Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Σδρου



Σδρου
 (από τις "Δημόσιες Ιστορίες")

Μια ανθρωπινη φιγουρα με το κεφάλι κρυμμένο στα πόδια σωριάζεται κάθε Παρασκευή στα πλαϊνά σκαλιά της Ευαγγελίστριας. Τις υπόλοιπες μέρες χάνεται και τη θέση της παίρνουν εκ περιτροπής άλλες αξιοθρήνητες υπάρξεις που τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν με γεωμετρική πρόοδο. Από πού έρχονται και πού πηγαίνουν, ένας Θεός ξέρει.
Το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο με οδήγησε ένα χειμωνιάτικο πρωινό κοντά του. Τον παρατηρούσα καιρό τώρα με βλέμμα ερευνητικό.
- Καλημέρα παππούλη! Πώς μπορώ να βοηθήσω;
Ήταν ασάλευτος, άπνοος, απόκοσμος. Το πρόσωπό του, βαθιά χαρακωμένο σαν τη ρίζα αιώνιας ελιάς, μόλις αχνοφαινόταν μέσα στην παράξενη φορεσιά του. Ξεφτισμένη λιβρέα ή παλιά στρατιωτική στολή. Ύστερα από λίγα λεπτά αμηχανίας, κατάλαβα πως τουλάχιστον είναι ζωντανός. Μάλλον είχε καιρό να μιλήσει, γιατί από το στόμα του χύνονταν λόγια ακατάληπτα.
Το δεξί χέρι πετρωμένο με την παλάμη ανοιχτή, παγωμένη, να μην κλείνει, ούτε όταν πάνω της κατρακυλούσε κάποιο νόμισμα.
- Δεν θα σε πειράξω, να μιλήσουμε θέλω.
Διαισθανόμουν πως αυτός ο άνθρωπος ερχόταν από άλλα μέρη, άλλες εποχές. Με το ζόρι μου ’πε πως τον λέγανε Νικήτα. Μπαρμπα-Νικήτας, λοιπόν! Έμαθα πως γεννήθηκε στα μέρη του Αγιολιά. Πότε γεννήθηκε; Δεν απάντησε.
Μου ψηλάφισε το πρόσωπο, τα χέρια, για να καταλάβω αν είσαι φίλος ή εχθρός, μουρμούρισε. Βλέπω λίγο, όσο χρειάζεται. Το περσότερο μού είναι περιττό. Ένας υγρός αέρας φύσηξε απ’ τα νότια κουβαλώντας θύμησες παλαιικές μα ζωντανές. Ο ουρανός μαύρη πλερέζα σκίαζε το πρόσωπο του γέροντα κάνοντάς το ακόμα πιο ωχρό.
Τον μπαρμπα-Νικήτα τον συνάντησα άλλες δυο φορές. Τη βοήθειά μου δεν την καταδέχτηκε, όπως και την ελεημοσύνη κάποιων αρχόντων. Στην παντελόνα του είχε δυο άδειες από νομίσματα τσέπες και γεμάτες αλήθεια. Τις άδειασε και μου πρόσφερε απλόχερα γυμνές αλήθειες πικρές. Την τελευταία Παρασκευή δεν φάνηκε. Ίσως αρρώστησε, ίσως δεν άντεξε το κρύο, την πείνα, την αδιαφορία. Είχα συγκεντρώσει ήδη αρκετό υλικό για το επετειακό ρεπορτάζ μου.
*
Τα μάτια μου άρχισα να τα χάνω στην Αίγινα τo 18... Πολύ παλιά. Φάρμακα δεν είχα. Ποτέ δεν ζήτησα βοήθεια από κανέναν. Θέλημα Θεού! Καλύτερα έτσι. Τις ασχήμιες και τα δυστυχήματα οπού γίνονται σ’ αυτόν τον τόπο αιώνες τώρα δεν αντέχω άλλο να τα θωρώ.
Μικρός ήμουνα ξεφτέρι στον πήδο, στο τρέξιμο. Έπιανα τις πέτρες με τα χέρια μου – να, αυτά εδώ! - κι έβγαζαν ζουμί. Μεγάλωσα με τον καημό του σκλαβωμένου τόπου. Λεύτερη πατρίδα ήθελα να δω και ας πέθαινα. Έντεκα χρονώ έπιασα το ντουφέκι και μπήκα στο «μπουλούκι» του μπάρμπα μου του Θοδωρή. Παντρεύτηκα την Αγγελίνα, έκανα δυο κόρες κι ένα γιο. Τα παιδιά μου δεν τα χάρηκα. Η μάνα τους τ’ ανάθρεψε. «Εσύ είσαι η αγάπη μου μετά την πατρίδα», της είπα κι έφυγα. Οι συντρόφοι με φωνάζαν «Σδρου». Πάντα μπαίνοντας στη μάχη ένιωθα τον αέρα δυνατό στο πρόσωπο και στο κορμί μου. Σδρουουουου… και τους φάγαμε! Αέρα… Σδρουουουου!
