Τὸ δωμάτιον εἰς τὸ
ὁποῖον ἡ κυρία Σοφία μᾶς ὁδήγησεν, ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ μεθ' ὅλην τὴν
γενομένην ἐντὸς αὐτοῦ μεταβολήν, ἐφαίνετο νέας γυναικὸς κοιτών. Τὸ διατί
δύσκολον νὰ τὸ διασαφήσω, ἀλλ' ἀμέσως ἐννοήσα ὅτι μᾶς παρεχωρήθη τὸ δωμάτιον
τῆς θυγατρὸς τοῦ κυρίου Μελέτη. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἐτόλμησα νὰ ἐκφράσω τὰς
περὶ τούτου σκέψεις μου ἐνώπιον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς νέας.
Ἑκατέρωθεν τοῦ
παραθύρου, πρὸς μὲν τὰ δεξιὰ ἔκειτο κλίνη σιδηρὰ ἁπλουστάτη ἀλλ' ἀποπνέουσα
παρθενικόν τι ἄρωμα, ἀριστερόθεν δὲ ὑπῆρχεν ἄλλη κλίνη, στηθείσα ἐκ τοῦ
προχείρου εἰς τρίποδα. Ὅτι δὲ ἐστήθη ἐκεῖ χάριν τῆς περιστάσεως, ἐμαρτύρουν
τὰ ὄπισθεν αὐτῆς ἴχνη τοῦ ἑρμαρίου, τὸ ὁποῖον ἐξώσθη τοῦ δωματίου διὰ νὰ
τοποθετηθεῖ ἡ κλίνη.
«Πῶς θὰ μοιρασθεῖτε
τὰς κλίνας;», εἶπε μειδιὼν ὁ γέρων, ἐνῶ ἡ ἀδελφή του ἔριπτε περὶ ἑαυτὴν τὸ
βλέμμα διὰ νὰ ἴδει μὴ λείπει ἢ μὴ ἐλησμονήθη τι.
«Θὰ ρίψομεν κλῆρον»,
ἀπεκρίθην γελών. «Ἄλλως δὲ καὶ αἱ δύο φαίνονται ἐξαίρετοι καὶ δὲν θὰ
μαλλώσομεν μὲ τὸν Νίκον» […]
«Νὰ φύγομεν», εἶπε. «Νὰ φύγομεν ἀπ' ἐδῶ μίαν
ὥραν ἀρχήτερα!».
«Καλά, Νίκο! Τώρα νὰ
φύγομεν δὲν εἶναι δυνατόν. Ἂς περάσομεν τὴν νύκτα καὶ αὔριον βλέπομεν. Ἂς
πλαγιάσομεν τώρα».
«Νὰ πλαγιάσομεν! Ποῦ
ὕπνος».
Μετὰ κόπου καὶ μόχθου
τὸν ἔπεισα, ὄχι νὰ κοιμηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἐκδυθεῖ καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ εἰς τὸ στρῶμα,
διὰ νὰ δώσω δὲ τὸ καλὸν παράδειγμα, ἤρχισα νὰ ἐκδύομαι. Ἀνεφύη τότε νέον
ζήτημα: Εἰς ποίαν κλίνην θὰ κοιμηθῶ ἐγώ. Ἤθελα νὰ λάβει ἐκεῖνος τὴν σιδηράν,
διότι ἐφοβούμην μὴ αἱ σανίδες τῆς ἄλλης χορεύουσαι τὴν νύκτα ἐπάνω εἰς τὰ
τρόποδά των δώσουν νέαν ἀφορμὴν ταραχῆς εἰς τὰ ἀρκούντως ἤδη ταραγμένα νεῦρα
του. Ἀλλ' ὁ Νίκος δὲν ἐπείθετο. «Ἐγώ, ὁ εἰς ἀνάρρωσιν, ἔπρεπε νὰ λάβω κατοχὴν
τῆς καλυτέρας κλίνης − καὶ τί θὰ ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου−, καὶ ἐπιτέλους χρεωστῶ
νὰ τὸν ὑπακούω διότι ἦτο μεγαλύτερος». Ἐνέδωσα διὰ νὰ δοθεῖ πέρας εἰς τὴν
συζήτησιν, ἀφοῦ ὅμως τὴν παρεξέτεινα ἐπίτηδες ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν, ἐπὶ σκοπῷ νὰ δώσω
νέαν διεύθυνσιν εἰς τὰς σκέψεις του. Ἐνόμισα δὲ ὅτι τὸ κατόρθωσα ἰδὼν αὐτὸν ἐπιτέλους
ἐκθηλυκώνοντα τὰ κομβία του, καὶ ἤρχισα νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ κοιμηθῶμεν.
