Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Τέταρτη ή υπέρτατη εξουσία τα ΜΜΕ;

Είκοσι χρόνια πριν, ίσως και να κρινόταν παράδοξο ή και αδιανόητο το να επιχειρήσει κανείς να εξετάσει το θέμα «βία και περιβάλλον» προϋποθέτοντας ότι στο περιβάλλον μετέχει και ο κόσμος των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Την εποχή εκείνη, τόσο κοντινή και ταυτόχρονα τόσο μακρινή, μια εποχή που συντομογραφικά θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε π.Ι.Τ., προ Ιδιωτικής Τηλεοράσεως δηλαδή, είχαμε ακόμα την αφελή πίστη ότι το κουτί βρίσκεται απέναντί μας, έξω από τον πραγματικό κόσμο μας: ένα εργαλείο, ένα μηχάνημα σαν όλα τ’ άλλα. Επιπλέον, πιστεύαμε ότι εμείς είμαστε οι ελεύθεροι χειριστές του κυτίου.
Ώσπου άνθησε η ψευδώνυμη «πολυφωνία» ή ψευδώνυμη «ελεύθερη τηλεόραση», και, σταδιακά, η εικόνα απορρόφησε σχεδόν ολόκληρο το δημόσιο χώρο, υποκατέστησε την πολιτική, σκηνοθέτησε την κοινωνία (ακόμα και ο παλμός των λαϊκών συγκεντρώσεων συντονίζεται με τα δελτία των οχτώ ή με τις πρωινές εκπομπές που δουλεύουν σαν κυτία παραπόνων) και κονιορτοποίησε την έννοια του ιδιωτικού. Το τηλεχειριστήριο έγινε «συνέχεια του χεριού μας», όπως έγραφαν μια φορά κι έναν καιρό οι ποιητές για το τουφέκι.
Τώρα πια η παραίνεση «κλείστε την τηλεόραση» δεν έχει νόημα, γιατί, όπως αποδείχθηκε, η τηλεόραση δεν βρίσκεται απέναντί μας αλλά μας περιέχει. Είναι ανοιχτή ακόμα κι όταν είναι κλειστή. Αποτελεί τμήμα του περιβάλλοντός μας, κοινωνικού, συναισθηματικού και πνευματικού, για πολλούς δε, για λόγους και οικονομικής τάξεως, είναι το σύνολο του περιβάλλοντός τους, με το καλώδιο να γίνεται ο ομφάλιος λώρος που τους συνδέει με τον κόσμο. Για τα παιδιά ιδιαίτερα, όσα ζουν σε πόλεις άξενες που τα υποβαθμίζουν σε κάποιας λογής κατοικίδια, η γυάλινη οθόνη (της τηλεόρασης και του υπολογιστή) είναι το πιο οικείο πεδίο, το προσφιλέστερο• εκεί ψυχαγωγούνται, εκεί εκπαιδεύονται, εκεί αθλούνται δι’ αντιπροσώπων, διά των φασματικών παικτών του πλέι στέισον, εκεί εγκλωβίζονται, γητεμένα και αυτά, όπως οι ενήλικοι, από την ίδια ψευδαίσθηση: την ψευδαίσθηση της απολαυστικής ελευθερίας. Κι εκεί καταναλώνουν δεκάδες χιλιάδες σκηνές βίας, ώσπου να ενηλικιωθούν.
Εξουσία είναι τα ΜΜΕ, κι όχι η τέταρτη αλλά, όλο και πιο συχνά, η υπέρτατη. Κι όπως είναι γνωστό, από τον καιρό του μύθου και του Δία, η βία είναι μόνιμη δορυφόρος της εξουσίας. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι στην παραγωγή της βίας, και μάλιστα με τρόπο που να την εμφανίζει σαν φυσική και ακίνδυνη, το μερίδιο των ηλεκτρονικών μέσων βαίνει αυξανόμενο όσο ενισχύεται ο κοινωνικός εθισμός σε αυτά, όσο μαζικοποιείται δηλαδή ο αυτοματισμός που οδηγεί το χέρι μας να ανοίξει την τηλεόραση, ακόμα κι όταν δεν έχουμε καμία ανάγκη και όρεξη να παρακολουθήσουμε το πρόγραμμά της. Είναι φορές που η τηλεόραση ανοίγει, για να λειτουργήσει σαν η απόλυτη πρόφαση, μόνο και μόνο για να κλειστεί κάθε μέλος μιας οικογένειας στον εαυτό του, ψευδονομιμοποιημένο στην αφωνία του επειδή τάχα βλέπει προσεχτικά ταινία.