Μετά τη μάχη πέτρωνε το δεξί μου χέρι κι η παλάμη έμενε ώρες κλειστή και πονούσε. Αρνιόταν επίμονα ν’ ανοίξει και ν’ αφήσει χάμου το σπαθί.
Στην Αίγινα, το 195... στο κολαστήριο ψυχών και σωμάτων, οπού ο μεγάλος κυβερνήτης έφτιασε ορφανοτροφείο, έφαγα χτυπήματα στα πέλματα, φοβερά, μου τσάκισαν τα πλευρά, μο ’βγαλαν τα νύχια… Μελλοθάνατος. Μας έσκισαν τα ρούχα και μας μαστίγωναν μέχρι που το δέρμα πέτσωνε και δεν το ’νιωθες. Οι δικοί μας. Κρεβάτια δεν μας έδιναν και κοιμόμασταν στις πλάκες. Νερό δεν υπήρχε. Το λίγο νερό ήταν υφάλμυρο, γεμάτο άμμο. Το συσσίτιο πείνας χαλνούσε την υγεία. «Νικήτα, κουράγιο!», μου ’λεγαν οι συγκρατούμενοι. «Μη λυγίσεις, να μην λυγίσουμε κι εμείς. Από οχτρούς ξέρεις». Ναι, τους οχτρούς τους ήξερα καλά. Τούτοι δω όμως ήταν άλλο πράμα. Το μπουντρούμι δεν το άντεχα. Όπως και τους προδότες. Είναι φορές που ακούω ακόμα τον ρόγχο του θανάτου.
Η μικρή μου κόρη λωλάθηκε. Δεν άντεξε. Ερχόταν επισκεπτήριο στις φυλακές να με δει και πάντα μ’ έβλεπε απ’ τη μέση και πάνω, πίσω από ψηλή διπλή σήτα και κάγκελα ενδιάμεσα. Ποτέ της δεν μπόρεσε να δει πόσο ψηλός ήμουν και τι χρώμα έχουν τα μάτια μου. Επέλεξε να με θυμάται νέο, δυνατό, όρθιο.
Θυμάμαι, είχα ξαναβρεθεί στο ίδιο κελί και το 193… Με άλλους επτά συντρόφους σκάβαμε υπόνομο τρεις ολάκερους μήνες με τα χέρια μας. Αχρηστέψαμε τα κάγκελα, τις σκοπιές, τα κάστρα, τα μπουντρούμια, και πετάξαμε μακριά. Όλη μου η ζωή ένας αγώνας. Μάχη στη μάχη, όταν με χρειαζόταν η πατρίδαž εκεί πρώτος βρισκόταν ο μπαρμπα-Νικήτας. Και το 195… πάλι εκεί. Νύχτες ολάκερες περίμενα την εκτέλεση, το χάραμα. Κι η αυγή δεν ερχόταν. Δεν ήρθε.
Μπορεί να υπόφερα πολλάž ποτέ δεν βαρυγκώμησα και ποτέ δεν είπα πικρή κουβέντα για την πατρίδα.
Δεν ξέρω αν θα ζω ή ποιοι θα επιβιώσουν. Κάποια μέρα, νιώθω θα γίνει ένας μεγάλος σεισμός κι η γης θα σχιστεί στα δυο. Άγγελοι σκαστοί απ’ τον ουρανό θα κατέβουν με τις ρομφαίες, πύρινες γλώσσες θα γλείφουν τους δρόμους της ντροπής, τα κτήρια συναλλαγών θα καταρρεύσουν, οι βολεμένοι δε θα βρίσκουν τόπο να σταθούν. Τότε όλοι θα καταλάβουν... έφτασε η ώρα οι φυλακισμένοι να σπάσουν τα δεσμά που οι αφεντάδες τούτου του κόσμου χάλκεψαν. Το κουφάρι μου θα χαθεί. Όμως το αίμα μου και τόσων άλλων συντρόφων θα στοιχειώσει τα όνειρά τους. Κάποια μέρα η πραγματικότητα θα εκδικηθεί. Το νιώθω. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
*
Σκέφτηκα πως αυτή θα ήταν μια καλή ιστορία για την εφημερίδα μου. Επινοημένη ή πραγματική, δεν έχει σημασία. Τα γεγονότα δεν μετράν, όσο η αλήθεια.
