέση του συντάκτη για τις χορηγίες; Πώς την κρίνετε;
Β5. α) Γράψτε από ένα συνώνυμο για τις λέξεις του κειμένου: απορρίπτουν, παραβλέπονται, κυριαρχούν, κυρώσεις, κυνήγι, καλοπέραση.
β) Τι δηλώνουν τα παρακάτω προθετικά σύνολα στην 3η §: από χρηματική απληστία, προς μίμηση. Να τα αναλύσετε σε δευτερεύουσες προτάσεις.

Γ. Σε ένα δικό σας κείμενο υποστηρίξτε με επιχειρήματα την αναγκαιότητα και σημασία της ανιδιοτελούς προσφοράς στο συνάνθρωπο (σε ατομικό/συλλογικό και τοπικό/διεθνές επίπεδο) και υποδείξτε σε ποιους τομείς και με ποιους τρόπους μπορούν οι νέοι να εκδηλώνουν το πνεύμα της εθελοντικής προσφοράς τους. Το κείμενό σας (600 λέξεων) να έχει τη μορφή άρθρου σε νεολαιίστικο έντυπο.

ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ-ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ" ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗΣ


Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Οι κοινωνίες της επιτήρησης


Μεταξύ των διαφόρων χαρακτηρισμών που έχουν αποδοθεί κατά καιρούς στις δυτικές κοινωνίες θα μπορούσε να προστεθεί και αυτός της επιτήρησης. Από την εποχή του Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832), που με το περίφημο Περίοπτον ή Πανοραμικόν (Panoptikon) επινόησε ένα νέο σχέδιο οργάνωσης της φυλακής, το οποίο επέτρεπε στους φύλακες να επιβλέπουν συνεχώς τους κρατούμενους από έναν πύργο-παρατηρητήριο που βρισκόταν στη μέση ενός κυκλικού κτιρίου με πλήρως ορατά κελιά, σηματοδοτείται η μετάβαση των δυτικών κοινωνιών - όπως έδειξε διεξοδικά ο Μισέλ Φουκώ - από την τιμωρία, βασισμένη στη βάσανο του σώματος, στον κοινωνικό έλεγχο της συνείδησης. Ο Μπένθαμ μπορεί να χαρακτηριστεί ο πατέρας της κοινωνικής επίβλεψης, γιατί, αν και η πανοραμική φυλακή που σχεδίασε δεν χτίστηκε ποτέ, αποτέλεσε, εντούτοις, το πρότυπο επίβλεψης στη βικτωριανή Αγγλία για εργοστάσια, υφαντουργεία, πτωχοκομεία και άλλους μαζικούς χώρους εργασίας ή κοινωφελή ιδρύματα.
Με την ανάπτυξη των πόλεων ως επακόλουθο της βιομηχανικής επανάστασης η επιτήρηση αποτέλεσε έναν από τους βασικούς μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, ώστε να προλαμβάνεται η εξάπλωση των μεταδοτικών ασθενειών που αποτελούσαν μάστιγα εκείνη την εποχή για τις αγγλικές πόλεις όπου συνέρρεαν πλήθος φτωχών και αδυνάτων. Ακόμη και η ανάπτυξη του αστυνομικού μυθιστορήματος συνδέεται με την αυξανόμενη σημασία της επιτήρησης και της παρατήρησης κατά τον 19ο αιώνα. Η βασική και διδακτική αρχή του αστυνομικού μυθιστορήματος συνίσταται στο αξίωμα ότι παρατηρώντας και παρακολουθώντας μαθαίνει κανείς να εξιχνιάζει και να αποκαλύπτει. Η έμφαση στη διείσδυση και στην υπέρβαση των φαινομένων μέσω της παρατήρησης και της εξιχνίασης μυστικών αποτελεί και το ιδεώδες των ραγδαία αναπτυσσόμενων φυσικών επιστημών εκείνη την εποχή που φιλοδοξούν να καταστήσουν ορατό ό,τι ήταν αόρατο και κρυφό. Η διεισδυτική ματιά και η σχολαστική παρατήρηση αποκτούν στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα τρομακτική σημασία, που βρήκαν και στον εικοστό νέες λειτουργίες.
Στον εικοστό αιώνα μπορεί η έννοια της επιτήρησης να συνδέεται με πολεμικές δραστηριότητες και την τελειοποίηση των κατασκοπευτικών μεθόδων και της σχετικής τεχνολογίας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η επιτήρηση παύει να συναρτάται με τον κοινωνικό έλεγχο. Αν ο ψυχρός πόλεμος αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην ιστορία της επιτήρησης στον εικοστό αιώνα, η ανάπτυξη του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης αποτελεί τον επόμενο. Με την ανακάλυψη και την εξάπλωση αυτού του συστήματος, η κοινωνία της επιτήρησης βρίσκει το βασικό όργανο για την καλύτερη οργάνωση και αστυνόμευσή της. Χιλιάδες κάμερες μας