Ο Κήπος της μνήμης
Διηγήματα
εκδ. Μπαρτζουλιάνος, 2021
Όταν είδα τον τίτλο του βιβλίου, ο νους μου πήγε στο ποίημα του Χρίστου Λάσκαρη «Κήπος»:
Ποτέ δεν υποπτεύεσαι/ πόσο παλεύει με την παγωνιά ο πεθαμένος κήπος/ για να χαρίσει στα πουλιά την άνοιξη./ Ποτέ οι μέλισσες/ που θα ρουφούν τα άνθη του,/ πώς βγήκε από το θάνατο δε θα γνωρίσουν/ κι οι πεταλούδες/ θα ’ναι πάντα ξέγνοιαστες./ Μόνο αυτός θα ξέρει·/ αυτός που έζησε την περιπέτεια του νεκρού/ και είναι/ μες στην ομορφιά του λυπημένος.
Αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση μου έμεινε και όταν διάβασα τις 21 ιστορίες της Μ.Χ. Τον δικό
της κήπο, τον κήπο της μνήμης, διατρέχει μία ουσιαστικά ιστορία σε πολλαπλές εκδοχές. Η ιστορία της
γυναίκας που αφηγείται τον δικό της βιωμένο χρόνο. Είναι ένας κήπος με κάθε
λογής άνθη, ένας πίνακας ζωγραφικής μιας εικαστικού που γνωρίζει καλά τα
μυστικά της παλέτας, πώς να αναμειγνύει τα βασικά χρώματα, δημιουργώντας
ιμπρεσιονιστικές διαθέσεις. Ο Πόνος, ο Χρόνος, ο Έρωτας, η Χαρά είναι οι
συνδετικοί κρίκοι των ρευστών σε πλοκή ιστοριών της που ξετυλίγονται συχνά ως οπτικές εντυπώσεις ορισμένων επεισοδίων που διαδραματίζονται σε ανοιχτούς χώρους, εντυπώσεις τις οποίες η τέχνη του λόγου απαθανατίζει με τον ιδιαίτερο για κάθε περίπτωση φωτισμό (αφηγηματική εστίαση).
Ξεχώρισα
δύο διηγήματα, υποδειγματικά γραμμένα, που κατά τη γνώμη μου δίνουν και τον κυρίαρχο
τόνο στο βιβλίο: «Το φευγιό» και «Ο μυστικός κήπος», κείμενα συγκρατημένου λυρισμού, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, όπου το συναίσθημα -υπέρ το δέον- ξεχειλίζει.
Το πρώτο, με τη μέγιστη οικονομία λέξεων και εκφραστικών μέσων, αξιοποιεί τη δύναμη του ρήματος, την υπαινικτικότητα και τον συμβολισμό, για να αφηγηθεί την ιστορία κάθε Ανδρομέδας που η μοίρα τής έταξε να θυσιαστεί στον βωμό της πατριαρχίας, αλλά αυτή σπάει -με κάθε κόστος- τα δεσμά της.
Κι ως φιλόξενη νησιώτισσα, μάς καλεί στον μυστικό κήπο της γραφής της, εκεί όπου φυτρώνουν οι μικρές μα πολύτιμες ευτυχίες της, να τις γευτούμε κι εμείς.
Το φευγιό
Σήκωσε τη βαλίτσα και προχώρησε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Η μπουκαπόρτα έχασκε σαν στόμα ανοιχτό να την καταπιεί. Στα πέντε βήματα σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι πίσω να κοιτάξει. Ποιον άφηνε, ποια έκλαιγε, ποιοι την κοίταζαν αμίλητοι, ποιος της χαμογελούσε στο φευγιό της. Η λέξη την άρπαξε από τον λαιμό, κατέβηκε ώς την καρδιά, τη γράπωσε στα νύχια της. Φευγιό, ένα θηρίο αυτή η λέξη. Ένα θηρίο που θα την κατασπάραζε, ενώ εκείνη του αφηνόταν σαν άλλη Ανδρομέδα, δεμένη στον βράχο της θυσίας της. Μόνη της ετοίμασε τις αλυσίδες που την έδεσαν εκεί, μόνη της, καθώς ετοίμαζε τη βαλίτσα. Η μπουκαπόρτα έχασκε, την περίμενε. Γύρισε το κεφάλι, ούτε δάκρυ δε βρήκε κουράγιο να στάξει. Παραδόθηκε στο θηρίο. Έφυγε.