Ο μπαρμπα-Νικήτας ίσως και να μην λεγόταν έτσι. Μπορεί να ήταν ο Μαρίνος, ο Χαρίλαος, ο Μανόλης, ο Αλέκος, ο Νίκος, ο Στέφανος, ο Αντώνης, ο Λεωνίδας, ο Λευτέρης, ο Κώστας... (αιωνία τους η μνήμη). Δημοσιογραφική αδεία όλα επιτρέπονται.
*
Την Κυριακή του Τυφλού αποφάσισα ν’ ανάψω ένα κερί. Την ώρα που μπήκα στον ναό διάβαζαν τον Απόστολο:
Ο απόστολος Παύλος μαζί με τον Σίλα βρίσκονταν στους Φιλίππους. Για πολλές μέρες όμως, καθώς οι δύο Απόστολοι πήγαιναν στον τόπο της προσευχής, συνέβαινε κάτι το παράδοξο. Τους ακολουθούσε μια νεαρή δούλη που είχε μαντικό δαιμονικό πνεύμα και με τις μαντείες της αυτές έβγαζε πολλά κέρδη για τα αφεντικά της. Και κάθε τόσο φώναζε δυνατά: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου και μας φανερώνουν το δρόμο της σωτηρίας». Και το έκανε όχι για καλό σκοπό· αλλά για να ελκύσει την εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί με δολιότητα. Αγανακτώντας λοιπόν ο απόστολος Παύλος, στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε, και είπε στο δαιμονικό πνεύμα: «Σε διατάζω, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις από αυτήν». Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα έφυγε. Αλλά όταν τα αφεντικά της κατάλαβαν ότι θα έχαναν πλέον τα κέρδη τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά. Εκεί τους οδήγησαν στους στρατηγούς και είπαν: «Αυτοί οι Ιουδαίοι προκαλούν ταραχή στην πόλη μας και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα ανεπίτρεπτα για μας τους Ρωμαίους». Κι ενώ μαζεύτηκε πολύς όχλος εναντίον τους, οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ενδύματα των δύο Αποστόλων. Και διέταξαν να τους ραβδίσουν, μπροστά σ’ όλο εκείνο το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φρουρεί καλά για να μη δραπετεύσουν. Κι αυτός τους έβαλε στο βαθύτερο διαμέρισμα της φυλακής κι έδεσε σφιχτά τα πόδια τους, για να μην μπορούν να μετακινηθούν. Τα μεσάνυχτα όμως οι άγιοι Απόστολοι, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε, έψαλλαν ύμνους στον Θεό. Τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Κι άνοιξαν τη στιγμή αυτή όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες...
*
Πριν από μέρες μελετούσα κάποιες ανέκδοτες επιστολές αγωνιστών του ’21 για το αφιέρωμα που θα ’κανε η Εφημερίδα μου. Μεταξύ άλλων ανακάλυψα κι αυτή:
«Γενναιότατε και Φιλογενέστατε καπετάν Νικήτα»
Από γράμμα το οποίο έστειλον οι έφοροι των Αθηνών προς τον αγαπητόν μου καπετάν Αναγνώστην Παπαγεωργίου, είδον με μεγάλην χαράν ότι σε έκλεξαν στρατηγόν των εις την ετοιμασμένην εκστρατείαν. Η φρόνησις, η ανδρεία και η ειλικρινής φιλογένειά σου μου είναι γνωστή. Όθεν και δεν αμφιβάλλω ότι η έκβασις της εκστρατείας ταύτης θέλει είναι λαμπρά. Ύπαγε γενναίε, να εμψυχώσης υποκάτω εις τα βήματά σου τα λείψανα εκείνων των ενδόξων ανδρών, της οποίους εγέννησεν η Αττική, θαύμα των αιώνων και αθάνατον παράδειγμα πατριωτικών αρετών. Κατατρόπωσε τους τυράννους, καθάρισε την ιεράν εκείνην γην, την οποίαν εμόλυνον οι βάρβαροι και άπιστοι Αγαρηνοί. Υπό την στρατηγικήν σου οδηγίαν, ας ελευθερωθή η πόλις των Αθηνών δια να καταγραφή το όνομά σου πλησίον εις τα ονόματα του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους.
Εκ του στρατοπέδου της Τριπολιτσάς,
1 Σεπτεμβρίου 1821
*
Το άρθρο μου για το αφιέρωμα της Εφημερίδας είναι ήδη έτοιμο. Δεν ξέρω, βέβαια, αν ο αρχισυντάκτης θα το δημοσιεύσει ποτέ. Τέτοια κείμενα δεν είναι και πολύ δημοφιλή στις μέρες μας.