παρακολουθούν παντού στους δρόμους, στους σταθμούς, στα καταστήματα και ο αριθμός τους στην Αμερική και στην Ευρώπη διαρκώς αυξάνεται. Τα κλειστά εμπορικά κέντρα θεωρούνται τα πιο ασφαλή μέρη των μεγαλουπόλεων, καθώς η κίνηση παρακολουθείται διαρκώς και πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα κλειστά κυκλώματα συμβάλλουν στη μείωση του εγκλήματος καθιστώντας τις πόλεις πιο ασφαλείς. Όλα όμως αυτά συνδέουν την τεχνολογία της επιτήρησης με την αστυνόμευση, τον κοινωνικό έλεγχο και την παρακολούθηση των πολιτών, με μηχανισμούς δηλαδή καταστολής και εξουσίας. Η κάμερα για πολλούς είναι το μάτι της εξουσίας και το σύμβολο της κοινωνίας της επιτήρησης.
Τα τελευταία όμως χρόνια η ανάπτυξη του διαδικτύου οδηγεί σταδιακά στη δημοκρατικοποίηση της τεχνολογίας. Οποιοσδήποτε τώρα μπορεί να τοποθετήσει μια κάμερα είτε μέσα είτε έξω από το σπίτι του και να μεταδίδει την εικόνα στο διαδίκτυο. Πρόσφατα μάλιστα ένας νεαρός στην Αγγλία κατέγραψε τυχαία με την κάμερά του τον ξυλοδαρμό ενός πολίτη από αστυνομικούς δείχνοντας έτσι ότι η κάμερα μπορεί να είναι και αντιεξουσιαστικό μέσο.
Τηλεοπτικές εκπομπές, όπως αυτή του «Μεγάλου Αδελφού», παρά τις διαμαρτυρίες που ξεσήκωσε, αποτέλεσε το αποκορύφωμα της κοινωνίας της επιτήρησης και μας αναγκάζει να παραδεχτούμε δύο σημαντικές εξελίξεις στις δυτικές κοινωνίες. Πρώτον, την υπονόμευση της ιδιωτικότητας. Η ιερότητα της ιδιωτικότητας που αποτέλεσε μια θεμελιώδη αρχή του δυτικού πολιτισμού απειλείται. Τα πάντα γίνονται δημόσια. Δεν υπάρχουν πια ιδιωτικές στιγμές ενώ γίνεται λόγος για μια νέα μορφή κοινωνικής πραγματικότητας. Δεύτερον, με τη σύνδεση διαδικτύου και τηλεόρασης και τη μαζική τηλεφωνική ψηφοφορία των θεατών, αρκετοί υποστηρίζουν ότι μέσω της τηλεόρασης και του διαδικτύου θα διενεργούνται στο μέλλον δημοψηφίσματα ή ακόμη και εκλογές. Με αυτές τις εξελίξεις και την ανεξέλεγκτη κυριαρχία του διαδικτύου οι σχέσεις των μελών της κοινωνίας της επιτήρησης αλλάζουν. Η παθητική και μονομερής σχέση επιτηρητή και επιτηρούμενου μεταβάλλεται σε σχέση αλληλενέργειας και ισοτιμίας. Η κάμερα από όργανο εξουσίας γίνεται και μέσο άμυνας των πολιτών χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κυριαρχία της μειώνεται, αφού στο μέλλον η αναγνώριση ή η ταύτιση προσώπων θα γίνεται με την αποτύπωση της ίριδας των ματιών μας και την αναγνώρισή της από ειδικές κάμερες.
(Δημήτρης Τζιόβας, «ΤΟ ΒΗΜΑ»)
Θέματα:
Α. Πυκνώστε το δημοσίευμα σε ένα δικό σας κείμενο 110-120 λέξεων.
Β1. «…πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα κλειστά κυκλώματα συμβάλλουν στη μείωση του εγκλήματος καθιστώντας τις πόλεις πιο ασφαλείς» (§ 3η): Σε μία παράγραφο να υποστηρίξετε την αναγκαιότητα ύπαρξης και λειτουργίας των καμερών για λόγους ασφαλείας, από την πλευρά (οπτική γωνία) του ιδιοκτήτη ενός πολυκαταστήματος.
Β2. «Η κάμερα για πολλούς είναι το μάτι της εξουσίας και το σύμβολο της κοινωνίας της επιτήρησης»: να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (100-120 λ.) το περιεχόμενο της διαπίστωσης.
Β3. Να επισημάνετε τα δομικά μέρη και τον τρόπο ανάπτυξης της τέταρτης παραγράφου.
Β4. Να γράψετε από ένα συνώνυμο για τις λέξεις του κειμένου: επακόλουθο, σηματοδοτείται, συνέρρεαν, εξιχνίαση, σχολαστική.
Γ. Παίρνετε μέρος σε μια δημόσια συζήτηση για το φαινόμενο της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Αφού πρώτα αναφέρετε τους παράγοντες οι οποίοι – κατά τη γνώμη σας – ευθύνονται για την κατάλυση της ιδιωτικότητάς μας, στη συνέχεια να υπερασπιστείτε με επιχειρήματα την αξία του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής μας ζωής και να προτείνετε συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους οι πολίτες μπορούν να το προασπίζουν.

