Μαρία Τζαρδή
Η τελευταία πτήση
Εύμαρος, 2018
Της Ελένης Πατσιατζή
«Τελευταία πτήση», ο
τίτλος του νέου βιβλίου της Μ. Τζαρδή. Όπως και στο προηγούμενό της, με τίτλο «Εξορία είναι η επιστροφή», έτσι και
στο πρόσφατο βιβλίο της η Τζαρδή έχει ευτυχήσει να μην έχει μόνο εξαιρετικά
ενδιαφέροντες τίτλους αλλά και εξαιρετικά, από άποψη αισθητικής, εξώφυλλα που μας προϊδεάζουν θετικά καλώντας
μας να προβληματιστούμε και να συνταξιδέψουμε αναγνωστικά. Το βιβλίο μάς
καλωσορίζει με ένα motto
του
Ντύλαν Τόμας: «Ο ψευτοήλιος και ο ήλιος λάμπουν στον ίδιο ουρανό μαζί με τη
σπασμένη σελήνη». Θέλω να συγκρατήσουμε αυτούς τους στίχους καθώς αποτελούν «κλειδί»
για την ανάγνωση και ερμηνεία του βιβλίου.
Το προηγούμενο βιβλίο της
ήταν μια συλλογή διηγημάτων με έντονο το φουτουριστικό, δυστοπικό αλλά και το
πολιτικό στοιχείο. Αυτή τη φορά, η συγγραφέας δοκιμάζει να εντάξει τα συγκεκριμένα στοιχεία
σε μεγαλύτερη αφηγηματική φόρμα. Μας προτείνει το βιβλίο ως «νουβέλα/
μυθιστόρημα». Αυτή η διαχωριστική κάθετος δείχνει πόσο πορώδη είναι, τελικά, τα
όρια αυτών των δύο ειδών στη σύγχρονη πεζογραφία. Αν με ρωτούσε κάποιος/α, θα το
κατέτασα στο «μυθιστόρημα», με κριτήριο το πολυπρόσωπο και πολυσύνθετο του
κειμένου, καθώς κατορθώνει να δημιουργήσει με επιτυχία ένα δικό του αυτόνομο
σύμπαν. Ωστόσο, σέβομαι την επιλογή και της νουβέλας, με μόνο, όμως, κριτήριο,
τον αριθμό των λέξεων, ένα κριτήριο σαφώς φορμαλιστικό, άρα και περιοριστικό.
Το κοινό στοιχείο ανάμεσα
στις δύο συγγραφικές προτάσεις της είναι η διαρκής προσπάθεια της Τζαρδή να αναδείξει, μέσω
της γραφής, τη ρευστότητα του χρόνου, του
κοινωνικού γίγνεσθαι, της ίδιας της ύπαρξης εντέλει. Παρελθόν-παρόν-μέλλον
συμφύρονται διαρκώς. Τεχνολογικές εξελίξεις συνυπάρχουν με τις προσωπικές
αντιστάσεις σε καθετί που θέτει σε αμφισβήτηση την ανθρώπινη υπόσταση και την
αξιοπρέπειά της. Η συγγραφέας δημιουργεί ένα λογοτεχνικό σύμπαν σαφώς
φουτουριστικό, τόσο οικείο όμως, που
μοιάζει με το πρόσφατο παρελθόν μας αλλά και όσα ήδη ζούμε. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα ενός πολύ κοντινού μέλλοντος είναι
διαρκώς παρόντα στο κείμενο (αεροχήματα, βιντεόφωνα) αλλά όλα παραμένουν ίδια
στον πυρήνα τους (ο έρωτας, η φιλία, η συγκίνηση της επαφής με την τέχνη, η
ανάγκη να ανάψεις ένα τσιγάρο κάθε φορά που νιώθεις ασφυκτική πίεση από όσα
συμβαίνουν ερήμην ή εν αγνοία σου). Όλα είναι
αλλιώς κι όλα ίδια στο σκηνικό που στήνει με επιδεξιότητα. Αν αναζητήσουμε την ατμόσφαιρα του βιβλίου θα διαπιστώσουμε πως παντού
κυριαρχεί το λευκό του χιονιού -και του θανάτου-, όλα είναι "παγωμένα", όπως και
ο χρόνος όταν όλα μένουν στάσιμα ή όταν συμβαίνουν καταστάσεις που μας
προκαλούν τρόμο ή δέος.