Για καλό και για κακό, για σένα λαθραναγνώστη μου, το κείμενό μου ολοκληρώνεται με τα τελευταία λόγια του Νικήτα:
“Ο μπαρμπα-Γιάννης μάς έλεγε κάποτε τούτα τα λόγια: Αλλοίμονο σ’ εκείνους οπού χύσανε το αίμα τους και θυσιάσανε το δικόν τους να ιδούνε την πατρίδα τους να είναι το γέλασμα όλου του κόσμου.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Έλεν-Έλλη Γκιάλη, "Ασάλευτες μνήμες"



 Κέδρος, 2015
Τέλη δέκατου όγδοου με αρχές δέκατου ένατου αιώνα. Εποχή των μεγάλων αυτοκρατοριών, των επαναστάσεων, των πληθυσμιακών μετακινήσεων αλλά και των σπουδαίων επιτευγμάτων. Οι νεοσύστατες, μικρές έως τότε, κοινότητες της Διασποράς στην Τεργέστη, στην Οδησσό, στη Μασσαλία, στη Βιέννη και στην Αλεξάνδρεια, που εκείνη την περίοδο ήταν υπό γαλλική κατοχή, συσπειρώνουν τους Έλληνες.
Η Αλεξάνδρεια, σημαντικός εμπορικός σύνδεσμος Ανατολής και Δύσης, συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό Ελλήνων, οι οποίοι καταφέρνουν να διακριθούν και να πλουτίσουν. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Μωχάμετ Άλη ενθαρρύνει και άλλους Έλληνες να έρθουν στη χώρα. Η κοινότητα των Ελλήνων αλλά και οι κοινότητες άλλων εθνικοτήτων, όπως των Αρμένιων και των Γάλλων, συντελούν στη δημιουργία μιας ακμάζουσας αστικής τάξης και θέτουν τα θεμέλια για την κοσμοπολίτικη ανάπτυξη της Αλεξάνδρειας.
Εν τω μεταξύ κηρύσσεται η Ελληνική Επανάσταση. Ο Ιμπραήμ πασάς, γιος του Μωχάμετ Άλη, αναλαμβάνει την καταστολή της στην Πελοπόννησο. Την περίοδο αυτή πολλοί Έλληνες αιχμάλωτοι στέλνονται δούλοι στην Αίγυπτο. Μέσα από τις αφηγήσεις των οικείων τους, που ήρθαν να τους αναζητήσουν, καθώς και από τις μαρτυρίες των Ευρωπαίων διπλωματών, ξετυλίγεται η ιστορία τους. Οι πιο τυχεροί από αυτούς, αφού απέκτησαν την ελευθερία τους, επέστρεψαν στην πατρίδα ή ενσωματώθηκαν στην ελληνική παροικία. Άλλοι όμως χάθηκαν στις φυλακές και στα χαρέμια της Ανατολής.
Σημαντικός σταθμός το οικονομικό κραχ του 1870. Έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με όλα τα κραχ που ακολούθησαν σε αδύναμους λαούς με ανεπτυγμένο πολιτισμό. Ένας μεγαλομανής χεβίδης και μια ασύδοτη αυλή κυβερνώντων είναι σοβαροί λόγοι για να τους προσεγγίσουν, υποκινούμενοι από τις Μεγάλες Δυνάμεις, δανειστές όπως οι Ρότσιλντ.
Αυτή η Αλεξάνδρεια, ο τόπος όπου το 1863 γεννήθηκε ο Κ. Π. Καβάφης, αποτελεί το σκηνικό στο οποίο οι ήρωες του βιβλίου βιώνουν τις ματαιώσεις τους, αμφισβητούν, τολμούν, ερωτεύονται και μας προσκαλούν σ' ένα γοητευτικό ταξίδι πίσω στο χρόνο.

Υπάρχουν δύο τρόποι θέασης της πραγματικότητας: ένας ιστορικός και ένας λογοτεχνικός. Ο πρώτος μάς επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα και τα πρόσωπα πανοραμικά, σε κλίμακα μακροσκοπική, ως μέρη ενός συνόλου. Αντίθετα, η λογοτεχνική θέαση μάς επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα καλειδοσκοπικά, σε κλίμακα μικροσκοπική, ως ένα πεδίο ποικίλων, ετερόκλητων, συχνά αντικρουόμενων λόγων-δράσεων-πεποιθήσεων των ατόμων, από την έκβαση των οποίων καθορίζεται ο ρους της ιστορίας. Ουσιαστικά πρόκειται γι’ αυτό που λέγεται στην αφηγηματολογία «θέαση με μηδενική εστίαση» και «θέαση με εσωτερική εστίαση».