Ο Ιακ. Καμπανέλλης παραμένει στην εντατική...


Ζητάμε συγγνώμη για τη λανθασμένη ενημέρωση, λόγω "τυφλής" εμπιστοσύνης στην Alfavita. Ο μεγάλος συγγραφέας μας "δραπέτευσε" ζωντανός από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ελπίζουμε να δραπετεύσει και από την εντατική.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Κριτήριο αξιολόγησης για τη σχέση πολέμου και γλώσσας

[Πεθαίνει και η γλώσσα…]

Πεθαίνει και η γλώσσα µε τον πόλεµο, σκοτώνονται και οι λέξεις. Επειδή, πρώτα αυτό, από τον κόσµο του νοήµατος, που απαρτίστηκε µε τον καιρό και από κοινότητες ανθρώπων που επιδίωξαν την αναγνώριση και τη συνεννόηση, υποβιβαζόµαστε στην αταξία της παραφροσύνης και των καταδολιευµένων σηµασιών, στο χάος της παραχάραξης, των χαλκείων, της προπαγάνδας που ντύνει µε στολή παραλλαγής ακόµη και τις λέξεις. Κι ύστερα, υποχωρούµε στη σιωπή, όσο συνειδητοποιούµε δύο τινά: πρώτον, ότι αυτό που πρέπει να ειπωθεί είναι υπέρογκο και υπέρβαρο και αποκαλύπτει ανήµπορο και µάταιο το λόγο µας και δεύτερον, ότι ακόµη και τα πιο αιχµηρά φωνήεντα, ακόµη και τα ουρλιαχτά που εξέρχονται από σπαραγµένα σωθικά, δεν έχουν όλα ίση ισχύ και αξία, αν έχουν καµία των «δικών µας» τα ουρλιαχτά και τα παράπονα είναι ακουστά και δικαιωµένα. Των άλλων, είτε αδιαφορούµε γι’ αυτούς είτε τους απεχθανόµαστε και τους εχθρευόμαστε, δεν αξίζουν, δεν πονούν, δε µατώνουν τη συνείδησή µας. Το πρώτο που σφαγιάζει ο πόλεµος είναι ο λόγος εκείνος που, µνήµων της ιστορίας, έχει βαθιά µέσα του το αίτηµα της αντικειµενικότητας. ( ... )
Πεθαίνουν οι λέξεις σηµαίνει ότι πεθαίνει η σκέψη, εφόσον άρχει ο παραλογισµός, οι θεµελιωτές του οποίου υποστηρίζουν αίφνης, µε αδυσώπητη ειρωνεία, ότι ο αφανισµός δέκα ή είκοσι ή τριάντα ανθρώπων, άµαχων, απροετοίµαστων ανθρώπων, άλλο δεν είναι παρά «έµµεση απώλεια» ή «συµπληρωµατική ζηµιά» ή «στατιστικό λάθος» ή ανούσιες «συνέπειες κάποιου τεχνικού προβλήµατος». Το ξέρουµε βέβαια. Η ζυγαριά είναι αποφασισµένα άδικη γι’ αυτούς που την κρατούν στα χέρια τους, γι' αυτούς που κανονίζουν ιδιοτελώς την τιµή των σταθµών, το διάστρεµµα κάποιου δικού τους στρατιώτη αξίζει πολύ περισσότερο από τον αφανισµό κάποιου σέρβικου χωριού (το οποίο συν τοις άλλοις έχει και δυσπρόφερτο όνοµα εξ ου και προκαλεί την ειρωνεία του νατοϊκού εκπροσώπου ή την απέχθεια του δυτικού εκφωνητή ειδήσεων, που ίσως και να σκέφτονται ότι δεν είναι και τόσο κακό να σβηστεί από το χάρτη αυτή η κακοφωνία, για να πάψει να τους µπερδεύει).
