«Δημοσιογραφία της διαβούλευσης»
Ζούμε σε μια εποχή όπου κατακλυζόμαστε από πληροφορίες. Αυτό όμως που απαιτεί η δημοκρατία είναι ο δημόσιος διάλογος, όχι πληροφορίες. Κανείς δεν παραβλέπει την αξία των πληροφοριών, αλλά χρειαζόμαστε το είδος των πληροφοριών που είναι αναγκαίο για να δημιουργηθεί ενεργός διάλογος. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, πρέπει να θέτουμε τα σωστά ερωτήματα στο πεδίο της δημόσιας αντιπαράθεσης.
Πώς θα γίνει αυτό εφικτό, όταν από το πλήθος των πληροφοριών που εισπράττουμε καθημερινά έχουμε αρχίσει να χάνουμε την ικανότητα να τις ξεχωρίζουμε και στην πράξη τις δεχόμαστε με παθητικό τρόπο; Από αυτή την παρατήρηση συνάγεται ότι ο στόχος των μέσων ενημέρωσης πρέπει να είναι η ενθάρρυνση του δημόσιου διαλόγου και όχι η παροχή πληροφοριών στους πολίτες. Όπως όμως έχουν τα πράγματα, τα μέσα ενημέρωσης τείνουν να προσφέρουν σχεδόν αμέτρητες πληροφορίες, τις οποίες ουσιαστικά δεν ξέρουμε τι να τις κάνουμε. Δεν είναι μυστικό ότι το κοινό γνωρίζει λιγότερα για τα δημόσια ζητήματα σε σχέση με το παρελθόν. Χιλιάδες συμπολίτες μας δεν μπορούν να πουν τι είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ποιο είναι το έργο της Βουλής, τι προβλέπει το Σύνταγμα για τις εξουσίες, πώς εμφανίστηκε και λειτουργεί το πολιτικό σύστημα.
H άγνοια για τις δημόσιες υποθέσεις συνήθως αποδίδεται στην αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος και μόνο δευτερευόντως στην αποτυχία των MME να επιτελέσουν τον ενημερωτικό τους ρόλο. Ωστόσο, από τη στιγμή που το κοινό δε συμμετέχει στα εθνικά ζητήματα, δεν έχει λόγο να είναι καλύτερα ενημερωμένο. Όταν λοιπόν ο διάλογος έχει αρχίσει να υποβαθμίζεται, η παροχή πληροφοριών δεν κάνει τη διαφορά.
Γιατί γίνεται αυτό; Ο δημόσιος διάλογος διεθνώς άρχισε να παρακμάζει από τότε που τα MME, ιδιαίτερα ο Τύπος, έγιναν περισσότερο επαγγελματικά, πολιτικά ουδέτερα και «περισσότερο συνειδητοποιημένα» για τον πολιτικό τους ρόλο, με αποτέλεσμα η πληροφορία, εκτός κι αν συμβάλλει στο δημόσιο διάλογο, να καθί-σταται άσχετη, αποπροσανατολιστική, χειραγωγική - στην καλύτερη περίπτωση. Όλο και περισσότερο, η πληροφορία παράγεται από εκείνους που επιθυμούν να προβάλουν κάτι ή κάποιον - μια άποψη, έναν πολιτικό - χωρίς να υποστηρίζουν τα προσόντα - τις ιδιότητές του ή σαν να πρόκειται για κάποιο προϊόν. Έτσι, μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης στην προσπάθειά τους να ενημερώσουν το κοινό έχουν μετατραπεί σε αγωγό παρόμοιο με «άχρηστο ταχυδρομείο», όπου οι πολίτες γίνονται παραλήπτες πλήθους άχρηστων πληροφοριών που κανείς δεν θέλει, οι περισσότερες από τις οποίες καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων.
Παρά ταύτα, ο όγκος των πληροφοριών αυξάνεται και το σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτής της τάσης - πέραν της καταστροφής των δασών και του προβλήματος διαχείρισης των σκουπιδιών - είναι η υποβάθμιση του κύρους της λέξης. Όταν οι λέξεις χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για δημοσιότητα ή προπαγάνδα, χάνουν τη δύναμη της πειθούς. Σύντομα καταλήγουν να μη σημαίνουν τίποτα για κανέναν. Οι άνθρωποι χάνουν την ικανότητά τους να χρησιμοποιούν τη γλώσσα με ακρίβεια και σαφήνεια ή ακόμη και να ξεχωρίζουν τη μία λέξη από την άλλη. Μάλλον τα μοντέλα του προφορικού λόγου κυριαρχούν στον γραπτό παρά το αντίστροφο και ο καθημερινός λόγος αρχίζει να επισκιάζει το γραπτό, που απαιτεί σκέψη και επιχειρήματα.