Το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε, αν και αντλεί άφθονο υλικό από πολλούς ανθρώπους και μαρτυρίες από μιαν άλλη εποχή, πολύ μακρινή σε μας, ωστόσο μιλάει με τρόπο εμφατικά λοξό για τη δική μας εποχή, για τη δική μας ζωή. Όπως έχει πει άλλωστε και η Ρέα Γαλανάκη «το παρελθόν δεν υπάρχει στην τέχνη παρά μόνο σαν καθρέφτης της δημιουργικής αυτογνωσίας».
Αν και δυσκολεύομαι να εντάξω το βιβλίο σε ένα είδος –ιστορικό μυθιστόρημα ή ιστορική πεζογραφία- για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: η συγγραφέας με τον μεγεθυντικό φακό της πένας της αποκρυπτογραφεί μια αθέατη πραγματικότητα, την Αλεξάνδρεια του 19ου αι.
 «Οι πόλεις είναι σαν τους ανθρώπους. Ενηλικιώνονται, ομορφαίνουν και ωριμάζουν». Ένα μυθιστόρημα για την Αλεξάνδρεια και τους ανθρώπους της.  Γιατί ένας τόπος, όπως έχει πει και ο Ελύτης, είναι η αντανάκλαση της ψυχής των ανθρώπων του σ’ αυτόν. «Την είπαν μάγισσα, εταίρα, εκμαυλίστρια, ερωτική, αλλά στην ουσία ποτέ δεν κατακτήθηκε ούτε παραδόθηκε σε όσους τη βίασαν και τη λεηλάτησαν. Δόθηκε σε όσους την αγάπησαν, την ύμνησαν, την κατέστησαν αιώνια με την αφοσίωση και την αγάπη τους. Και αυτή, γενναιόδωρη και υποταγμένη, τους κράτησε στον κόρφο της… Η Αλεξάνδρεια μοιάζει με γυναίκα, έγραψαν οι λόγιοι. Σε σαγηνεύει, σε γοητεύει, σε προκαλεί, σε δοκιμάζει, αλλά δεν υποκύπτει πάντα. Αν την κερδίσεις, σε κρατάει για πάντα στην υγρή αγκαλιά της. Δύσκολο να ξεφύγεις. Γιατί αυτός ο γάμος δύσκολα λύνεται».
 Η συγγραφέας με το βιβλίο της γράφει έναν ύμνο για την τελευταία αναλαμπή αυτής της πόλης και των Ελλήνων, λίγο προτού ξεκινήσει η παρακμή, την οποία με έκτυπο τρόπο αποτυπώνει ο Καβάφης στα ποιήματά του. Αναφέρομαι στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» , όπου ο ποιητής  μεταμορφώνει την Αλεξάνδρεια σε ρωμαϊκή πόλη, μια ένδοξη πόλη, που όμως δεν είναι πια ικανή να αντικρίσει τον εαυτό της στο φως των εξελίξεων. Ο Καβάφης κατασκευάζει την πόλη αυτή στα πρότυπα της δικής του για να καθρεφτίσει καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα από τα μάτια των προσώπων του ποιήματος παρουσιάζει τους βαρβάρους που έπαψαν να είναι «βάρβαροι», συνεπώς δεν μπορούν πια να την κατακτήσουν, δεν μπορούν καν να υπάρξουν ως αναζωογονητική δύναμη − έτσι εξαφανίζονται από την σκηνή της ιστορίας. Επί της ουσίας, όμως, η πόλη που περιγράφει είναι η ίδια η Αλεξάνδρεια, που βιώνει την ίδια παρακμή, η λάμψη της αργοσβήνει, ούτε τα καλύτερα πετράδια των βασιλέων δεν μπορούν πια να επαναφέρουν την παλιά της αίγλη,  αφήνοντάς την έρμαιο της αναπότρεπτης μοίρα της, της αμετάκλητης φθοράς της. Άλλωστε, ούτε και ο ίδιος ο ποιητής δεν λυτρώνεται από την ίδια κατάρα. Το επιβεβαιώνει και ο Καζαντζάκης στην αναφορά του στη συνάντησή τους στη Αλεξάνδρεια «Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου της παρακμής… Μια πολύπλοκη βαρυφορτωμένη ψυχή της παρακμής».
Θα έλεγα πως το βιβλίο της Γκιάλη αποτελεί την πληρέστερη εισαγωγή στην ποίηση του μεγάλου Αλεξανδρινού, για να κατανοήσει ο αναγνώστης εκείνους τους στίχους από το αποκηρυγμένο ποίημα «Μνήμη» του 1896:
Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
      του αχαρίστου όχλου των θνητών.