(...) Οι σχεδιασµοί τους - κι αυτό, επίσης, µας το διδάσκει το βλέµµα τους - αντέχουν πολλά, πάρα πολλά «στατιστικά λάθη» - άλλωστε δε θα κληθούν αυτοί να πληρώσουν, τα Βαλκάνια βρίθουν παλαιόθεν «ιθαγενών» και «απολίτιστων», που πρέπει επειγόντως να συµµορφωθούν. Πρόκειται όντως για ένα απλώς τεχνικό ζήτηµα, για ένα γλωσσικό τρικ, µε το οποίο τακτοποιούνται τα πάντα, ή σχεδόν: υφαρπάζεις από τον άνθρωπο ό,τι τον ονοµάζει - ακριβώς την ανθρωπιά που υπάρχει µέσα του - και έτσι µπορείς, αφού τον έχεις ήδη αναιρέσει ως πλάσµα-σύµβολο, να του στερήσεις όχι µόνο τη ζωή του αλλά και ένα θάνατο που να του ταιριάζει και να του αξίζει. Πώς να ταφείς ως «έµµεση απώλεια»; Και ποια συγκίνηση να προκαλέσεις ως «συµπληρωµατική ζηµιά», ποια συνείδηση να ενοχλήσεις όντας µια απλούστατη «συνέπεια ενός τεχνικού προβλήµατος»; Ή, για να σκεφτούµε σαν τον Πάουλ Τσέλαν, «ποια ποίηση µετά το Άουσβιτς», ποια γλώσσα ύστερα από έναν πόλεµο που διαλύει εκ νέου κάθε σύστηµα λογισµού, κάθε έννοια εχεφροσύνης, όταν στο ίδιο διάγγελµα µε το οποίο ο αρχιπολέµαρχος διαδηλώνει από κάποια αµερικανική στρατιωτική βάση τον ανιδιοτελέστατο ανθρωπισµό του ανακοινώνει φορολογικές απαλλαγές υπέρ των πιλότων που πληκτρολογούν το θάνατο; Ποια ηθική σε τόσην ωµότητα;
Mπoυκάλας, εφηµ. «Η Καθηµερινή», 18/4/1999
Θέματα:
Α. Συµπτύξτε σε δύο περιόδους λόγου 50-60 λέξεων την πρώτη παράγραφo του κειµένου.
Β1. Δώστε στο κείµενο δύο τίτλους χρησιµοποιώντας τη µια φορά αναφορικά (λογικά) και την άλλη συγκινησιακά τη γλώσσα.
Β2. Επιλέξτε τις διατυπώσεις που αποδίδουν σωστά τα νοήµατα του κειµένου, σηµειώνοντας Σ (σωστό) ή Λ (λάθος).
α. Ο πόλεµος θανατώνει τη γλώσσα, γιατί περιορίζει την επικοινωνία.
β. Οι λέξεις αποκτούν µε τον πόλεµο σχετική σηµασία.
γ. Πολλοί νεκροί του πολέµου δεν αναγνωρίζονται διότι έχουν χαθεί τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.
δ. Υπάρχουν περιοχές του πλανήτη όπου η ανθρώπινη ζωή είναι εύκολα αναλώσιµη και ευτελής.
ε. Ο πόλεµος είναι ασύµβατος µε την αµεροληψία.
Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας στο (β).
Β3.
α. «Πεθαίνει και η γλώσσα µε τον πόλεµο, σκοτώνονται και οι λέξεις». Συγκρίνετε µε το πιο κάτω απόσπασµα από το Θουκυδίδη.
Ο εµφύλιος πόλεµος, λοιπόν, µεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έµειναν τελευταίες, έχοντας µάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλουν σ' επινοητικότητα, σε ύπουλα µέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις. Για να δικαιολογήσουνε τις πράξεις τους άλλαζαν ακόµα και τη σηµασία των λέξεων. Η παράλσγη τόλµη θεωρήθηκε ανδρεία και αφσσίωση στο κόµµα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία πσυ κρύβεται πίσω από εύλογες πρσφάσεις και η σωφρσσύνη πρσσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφσρά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες σι όψεις ενός ζητήµατος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. (Θουκυδίδη, Ιστορία Γ’ 82)
β. «Ποια ποίηση μετά το Άουσβιτς, ποια γλώσσα ύστερα από έναν πόλεμο…»: Να συγκρίνετε αυτό το απόσπασμα με το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής»:
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου

Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα σ το φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου

Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.

Β4. Γράψτε από ένα αντώνυμο των λέξεων: μνήμων, απεχθανόμαστε, εχεφροσύνη.
Γ. Εσείς, ως νέος άνθρωπος, ευαίσθητος σε θέματα που αφορούν την ειρήνη και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πιστεύετε πως «υπερασπίζομαι» την ειρήνη σημαίνει, εκτός των άλλων, «αντιστέκομαι» στην ηθική φθορά της γλώσσας. Γράψτε μια επιστολή διαμαρτυρίας στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του σχολείου σας, με σκοπό να αφυπνίσετε τους νέους της ηλικίας σας από όλο τον κόσμο σχετικά με τη νόθευση, την πλαστογράφηση και τη διαστροφή του νοήματος των λέξεων σ’ έναν πόλεμο. Για να πετύχετε το σκοπό σας, χρησιμοποιείται όλους τους τρόπους και τα μέσα πειθούς.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α. Ο πόλεµος δεν έχει θύµατα µόνον αθώους ανθρώπους αλλά και το λόγο. Κι αυτό γιατί αφενός, η γλώσσα από µέσο συνεννόησης µετατρέπεται σε µέσο παραπλάνησης και επινόησης σκευωριών και συνωµοσιών και αφετέρου, η ίδια η γλώσσα είναι αδύναµη να περιγράψει τόσο την πραγµατικότητα όσο και το µέγεθος της συµφοράς των άλλων που δεν είναι «δικοί µας». (56 λέξεις)