Δεν είναι πάντοτε εσκεμμένη και συνειδητή η τηλεοπτική βία, και δεν είναι βέβαια μιας μορφής. Σχηματικά, θα τη διέκρινα σε ιδεολογική, πολιτική, αισθητική, συναισθηματική και γλωσσική. Για να αρχίσουμε από την τελευταία μορφή της, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όσα αποδέχονται πλέον και οι εκπαιδευτικοί, ότι δηλαδή η τηλεόραση, σαν παιδαγωγός διαρκείας, δίχως διαλείμματα και διακοπές, συμμετέχει στη γλωσσική αγωγή των παιδιών σχεδόν όσο και το σχολείο. Τα προβλήματα του τηλεοπτικού ιδιώματος δεν είναι τόσο (ή δεν είναι μόνο) οι σολοικισμοί ή η ξενομανία, η οποία αποκαλύπτεται ιδίως στην περιγραφή αθλητικών γεγονότων• βλάπτουν βεβαίως και αυτά, αφού εδώ ισχύει ο κανόνας «η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης παθήσεως». Κατά συνέπεια, αν ακούσεις 95 φορές στις εκατό «τα τρεισήμισι λεπτά» και όχι «τα τριάμισι», πιθανότατα έτσι θα το πεις κι εσύ, και το ίδιο θα συμβεί αν ακούσεις 99 φορές στις ε-κατό το τάχα λόγιο καίτοι απλώς λανθασμένο «διέφυγε της συλλήψεως», και όχι το ταπεινό πλην ορθό «διέφυγε τη σύλληψη». Όσον αφορά δε το «όσον αφορά», αν τύχει και ειπωθεί σωστά, θα ραγίσει το γυαλί. Όλο «ως αναφορά» το ακούμε, ενίοτε δε, λόγω και της κάπως προβληματικής αρθρώσεως του ομιλούντος, ακούμε ένα «όσα να φορά», χαριτωμένο βέβαια αλλά μάλλον ψυχαναλυτικών συνυποδηλώσεων, αν συνεκτιμήσουμε την απογυμνωτική του πρόθεση. Επαναλαμβάνω, ωστόσο, ότι το κύριο πρόβλημα δεν είναι τα λάθη τέτοιου τύπου, αλλά το ήθος του τηλεοπτικού λόγου: ο στόμφος με τον οποίο συντάσσεται συνήθως, η λαϊκιστική του έπαρση, η σπουδαιοφάνειά του, η ξύλινη μονοτονία του, η ράθυμη προσφυγή του σε χιλιοτριμμένα κλισέ και η επιδερμικότητά του, η οποία αφήνει εντέλει άθικτα ζητήμα-τα τα οποία υποτίθεται ότι ανατέμνει μέχρι μυελού οστέων. Αλλά μάλλον αυτό είναι και το σκοπούμενο: το φαίνεσθαι.
Για την τηλεοπτικώς ασκούμενη ιδεολογική βία, που εμποδίζει συστηματικά τη διάδοση των ιδεών και νοθεύει ακόμα περισσότερο ένα πολιτικό σύστημα ήδη αλλοιωμένο από τη διαπλοκή, αρκεί νομίζω να υπομνησθούν δύο τινά: Πρώτον, ότι για να τηρηθούν τα στοιχειώδη της ισότιμης αντιμετώπισης των κομμάτων έστω κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής περιόδου, απαιτούνται ντιρεκτίβες του ΕΣΡ και βαρύτατα πρόστιμα. Δεύτερον, καμία διαδήλωση, όσο μαζική, δεν συνιστά αυτοτελές γεγονός άξιο προβολής, αν δε συνοδεύεται από επεισόδια, στα οποία και σταθμεύει μανικά η κάμερα, ώστε διά της διογκώσεώς τους να απαξιωθεί η καθαυτό κοινωνική εκδήλωση διαμαρτυρίας. Κορυφαίο παράδειγμα βίαιης αποσιώπησης υπήρξε η τερατώδης υποβάθμιση από τα ιδιωτικά κανάλια του πάνδημου αντιπολεμικού συλλαλητηρίου το 2003, λίγο πριν αρχίσει η νέα σταυροφορία, η επιχείρηση «απελευθέρωσης» του Ιράκ. Ήταν μάλιστα τόση η κατακραυγή για τη λογοκρισία αυτή, ώστε κάποιοι ειδησάρχες, δημαγωγώντας θεατρικότατα, είχαν ζητήσει συγγνώμη. Επειδή όμως αμαρτία εξομολογουμένη δεν είναι αμαρτία, συνέχισαν το ίδιο τροπάριο.