Είν’ οι θεοί αθάνατοι. Aπό τα βλέμματά μας
     τους κρύπτουσι νεφέλαι αργυραί.
Ποίημα που αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ του παλιού και του νέου, ανάμεσα στην παλιά θρησκεία και τη νέα, ή στο είδος εκείνο της νέας εμπειρίας που έρχεται να επισκιάσει την παλιά μαζί με τις αξίες του κλασικού κόσμου, ενώ τα ποιητικά πρόσωπα που επιλέγει ενεργούν κι αυτά πίσω από το προσωπείο μιας εύλογης ιστορίας για να βοηθήσουν τον αναγνώστη να συλλάβει αυτή τη βαθμιαία απώλεια των παλαιών τρόπων της πόλης του, αλλά και τη συνέπεια μιας τέτοιας σύγκρουσης.
Τελικά, η Αλεξάνδρεια του μύθου και της ιστορίας, η Αλεξάνδρεια της Γκιάλη αλλά και του Καβάφη και του Τσίρκα είναι το φως που καταυγάζει τα οικουμενικά θέματα και τις διαχρονικές ανησυχίες των ανθρώπων και ξεγυμνώνει τα πάθη των ανθρώπων. Είναι η μήτρα και το λιμάνι στο οποίο επιστρέφουν οι άνθρωποι για να βρουν τη σωτηρία της ψυχής τους.
Η Ελένη, πρόσωπο της ιστορίας μας, γυναίκα βασανισμένη και προδομένη, στα εξήντα της χρόνια έρχεται στην Αλεξάνδρεια, για να περάσει την υπόλοιπη ζωή της μαζί με την Ολυμπία, δυο γυναίκες που αγάπησαν με πάθος τον Σπυρίδωνα.
«Ένιωθε σήμερα ότι, μέσα από όλες αυτές τις απώλειες που βίωσε, η ζωή την αντάμειψε διαφορετικά. Σαν να ξεκινούσε από την αρχή. Σαν ένα θεϊκό χέρι να της απάλυνε όλους τους συσσωρευμένους πόνους που συνάντησε στα αλλεπάλληλα τα ξίδια της. (…) Υπάρχει πολύς πόνος στον κόσμο» έλεγε. «Υπάρχει όμως και κάποιος που με χρειάζεται…»
 Ο μύθος περιέχει την ιστορικότητα και η ιστορικότητα με τη σειρά της ενοφθαλμίζεται στον μύθο που συγκροτεί η οικογένεια του Φιλόθεου και της Αρετής, του Νικόδημου και της Ευδοκίας, του Πυθέα και της Αιμιλίας, της Ροδάμνης και του Σπυράγγελου.
Πρόθεση της συγγραφέως, κατά τη γνώμη μου, είναι -ακολουθώντας την ιστορική μέθοδο του Καβάφη- να ρίξει λοξή ματιά στο σήμερα του ελληνισμού, μιλώντας για την Αλεξάνδρεια και τους ανθρώπους της στην 50ετία του Μωχάμετ Άλη και ειδικότερα στο διάστημα 1816-1879.
Μέσα στην πληθωρικότητα των ιστορικών στοιχείων, που αποτελούν πολύτιμο εφόδιο για την ιστορική συνείδηση των νέων ανθρώπων, θίγει ουσιαστικά ζητήματα:
·           την πολυπολιτισμικότητα
·           τις διαχρονικές αξίες του ελληνισμού
·           τη νέα ταυτότητα
·           το Ανατολικό Ζήτημα
·           τον δανεισμό και την πτώχευση
·           την ξενοκρατία
·           την πρόσληψη των προσφύγων
·           τη σχέση πόλης και ανθρώπων
·           τον θεσμό της χορηγίας και της ευεργεσίας
·           τη θέση της γυναίκας
Η Γκιάλη με οδηγό τη βιωμένη μνήμη του αίματος που σπαρταρά μέσα της μένοντας αναλλοίωτη, βυθίζεται στο σώμα της Αλεξάνδρειας του 19ου αι. και των ανθρώπων, επώνυμων και μη, για να μας διηγηθεί την ιστορία τους και έτσι να μνημειώσει λογοτεχνικά ένα κομμάτι από την ιστορία του ελληνισμού, που σε διαφορετική περίπτωση θα το έτρωγε το σκοτάδι της λήθης. Άλλωστε ποιος θα μιλήσει για όλα αυτά, τα μείζονα και τα ελάσσονα, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά που την ίδια στιγμή καθορίζουν την ταυτότητά μας;
Η συγγραφέας στηριζόμενη σε πραγματικές μαρτυρίες και σε έναν μοναδικό πλούτο πληροφοριών, τις οποίες επεξεργάστηκε με πολύ μόχθο, χτίζει με αυτά τα στέρεα υλικά τη μυθοπλασία της με κυρίαρχο άξονα τον από μηχανής θεό, τον Έρωτα, που ενώνει τους ανθρώπους και επουλώνει τις πληγές.