Αυτή τη φορά, ήρωές της είναι
μια ομάδα φίλων και συνεργατών ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Με αφορμή τον σταθμό
αυτό και τις εκπομπές του, ακολουθούμε τα μουσικά μονοπάτια στα οποία μας οδηγεί η συγγραφέας αλλά και
τις πολιτικές εξελίξεις στη δυστοπική, πολυπολιτισμική, πανοπτική, με τη φουκοϊκή
έννοια, κοινωνία όπου εκτυλίσσεται η δράση. Κοινωνικές ανισότητες, περιοχές
γκέτο, αστυνόμευση, πειθάρχηση, κυριαρχία ευγονικής αλλά και διαρκείς οι
επισημάνσεις της πως ο κόσμος αυτός δεν είναι μακρινός, είναι ήδη εδώ. Ήταν εδώ
και παλιότερα. Το σκηνικό, τελικά, είναι μια κοινωνία υπό επιτήρηση, όπως μας την έχει περιγράψει ο Φουκό αλλά και ο
Αγκάμπεν, δηλ. μια κοινωνία πειθάρχησης των σωμάτων, όπου κανείς δεν μπορεί να
ορίσει ούτε τη ζωή ούτε το θάνατό του. Από τη μια, ζωές «άξιες» να βιωθούν, σε προνομιούχες περιοχές και από την άλλη ζωές
«ανάξιες», «ζωές γυμνές», θα τις ονόμαζε ο Αγκάμπεν, σε περιοχές υποβαθμισμένες, όπου οι παρίες του
συστήματος ζουν με επιδόματα και διαρκή αστυνόμευση. Οι περιοχές γκέτο, όπως
περιγράφονται, θυμίζουν έντονα και τις φουκοϊκές ετεροτοπίες, συγκεκριμένα τις ετεροτοπίες απόκλισης . Στρατόπεδα
εγκλεισμού των διαφορετικών, των Άλλων. Σε αυτό το δυστοπικό σκηνικό, η μουσική
και οι φιλίες αποτελούν όχι μόνο τρόπους
διαφυγής αλλά και επιβίωσης. Τρόπους διατήρησης της ανθρωπινότητας. Όπως ακριβώς συμβαίνει ήδη, σήμερα.
Η παρέα του ραδιοφωνικού
σταθμού καλείται να αντιμετωπίσει μια μεταβατική περίοδο πώλησης της
επιχείρησης αλλά και εξαφάνισης του προηγούμενου ιδιοκτήτη και δημιουργού του
σταθμού. Μια περίοδο ξαφνικής "κρίσης". Η εξαφάνιση του Φίλιππου αλλάζει τις
ισορροπίες και δημιουργεί παράλληλα και μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που διατρέχει
την αφήγηση. Ο Φίλιππος, διαρκώς απών αλλά και παρών είναι εκείνος που ξεκινά (;)
για την «τελευταία πτήση». Τι είδους πτήση είναι αυτή; Προσπάθεια απεγκλωβισμού από μια
κοινωνία καταστροφής; Προς ποια κατεύθυνση; Τι μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο που
αισθάνεται ότι όλα γύρω του καταρρέουν; Η φυγή; Εάν ναι, φυγή προς τα πού; Μπορεί να είναι το
παρελθόν και οι μνήμες ο νέος
προορισμός; Μήπως ο θάνατος; Είναι νεκρός ο Φίλιππος ή ήταν ήδη νεκρός επειδή δεν
μπορούσε να προσαρμοσθεί και να βρει νέα νοήματα στις συνεργασίες και στις
ανθρώπινες σχέσεις; Εννοείται πως δεν θα δώσω απάντηση. Στο βιβλίο είναι διαρκείς οι στοχαστικές αναζητήσεις για το τι είναι αληθινό
και τι είναι παιχνίδι του μυαλού. Τι συνιστά ζωή και τι μπορεί να σημαίνει πορεία προς τον
θάνατο. Ερωτήματα τίθενται διαρκώς. Σε ποιο βαθμό ορίζουμε το παρόν και το μέλλον μας αλλά και τις μνήμες
του παρελθόντος μας; Πώς καθορίζεται το πλαίσιο μιας "ανάξιας" ζωής; Οι ήρωες και οι ηρωίδες κινούνται σε λαβύρινθους
του μυαλού αναζητώντας ένα εξαφανισμένο πρόσωπο που μάλλον είναι το δικό τους.
Μόνες σταθερές τους η τέχνη (η μουσική, εν προκειμένω αλλά και η λογοτεχνία) και τα αγαπημένα
πρόσωπα. Όπως όλων μας, εδώ που τα λέμε. Προφανώς, πρόκειται για κείμενο που
αγγίζει μείζονα ζητήματα της ύπαρξης, μια λογοτεχνική προσέγγιση της ανθρώπινης
κατάστασης, ιδίως μια απόπειρα προσέγγισης του φαινομένου του θανάτου. Διαρκείς
οι αλληγορίες και οι αναφορές σε απόπειρες ερμηνείας ψυχικών φαινομένων.
Όλα τα προηγούμενα
δείχνουν πόσο δύσκολο είναι να εντάξεις το συγκεκριμένο βιβλίο σε ένα σαφώς
προσδιορισμένο λογοτεχνικό είδος. Έχει στοιχεία που παραπέμπουν στη μυθοπλασία
της επιστημονικής φαντασίας, της αστυνομικής λογοτεχνίας, στοιχεία υπαρξιακά
αλλά και της λογοτεχνίας που θα μπορούσαμε
να χαρακτηρίσουμε αβίαστα ως «πολιτική». Θα σταθώ ιδιαίτερα στο πολιτικό
σκέλος του βιβλίου. Ας μην ξεχνάμε πως η λογοτεχνία έχει διττή φύση. Δεν
συνιστά μόνο καλλιτεχνική έκφραση αλλά είναι και φορέας κοινωνικών και
πολιτικών αντιλήψεων. Η Τζαρδή συνταξιδεύει με τον ήρωά της και τους αναγνώστες της σε ένα διαρκές
ταξίδι αυτογνωσίας με τελικό προορισμό τον θάνατο (ο θάνατος υπονοείται,
άλλωστε, ήδη από τον τίτλο). Δεν
αποφεύγει τα δύσκολα, αναμετράται μαζί τους και δεν ακολουθεί ένα κυρίαρχο,
πλέον, ρεύμα της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής που κυριαρχείται από ντοπιολαλιές
και νοσταλγικές μνημονικές καταθέσεις γύρω από την παιδική ηλικία. Οι ήρωές της
είναι ενήλικοι ή προσπαθούν να διαβούν το επώδυνο κατώφλι της ενηλικίωσης, της
αναμέτρησης δηλαδή με τον εαυτό τους και την πραγματικότητα. Να αντέξουν την
ύπαρξή τους. Αναζητούν απεγνωσμένα να διακρίνουν ποιος είναι ο «ήλιος» και ποιος ο «ψευτοήλιος»,
που αναφέραμε νωρίτερα, όταν όλα γύρω καταρρέουν και η «σελήνη είναι σπασμένη. Ο στίχος του Ντύλαν Τόμας, δεν μας
υποδέχεται τυχαία στην αρχή του βιβλίου.
Οι προσωπικές κρίσεις, οι
επαγγελματικές, οι ηλικιακές αλλά και οι κοινωνικές συνυφαίνονται μέσα στο
κείμενο μέσα από ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές (εναλλάσσεται η τριτοπρόσωπη
αφήγηση με την πρωτοπρόσωπη, ενώ οι διάλογοι δίνονται μέσα από μια γλώσσα
κοφτή, ασθματική με πολλές αναγωγές σε ποιητικά αποσπάσματα που σηματοδοτούν
τους κώδικες επικοινωνίας των φίλων). Άκρως ενδιαφέροντα και τα παρένθετα μέρη,
όπου οι φιλοσοφικές αναφορές εμπλουτίζουν το κείμενο. Πιο
συγκεκριμένα, στην αφήγηση παρεμβάλλονται σημεία προσωπικού στοχασμού όπως: «Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν πρέπει να γράφεις
αυτά που ζεις ή αν πρέπει να ζεις αυτά που γράφεις. Στην πραγματικότητα νομίζω
ότι μόνο ζω ή μόνο γράφω. Δεν υπάρχει λοιπόν ούτε ψυχή ζώσα σε αυτήν την
Απόλυτη Έρημο;» Η ίδια η συγγραφέας απαντά με το έργο της. Υπάρχουν ψυχές
σε αυτή την έρημο κι όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο: «Για να προχωρούμε μέσα στις ερημιές τραγουδώντας» (στίχος του Bruce Chatwin που
συναντάμε και στην αρχή αλλά και στο
τέλος του βιβλίου) κι αποτελεί άλλο ένα «κλειδί» ερμηνευτικής προσέγγισης.
Τελικά, αυτό που μας
προτείνει η Τζαρδή, είναι να "τραγουδάμε" με τη βοήθεια των στίχων, να "προχωρούμε", να συνεργαζόμαστε, να
υπερασπιζόμαστε τον Άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του με κάθε τρόπο - ένας από
όλους είναι και ο λογοτεχνικός με τις υπέροχες αλληγορίες του- ώστε, όποτε κι αν
ξεκινήσουμε για την «τελευταία πτήση» του ο/η καθένας/ μία, να έχουμε προηγουμένως ζήσει μια αξιοβίωτη ζωή.