Β1. (κυρ.): Το λεξικό της Νέας Τάξης Πραγµάτων. (µτφ): Οι λέξεις, θύµατα του πολέµου.
Β2. α-Λ, β-Σ, γ-Λ, δ-Σ, ε-Σ
Δικαιολ. (β): οι λέξεις αποκτούν στον πόλεµο άλλη σηµασία από αυτήν που πραγµατικά έχουν, προκειµένου να δικαιολογείται η χρήση βίας και να γίνεται αυτή ανεκτή.
Β3. α. Ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην πραγµατικότητα του Πελοποννησιακού πολέµου, απαριθµώντας µερικές από τις συνέπειες της εµφύλιας διαµάχης. Αυτό που µας κάνει εντύπωση είναι πως και τότε αλλά και τώρα οι παρενέργειες του πολέµου είναι οι ίδιες για τους όλους τους ανθρώπους. «Ο πόλεµος, γράφει ο Θουκυδίδης, στερώντας σιγά σιγά απ' τους ανθρώπους την άνεση της καθηµερινής τους ζωής, τους διδάσκει τη βιαιότητα κι εξοµοιώνει τις διαθέσεις του πολύ κόσµου µε την πολεµική κατάσταση που επικρατεί. Μία από αυτές τις πρακτικές που χρησιµοποιούσαν πριν από 2500 χρόνια ήταν η γνωστή και σήµερα νόθευση της σηµασίας των λέξεων, που σηµαίνει την πλαστογράφησή τους, προκειµένου οι αντίπαλοι να εκλoγικεύουν και να νοµιµοποιούν τη χρήση βίας.
β. Η ποιητική άποψη του Μίλτου Σαχτούρη είναι νοηµατικά οµόλογη της άποψης που διατυπώνεται στην επιφυλλίδα του Π. Μπουκάλα. Μέσα σε µια τραγικά εµπόλεµη περίοδο ο στρατευµένος ποιητής εξοµολογείται µε τρόµο και θλίψη γιατί δεν έχει γράψει ποιήµατα, δικαιολογώντας ο ίδιος την άρνησή του µε κρυστάλλινη καθαρότητα: όσο η φρίκη της αντικειµενικής πραγµατικότητας θα του προκαλεί αισθήµατα φρίκης και φόβου ο ποιητής δεν πρόκειται να γράψει ποιήµατα. Άλλωστε, εφόσον ο πόλεµος - «βίαιος διδάσκαλος» κατά το Θουκυδίδη - σκοτώνει και τις λέξεις, ο ποιητής στερείται το «όπλο» του.
Β4. µνήµων ≠ επιλήσµων
απεχθανόµαστε ≠ αγαπάµε
εχεφροσύνη ≠ αφροσύνη

Γ. Ενδεικτική ανάπτυξη
«Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέµε την αλήθεια στα παιδιά», υποστηρίζει ο ποιητής εύστοχα. Κι εµείς ενώνουµε τη φωνή µας µαζί του Φωνάζοντας «φτάνει πια!» σε ό, τι παραχαράσσει την αλήθεια, την αξιοπρέπεια, τις αξίες, την ίδια µας τη ζωή. Ζούµε σε µια εποχή όπου οι λέξεις χάνουν σιγά σιγά το νόηµά τους. Ποτέ άλλοτε η κοινωνία δεν είχε την Οργουελική µορφή που έχει σήµερα. Γιατί ποιος µπορεί να αρνηθεί ότι όλοι αυτοί που κόπτονται για την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώµατα, καθηµερινά µε λόγια και µε έργα υπονοµεύουν όσα υποστηρίζουν;
«Εάν επιθυµείς την ειρήνη, προετοίµαζε διαρκώς τον πόλεµο», υποστήριζαν οι Ρωµαίοι και στην εποχή µας η φράση αυτή βρίσκει απόλυτη εφαρµογή. Γιατί, τι άλλο κάνουµε σήµερα από το να διατηρούµε την ειρήνη µέσα απ' τους διαρκείς εξοπλισµούς; Βέβαια, για να έχουµε τη συνείδησή µας ήσυχη, «βαφτίζουµε» τις πράξεις µας µε λέξεις κοµψές, εύηχες, λέξεις που απαλύνουν το βάρος των πράξεών µας. Έτσι, οι µέχρι πρότινος δυο υπερδυνάµεις πολλαπλασίαζαν τους πυρηνικούς εξοπλισµούς τους υπό το πρόσχηµα της «ισορροπίας του τρόµου». Η γλώσσα κατάντησε κύµβαλο αλαλάζον• ντύθηκε τη στολή παραλλαγής του στρατιώτη και κρύβεται µέσα στο σκοτάδι της απανθρωπιάς.
Αλήθεια, µε πόση ευκολία χρησιµοποιούµε λέξεις όπως «πολιτισµένος», «αναπτυγµένος», «υπερδύναµη», «πλανητάρχης», για να εκφράσουµε το θαυµασµό µας, χωρίς ούτε στιγµή να αναρωτηθούµε ποιο είναι το µέτρο αποτίµησης αυτών των χαρακτηρισµών; Γιατί αν «πολιτισµένος» είναι όποιος βοµβαρδίζει άµαχους πληθυσµούς, αν «αναπτυγµένος» είναι όποιος διαθέτει υψηλής ακρίβειας οπλικά συστήµατα και αν «υπερδύναµη» σηµαίνει «κάνω ό,τι θέλω, χωρίς να υπολογίζω κανέναν και τίποτα», τότε κάτι δεν πάει καλά.
Ποιος θα µπορέσει άραγε να παρηγορήσει εκείνη τη µάνα ή τη σύζυγο την ώρα που κηδεύει τον χαµένο της αγαπηµένο; Είναι λιγότερος ο πόνος αν ο «ήρωας» κηδεύεται µε τιµές και παράτες; Είναι λιγότερος ο πόνος όταν το νεκρό σώµα είναι αυτού που βαφτίζουµε εχθρό; Βέβαια, στην εποχή µας είναι «µαγκιά» να σκοτώνεις τον πεινασµένο λαθροµετανάστη που έκλεβε πατάτες από το χωράφι σου. Μα ήταν Αλβανός! Σωστά. Βλέπεις, οι Αλβανοί δεν είναι άνθρωποι. Όπως δεν είναι άνθρωποι οι γύφτoι, οι τριτοκοσµικοί, όλοι αυτοί που ενοχλούν την όρασή µας µε µιζέρια και τη δυστυχία τους.
Ας αναρωτηθούµε µονάχα για µια στιγµή, εµείς που είµαστε νέοι, τι σηµαίνει το διαµελισµένο σώµα σου να είναι «παράπλευρη απώλεια», τι σηµαίνει το µωρό που καλά καλά δεν πρόλαβε να βγάλει την πρώτη κραυγή της ζωής να βγάζει το ουρλιαχτό του θανάτου. Η ανθρωπιά µας εξαντλείται σε διασώσεις «στρατιωτών Ράιαν». Βασική και αναγκαία προϋπόθεση να είναι ο Ράιαν «δικός µας» - διαφορετικά τον βαφτίζεις «στατιστικό λάθος» και ησυχάζεις.
Αλήθεια, πόσο ήσυχοι κοιµούνται τα βράδια όλοι αυτοί που περιγράφουν τις δολοφονίες ως ηρωισµούς; Πόσοι τόνοι αλκοόλ και πόσα χάπια χρειάζονται για να αποκοιµίσεις τη συνείδησή σου; Αν, βέβαια, διαθέτεις.
Θα ήθελα να θυµίσω σε όλους εµάς που είµαστε νέοι το στίχο του ποιητή: «Αντισταθείτε!» Ας αντισταθούµε σε ό,τι µας µετατρέπει στα άβουλα θύµατα µιας κατευθυνόµενης προπαγάνδας, σε ό,τι µας στερεί το δικαίωµα να ονειρευόµαστε, σε ό,τι µας κάνει ένα απρόσωπο νούµερο στα αρχεία ενός υπολογιστή. Κι ας ρωτήσουµε, επιτέλους, πού µας οδηγούν, που µας πάνε όλοι αυτοί που µας «πάνε».