 Το βιβλίο της Γκιάλη δίκαια πρέπει να πάρει τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των βιβλίων της ιστορικής αφηγηματογραφίας, δίπλα στα Μυστικά του Βάλτου της Π. Δέλτα, στους Μαυρόλυκους του Θανάση Πετσάλη Διομήδη, την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Ά. Τερζάκη, τη Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη, τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, το Πλατύ Ποτάμι του Μπεράτη. Ή τα πιο πρόσφατα: τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά της Ρέας Γαλανάκη, τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 του Θανάση Βαλτινού, ή τη Ζαΐδα, ή η καμήλα στα χιόνια του Αλέξη Πανσέληνου.
Ο κατάλογος είναι µακρύς. Μεγάλη η συγκοµιδή που πλουτίζει τα Νεοελληνικά µας Γράµµατα. Πολλοί και καταξιωµένοι οι συγγραφείς που καταπιάστηκαν µε το δύσκολο και απαιτητικό είδος του ιστορικού µυθιστορήµατος, γιατί άλλωστε πολυτάραχη και πολυκύµαντη είναι και η ιστορία αυτού του τόπου.  
 Θα ήθελα λοιπόν να σταθώ από την πλευρά μου, με την ιδιότητα ενός μάχιμου δασκάλου που αγαπά τη λογοτεχνία, στην παιδαγωγική διάσταση του βιβλίου της κας Γκιάλη. Αυτό που λέμε ιστορικό μυθιστόρημα συνιστά έναν ισχυρό δεσμό, που μπορεί να συνδέσει τη νεότητα με το ιστορικό παρελθόν της, το ατομικό και το ομαδικό, το φυλετικό και το εθνικό. Μέσα από την κατάκτηση της εθνικής ιστορικής γνώσης, τη γνωριμία της παράδοσης και την οικείωση του εθνικού πολιτισμού, ο νέος άνθρωπος αποκτά πολύτιμα μέσα για να προχωρήσει συνειδητά στην αναζήτηση του εαυτού του και του κόσμου του. Όπως εύστοχα έχει πει ο Μαρσέλ Προυστ: «Το πραγματικό ταξίδι της ανακάλυψης γίνεται όχι όταν αναζητεί  κανείς νέους τόπους, αλλά όταν αποκτά νέα μάτια». Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι  ένα από τα αποτελεσματικότερα και γοητευτικότερα μέσα, προκειμένου ο νέος άνθρωπος να προσδιορίσει το προσωπικό του στίγμα, να οδηγηθεί με ασφάλεια στο μέλλον, να γνωρίσει και να νοηματοδοτήσει την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής του.
Και η Γκιάλη ακριβώς αυτό προσφέρει στον υποψιασμένο αναγνώστη του βιβλίου της: «νέα μάτια», μια νέα οπτική θέασης των πραγμάτων περασμένων και τωρινών, μια ματιά πλατιά που ο κόσμος –κατά τον Ελύτη- γίνεται όμορφος στα μέτρα της ψυχής.
Μέχρι σήμερα αντιμετωπίζαμε την Ιστορία ως πηγή έμπνευσης για τη Λογοτεχνία. Με το βιβλίο της Γκιάλη η Λογοτεχνία γίνεται εργαλείο για τη διαθεματική διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας στο σχολείο, και μαρτυρία μείζονος ιστορικής σπουδαιότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, και ο μυθιστοριογράφος είναι ένας ιστορικός της εποχής του, και το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η μυθιστοριοποίησης της Ιστορίας. Ο Ιωάννης Νεράντζης στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Λογοτεχνία και ιστορία, αμφίδρομη σχέση» γράφει: «Διδάσκοντας κα μαθαίνοντας Ιστορία με σύθρονη τη Λογοτεχνία, διδάσκουμε και μαθαίνουμε με έναν άλλο τρόπο, τον βιωματικό, με διττό μαθησιακό αποτέλεσμα: αφενός γνωσιολογικό, αφετέρου συναισθηματικό».