Η ιδεολογική βία στην πλέον παροξυμμένη εκδοχή της είναι φυλετική, είτε το φύλο πλήττει, ως σεξιστική, είτε τη φυλή, ως ρατσιστική με σωβινιστικό υπόβαθρο. Για τον κόσμο του γυαλιού, όπως απαρτίζεται από κουτσομπολίστικες εκπομπές, σίριαλ, διαφημίσεις και κατ’ ευφημισμόν δελτία ειδήσεων, η γυναίκα είναι το άθροισμα των γλουτών, του στήθους και της αβελτηρίας της, η οποία παρουσιάζεται σαν γονιδιακή μεν, ανίατη δε. Ως προς την υποδοχή που επιφυλάσσει η τηλεόραση στον ξένο, ειδικά στον Αλβανό, αρκεί να θυμηθούμε πόσες φορές έχουμε ακούσει το κλισέ «οι κουκουλοφόροι κλέφτες, πιθανότατα αλλοδαποί, διέφυγαν». Κουκούλα που να αποκαλύπτει εθνικότητα δε γνωρίζω αν υπάρχει, φοβάμαι πάντως ότι πληθαίνουν οι περιπτώσεις όπου δημοσιογράφοι εμφανίζονται ξενοφαγικότεροι και από τους επίσημους εκπροσώπους της Αστυνομίας. Γιατί; Ίσως επειδή υποθέτουν ότι με τον τρόπο αυτό, με τη στερεοτυπική φρασεολογία της προκατάληψης και της μισαλλοδοξίας, θα βρεθούν σύμφωνοι με το κοινό περί ξένων αίσθημα. Και ως προς αυτό, δυστυχώς, μάλλον δεν πέφτουν έξω.
Παρακάμπτω την κραυγαλέα αισθητική βία, αμήχανα θύματα της οποίας είμαστε όλοι μας, για να σταθώ στην τερατώδη συναισθηματική βία που ασκήθηκε εις βάρος όχι απλώς μιας πόλης, της Βέροιας, αλλά μιας ηλικίας, της παιδι-κής, με αφορμή την υπόθεση Άλεξ. Ό,τι χυδαιότερο, ό,τι ερεθιστικότερο των χαμηλών ενστίκτων, έγινε γιγαντότιτλος και προβλήθηκε αβασάνιστα σαν αποδεδειγμένη αλήθεια, με μόνιμο σαδιστικό φόντο έναν εκσκαφέα που αναζητούσε πτώμα. Ο κανιβαλισμός των δήθεν αποκαλύψεων, στις οποίες συμπρωταγωνιστούσαν ανταγωνιζόμενοι δημοσιογράφοι, δικηγόροι και ψυχολόγοι, προκάλεσε την αντίδραση των σωματείων των δημοσιογράφων, των δικηγόρων και των ψυχολόγων. Και λοιπόν;
(Παντελής Μπουκάλας, ομιλία σε διημερίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας με θέμα «Βία στην πόλη» (22-23.9.2006)

Θέματα:
Α. Να γράψετε στο τετράδιό σας την περίληψη του κειμένου που σας δόθηκε (100-120 λέξεις).

Β1. α) Να αναπτύξετε σε μία παράγραφο με παραδείγματα το περιεχόμενο της αισθητικής βίας που ασκεί η τηλεόραση.
β) Σε μία παράγραφο να υπερασπιστείτε την ιδιωτική τηλεόραση, γράφοντας το κείμενό σας από την οπτική γωνία του υπευθύνου ενημέρωσης ενός ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού. Τι θα απαντούσατε στο συντάκτη του κειμένου;
Β2. α) Με ποια λογική/νοηματική σχέση (ή: να σχολιάσετε τη συνεκτικότητα) συνδέονται οι δύο πρώτες παράγραφοι;
β) Ποια τα μέρη της 5ης παραγράφου και με ποιους τρόπους αναπτύσσεται;
Β3. α) Να γράψετε από ένα συνώνυμο για τις λέξεις του κειμένου: κονιορτοποίησε, παραίνεση, άξενες, προσφιλέστερο, φασματικών.
β) Να καταγράψετε τρεις λέξεις/φράσεις από την 3η και την 4η παράγραφο που χρησιμοποιούνται συνυποδηλωτικά.
Β4. Να γράψετε έναν άλλο τίτλο για το δημοσίευμα, χρησιμοποιώντας συνυποδηλωτικά τη γλώσσα.

Γ. Σε μία επιστολή που στέλνετε στον υπεύθυνο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, εκθέστε τον προβληματισμό σας για τις αρνητικές επιδράσεις της τηλεοπτικής βίας στον ψυχισμό των παιδιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου