Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Η Δρακοντιά




Για την «Δρακοντιά» του Στάθη Κοψαχείλη, που εκδόθηκε από το «Μελάνι» τον Οκτώβριο του ’15, έχουν γραφτεί ήδη αρκετά. Τώρα που ο κουρνιαχτός άρχισε να κατακάθεται, είναι καιρός για μια νηφάλια θεώρηση και κατάθεση κάποιων σκέψεων.
Ο Κοψαχείλης με τη συλλογή των δώδεκα ιστοριών «Η Δρακοντιά» αναψηλαφεί τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας, προκειμένου να καταγράψει την ανθρωπογεωγραφία της ιδιαίτερης πατρίδας του στο Λιτόχωρο Πιερίας. Στα διηγήματα αυτά μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίσει στιγμιότυπα και περιστατικά που και ο ίδιος άκουσε κάποτε περιφερόμενος στην ελληνική επαρχία, αν δεν τα έζησε ο ίδιος ή συγγενικά του πρόσωπα. Τα διηγήματα ξεκινούν με ένα στιγμιότυπο από το παρόν του αφηγητή, για να καταφύγουν στις μνήμες της παιδικής ηλικίας (κυρίως στη δεκαετία του '60) με αφορμή κάποιο εύρημα. Στο τέλος, κάνοντας κύκλο, επιστρέφουν στο αφηγηματικό «τώρα».
Δυο λόγια για το περιεχόμενο των ιστοριών:
Στο «Άσπονδοι εχθροί» πρωταγωνιστές ο «καθυστερημένος» Κολιός με την κουρούνα του και ο Παλιούρας με το λυκόσκυλό του.
Στο «Κόρακας κοράκου…», ένας κουστουμαρισμένος βοσκός, σφόδρα αντικομμουνιστής στα νιάτα του, που πάσχει από γεροντική άνοια και βρίσκει φριχτό θάνατο.
Στο «Πριν σαραντίσει» ο Σούλης, «το Φου», ένας αλαφροΐσκιωτος τύπος, και μια γάτα.
Στο «Τα χελωνάκια ανάποδα», οι χελώνες αποτελούν το πρόσχημα για να ξεχυθούν μνήμες από τις παραμονές της δικτατορίας. Το διήγημα κλείνει με ένα έξοχο αυτοσαρκαστικό σχόλιο.
Στο «Καφέ-Μπαρ “Τα κουκλάκια”»,  ιστορία με τριτοπρόσωπη αφήγηση που εκτυλίσσεται στο παρόν, ο Κώστας «ο γιατρός» θεωρεί χρέος του να μάθει σωστά ελληνικά σε δυο βουλγάρες που δουλεύουνε στο μπαρ που συχνάζει.
Στο ομώνυμο διήγημα «Η δρακοντιά», ο «Ξάπλας», τύπος κολλημένος στα ήθη και τις πρακτικές του παρελθόντος, χειροπράκτης για όσους αποζητούν τις υπηρεσίες του. Ένα χάσκι, ένα κάβουρας και μια οχιά συμπληρώνουν τα «πρόσωπα».
Στο «Χάθηκε η κλήρα του», πρωταγωνιστεί ένας γάιδαρος.
Στο «Το αυγό», ο Αποστόλης Βαρθαλαμής, ένας πεινασμένος άνθρωπος της Κατοχής, μια οχιά κι ένα αυγό. Για μένα, το καλύτερο διήγημα της συλλογής. Μια αλληγορία πάνω στο «αυγό του φιδιού» που εκκολάπτεται στην εποχή μας. «Στέκεται μπροστά στην πέτρα με τα πόδια ανοιχτά για να ισορροπεί καλύτερα, σηκώνει με τα δυο χέρια τη βαριοπούλα ψηλά και, αφού μένει για μερικές στιγμές έτσι ζυγίζοντάς τη, βγάζει μια άναρθρη κραυγή και την κατεβάζει με δύναμη πάνω στο πάλλευκο αυγό.»
Στο «Μόνο ένα παγούρι», επίσης θαυμάσιο κείμενο, πρωταγωνιστεί ο Γούλης Καλαμπούκας, γεννημένος το 1909, μπαρουτοκαπνισμένος, τραυλός, και αργότερα λαθρέμπορας. Με άδοξο κι αυτός τέλος.

Στο «Φοβία για τα μανιτάρια», ο μπαρμπα-Μίχος, παλιός αντάρτης στον Εμφύλιο, και ο φόβος του για τα μανιτάρια. Αντιγράφω το τέλος: «Έτσι που τον κοιτούσα, τον φαντάστηκα νέο, δεμένο πισθάγκωνα στην οξιά σαν τον Οδυσσέα να ουρλιάζει, παλεύοντας με τις δικές του σειρήνες. Ένα καρβέλι ζεστό ψωμί, στεγνό ρούχο κι ένα στρώμα να κοιμηθεί σαν άνθρωπος.»
Στο «Σφαχτό», ο Ζήνος που άθελά του έγινε αδελφοκτόνος και έκτοτε έχασε τα λογικά του.
Και στο τελευταίο διήγημα «Ο τσουτσουλιάνος», ο αφηγητής θυμάται τον πατέρα του και τις περιπέτειές του στον Εμφύλιο.


Οι ιστορίες του Κοψαχείλη δεν ταξινομούνται εύκολα σε κάποιο είδος. Άλλωστε, η «υποχρεωτική» κατάταξη θα αδικούσε το κείμενο. «Ηθογραφία»; «Νεο-ηθογραφία»; «Επαρχιακός εξωτισμός»; Δε νομίζω να επιστεγάζονται τα δώδεκα κείμενα κάτω από τέτοιες φωτεινές «μαρκίζες».
Οδηγός για την ανάγνωση του βιβλίου, η προμετωπίδα που επιλέγει ο ίδιος ο συγγραφέας, από το «Όνειρο στο κύμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη –κείμενο που χρόνια τώρα το διδάσκουμε στα σχολειά. «Ω! ας ήμην ακόμα βοσκός εις τα όρη!...» Έτσι κλείνει την αφήγησή του με μια ευχή που ηχεί σαν κραυγή γεμάτη παράπονο, εκφράζοντας τη λαχτάρα του για τη φυσική ζωή και τη σωτηρία, αναζητώντας με απόγνωση την απόδραση και τη λύτρωση από τη μιζέρια και την παρηγοριά για τη δυστυχία του. Ο αφηγητής γνωρίζει βέβαια ότι η ευχή του είναι ανεκπλήρωτη, αφού δεν είναι δυνατή η επιστροφή στο παρελθόν ούτε ο απεγκλωβισμός από το παρόν.


Διάβασα τις ιστορίες του Κοψαχείλη εναλλάξ με το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Ο στεναγμός των πενήτων», 16 δοκίμια για το έργο του Παπαδιαμάντη, προσπαθώντας να ανοίξω ένα γόνιμο διάλογο ανάμεσα στα δύο βιβλία, για να καταλάβω γιατί μάς γοητεύει τόσο πολύ ακόμα και σήμερα ο Σκιαθίτης και, παράλληλα, γιατί ασκούν τόσο έντονη έλξη τα κείμενα του Κοψαχείλη, αν και από πρώτη άποψη απουσιάζει η έντονη εξωτερική δράση. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο Κοψαχείλης έχοντας μυηθεί στη μαγεία της γλώσσας και του ήθους του Παπαδιαμάντη, αφουγκράζεται με χαμηλόφωνη ένταση τον στεναγμό ανθρώπων φτωχών, τσαλακωμένων, κατατρεγμένων, με κουσούρια, αδικημένων, ψυχικά τραυματισμένων, ξεχασμένων από την επίσημη Ιστοριογραφία του 20ού αι., χωρίς ταυτόχρονα αυτός ο στεναγμός να μένει απαρηγόρητος.
Η συγγένεια του Κοψαχείλη με τον μεγάλο διηγηματογράφο αφορά πρωτίστως τη δομή των κειμένων, τη γλώσσα και το ήθος των προσώπων.
Οργανώνει τη δράση, τη σκέψη και τον διάλογο των προσώπων σε ένα έντεχνο σχήμα πλοκής. Ενώ οι ιστορίες ξεκινούν από κάποιο «νατουραλιστικό» υπόβαθρο, στην πορεία περνούν σε έναν ιδιότυπο λυρισμό, που κορυφώνεται στο τέλος. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις ιστορίες της «Δρακοντιάς» και με αργό ρυθμό, θα νιώσει ότι το κείμενο μέσα από την εναλλαγή των εικόνων και την προσεγμένη επιλογή των λέξεων, εκπέμπει μια μουσικότητα, ένα σπαρακτικό –χωρίς ποτέ να γίνεται μελοδραματικό- τραγούδι που δονεί τις εσώτερες χορδές του αναγνώστη. Ο θάνατος, βασικό μοτίβο στα περισσότερα διηγήματα, υπογραμμίζει, μες στη σκοτεινιά, την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όλα αυτά ενταγμένα σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα, που δημιουργεί ο μακεδονικός μικρόκοσμος της ιδιολέκτου (γρεντιές, τρόχαλο, για να χουγιάξει, γκλαβανή, τορός, αριτσώθηκε, άρια, μυτίκια), της χλωρίδας, της πανίδας, των τοπωνυμίων, φιλοτεχνούν ένα έξοχο αισθητικό αποτέλεσμα, έναν σιωπηλό ύμνο για τη χαρμολύπη της ζωής. 

Θεωρώ ότι –αν εξαιρέσει κανείς τον πληθωρισμό κάποιων πραγματολογικών στοιχείων (που αδικούν το κείμενο) και την επιμονή στη σκιαγράφηση αποκλειστικά αντρικών χαρακτήρων (η γυναίκα απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά)- η συλλογή του Κοψαχείλη είναι από τα πλέον αξιανάγνωστα φετινά βιβλία. 

Διάβασα το βιβλίο συντροφιά με τον δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου "Της αγάπης γερακάρης"
(1996)