Μία από τις λύσεις είναι οι δημοσιογράφοι να πάρουν ξανά στα χέρια τους την ενημέρωση. Στις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία η δημοσιογραφική κοινότητα έχει προτείνει τη δημιουργία της «κοινωνικής» δημοσιογραφίας (public journalism). Βασική πρόταση αυτής της κίνησης είναι ότι η δημοσιογραφία πρέπει, αφενός, να αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της κοινωνικής ζωής και, αφετέρου, να ενθαρρύνει τη συμμετοχή και το διάλογο στην κοινωνία. Στόχος είναι η μετατόπιση από τη «δημοσιογραφία της πληροφορίας και της ψυχαγωγίας» στη «δημοσιογραφία της διαβούλευσης», που θα προκαλεί διάλογο και αντιπαράθεση. Με αυτή την προοπτική, η δημοσιογραφική λογική της ουδέτερης και αντικειμενικής ενημέρωσης δεν έχει νόημα, ούτε όμως σημαίνει επιστροφή στην κομματικοποιημένη ή στρατευμένη δημοσιογραφία.
Για να το πούμε απλά. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στον 21ο αιώνα δεν είναι η διακίνηση των πληροφοριών, αλλά με ποιον τρόπο οι πληροφορίες θα μετατραπούν σε γνώση. Τα μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα οι εφημερίδες, πρέπει να απεμπλακούν από την παροχή πληροφοριών και να στραφούν στην παροχή γνώσεων, δηλαδή συγκροτημένες πληροφορίες που εντάσσονται σε κάποιο πλαίσιο και οδηγούν κάποιον να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες με σκοπό να κατανοήσει κάτι που αφορά τον κόσμο. Χωρίς οργανωμένες πληροφορίες, όπως έχει επισημάνει ο Νιλ Πόστμαν, μπορεί να γνωρίζουμε κάτι από τον κόσμο, αλλά πολύ λίγα σχετικά με αυτόν. Όταν κάποιος έχει γνώση, μπορεί να βγάζει νόημα από τις πληροφορίες, γνωρίζει πώς να τις συσχετίσει με τη ζωή κάποιου. Ειδικότερα, γνωρίζει πότε οι πληροφορίες είναι άσχετες.
(Στέλιος Παπαθανασόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 06/04/2006)
Θέματα:
Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου (100 λέξεις).
Β1. «Όταν οι λέξεις χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για δημοσιότητα ή προπαγάνδα, χάνουν τη δύναμη της πειθούς»: να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το νόημα της παραπάνω διαπίστωσης.
Β2. α. Ποια είναι η άποψη του αρθρογράφου για τις πληροφορίες που δεχόμαστε από τα ΜΜΕ; Με ποιον τρόπο τεκμηριώνει την άποψή του στη δεύτερη παράγραφο;
β. Να αναπτύξετε αντιθετικά σε μία παράγραφο το ζεύγος εννοιών: «δημοσιογραφία της πληροφορίας και της ψυχαγωγίας» vs «δημοσιογραφία της διαβούλευσης».
Β3. Να σχολιάσετε τη συνεκτικότητα και τη συνοχή των παραγράφων.
Β4. Ο αρθρογράφος επικαλείται τη λογική (με επιχειρήματα και τεκμήρια) και την αυθεντία. Να γράψετε τρία παραδείγματα από το κείμενο, ένα για κάθε περίπτωση.
Β5. Από το δεύτερο συνθετικό των παρακάτω λέξεων να σχηματίσετε μία άλλη σύνθετη λέξη: διαβούλευσης, απεμπλακούν, παροχή.
Γ. «Στόχος είναι η μετατόπιση από τη «δημοσιογραφία της πληροφορίας και της ψυχαγωγίας» στη «δημοσιογραφία της διαβούλευσης», που θα προκαλεί διάλογο και αντιπαράθεση». Με αφορμή την παραπάνω διαπίστωση, να εξετάσετε κατά πόσο η τηλεόραση – όπως λειτουργεί – προωθεί το δημόσιο διάλογο και να προτείνετε συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο δημοσιογραφικός λόγος μπορεί να καταστεί ουσιαστικό βήμα για το διάλογο των πολιτών.
Γ. «Στόχος είναι η μετατόπιση από τη «δημοσιογραφία της πληροφορίας και της ψυχαγωγίας» στη «δημοσιογραφία της διαβούλευσης», που θα προκαλεί διάλογο και αντιπαράθεση». Με αφορμή την παραπάνω διαπίστωση, να εξετάσετε κατά πόσο η τηλεόραση – όπως λειτουργεί – προωθεί το δημόσιο διάλογο και να προτείνετε συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο δημοσιογραφικός λόγος μπορεί να καταστεί ουσιαστικό βήμα για το διάλογο των πολιτών.
euxaristo poli re...grafo aurio...sxedon ta idia...
ΑπάντησηΔιαγραφή