 Σε εποχές ζόφου και σκεπτικισμού όπως είναι η σημερινή, χρειαζόμαστε όσο τίποτα την ιστορική αφηγηματογραφία για να αποκτήσουμε τη σωστή συνείδηση του ελληνισμού. Λέει η συγγραφέας στη σελ. 371: Γνώριζαν την ιστορία του τόπου τους οι Αλεξανδρινοί. Ήξεραν ότι το πνεύμα της Ελλάδας ζει στην Αλεξάνδρεια, κι ότι με τον τρόπο αυτό ανήκει πια όχι μόνο σ’ εκείνη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. «Όσο θα υπάρχει Αλεξάνδρεια», άκουγαν να λένε, «θα είναι δύσκολο να παραμεριστεί η σκιά των Ελλήνων. Η στάχτη τους θα βρίσκεται για αιώνες στην Αίγυπτο».
Όπως και ο Σεφέρης έτσι και η Γκιάλη σε όλο το βιβλίο της αναφέρεται στην έννοια του ελληνισμού, δηλ. στον ελληνικό πολιτισμό και στην παιδεία αυτού του λαού· μια έννοια πολιτισμική που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, μέσα από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κι η απέραντη τούτη διασπορά ήτανε φυσικό να έχει ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Ο ελληνισμός δουλεύτηκε, πλάστηκε, αναζωoγoνήθηκε από ιδιοσυγκρασίες άλλοτε ελληνικές και άλλοτε όχι, έως την εποχή της Αναγέννησης- κι από την εποχή εκείνη από ιδιοσυγκρασίες διόλου ελληνικές και που έδρασαν έξω από τις ελληνικές χώρες. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά την Αναγέννηση ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης ιδιοποιήθηκε τον ελληνισμό και τον μετέτρεψε σε «ευρωπαϊκό ελληνισμό».
 Η Γκιάλη φιλοτεχνεί με εξαιρετική γλωσσική δεξιοτεχνία, που σέβεται τον αναγνώστη, το πορτρέτο του ελληνισμού της Διασποράς, χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης. Μιλά για τους «ψυχωμένους Ρωμιούς» όπως χαρακτηριστικά τους ονομάζει ο Φιλόθεος, δηλ. για όσους μετέχουν της ελληνικής παιδείας. «Έλληνας είναι αυτός που, ενώ αναγκάζεται να αφήσει την πατρίδα του, προκόβει έξω και προσφέρει με τον τρόπο του τόσο στη χώρα που τον φιλοξενεί όσο και στην πατρίδα του». (σελ. 246) Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, «αν η Ευρώπη αποτελεί το σώμα αυτής της ηπείρου, η Ελλάδα είναι η ψυχή της», σύμφωνα με τα λόγια του Μωχάμετ Άλη. Η Γκιάλη ως συγγραφέας και ως πνευματικός άνθρωπος που ζει κινούμενη στα ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ρεύματα της εποχής μας, δίνει με το βιβλίο της τον ανθρώπινο παλμό, τη συναισθηματική φόρτιση της αλεξανδρινής ατμόσφαιρας, την οποία αδυνατεί να αναπαραστήσει η ψυχρή ιστοριογραφία, το αρχειακό υλικό ή το απομνημόνευμα, τα οποία, ωστόσο, μελέτησε εξονυχιστικά.
 Η Πην. Δέλτα σε επιστολικό της κείµενο προς τον Αλ. ∆ελµούζο έγραφε:  «…..θέλησα να συγκινήσω σηµερινά παιδιά, να ξυπνήσω µέσα τους σηµερινά µεγάλα αισθήµατα… Σκοπός µου δεν είναι να κάµω µια πιστή εικόνα µιας πεθαµένης εποχής, αλλά να κάµω σηµερινά Ελληνόπαιδα να σκεφθούν, και αν είναι δυνατόν, να ξυπνήσω µέσα τους όµορφα και µεγάλα ιδανικά». Ασφαλώς κάτι παρόμοιο πετυχαίνει και η Γκιάλη με το πολυσέλιδο μυθιστόρημά της.
 Το ιστορικό µυθιστόρηµα και κάθε έργο γενικότερα, πέρα από την επιτυχή αναβίωση µιας περιόδου, δικαιώνεται µόνο στον βαθµό που µπορεί να απευθυνθεί κατά τρόπο ουσιαστικό στον αναγνώστη µεταγενέστερων χρονικών περιόδων. Αυτό συµβαίνει όταν θίγει διαχρονικά προβλήµατα, ανατέµνει σε βάθος ανθρώπινους χαρακτήρες, προβάλλει αξίες και ιδανικά άφθαρτα ή πάντως επίκαιρα για κάποιες εποχές. Όταν τέλος, ο αναγνώστης στο κείµενο θα αναγνωρίσει αναλογίες και αντιστοιχίες µε τα προβλήµατα και τις αναζητήσεις της δικής του κοινωνίας, της δικής του εποχής.
Με αυτά τα μέτρα, το έργο της Γκιάλη δικαιώνει απόλυτα τις προθέσεις της δημιουργού του.