Ἀλλ' ἀγνοῶ ὑπὸ τίνος
σκέψεως κινούμενος, ὁ εὐλογημένος, διέκοψεν αἴφνης τὰς πρὸς κατάκλισιν
προετοιμασίας καί, ἀφοῦ πρῶτον ἐκλείδωσε τὴν θύραν, ἐπεδόθη εἰς λεπτομερὴ ἐξέτασιν
τοῦ δωματίου. Ἕως καὶ τὰς κρεμαμένας σινδόνας ἀνεσήκωσε διὰ νὰ ἴδει μὴ
κρύπτεταί τι ὑπὸ τὰς κλίνας. Ἀφοῦ δὲ ἠρεύνησε τὰ ἐπὶ τοῦ πατώματος, ἤρχισε νὰ
ἐξετάζει καὶ τὰ ἐπὶ τῶν τοίχων. Παρηκολούθουν τὰς κινήσεις του ἐν σιωπῇ,
μειδιὼν λάθρα διὰ τὴν ἀνησυχίαν του.
Ὑπεράνω τῆς κλίνης του
ἐκρέμαντο ἐπὶ τοῦ τοίχου τρεῖς εἰκόνες· ἐν τῷ μέσῳ ἡ Παναγία, ἑκατέρωθεν δὲ ὁ
ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Κάτωθεν τῶν εἰκόνων ἦτο καρφωμένον
ἐπὶ τοῦ τοίχου, διὰ τεσσάρων καρφίων ὀρειχαλκίνων, ὕφασμα ἐπίμηκες κεντητόν.
Ἐφαίνεται ὅτι ἐτοποθετήθη ἐκεῖ πρὸς τιμὴν τῶν εἰκόνων ὑπὸ γυναικείας
φιλαρέσκου χειρός. Τὸ κέντημα δὲν εἶχε τι τὸ ἀξιοπερίεργον, ἀλλ' ὁ Νίκος τὸ
περιειργάζετο μετὰ πολλῆς προσοχῆς. Κρατὼν διὰ τῆς ἀριστερᾶς του λύχνον,
ἀνεσήκωνε διὰ τῆς δεξιᾶς τὴν μεταξὺ τῶν καρφίων πλευρὰν τοῦ ὑφάσματος βλέπων
τὸ ὑπὸ τὸ κέντημα. Αἴφνης γονατίζει ἐπὶ τῆς κλίνης, πλησιάζει τὸν λύχνον εἰς
τὸν τοῖχον καὶ κύπτει τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ ἴδει καλύτερα. Ἔπειτα, χωρὶς νὰ προφέρει
λέξιν, προσπαθεῖ διὰ τῶν δακτύλων ν' ἀποσπάσει τοῦ τοίχου τὸ ἐπὶ τῆς κάτω
γωνίας καρφίον.
«Τί κάμνεις ἐκεῖ;»,
ἠρώτησα πλησιάζων.
Τὸ καρφίον δὲν
ἀπεσπᾶτο εὐκόλως.
«Τί εἶναι αὐτά, Νίκο!
Δὲν ἀρκεῖ ὅτι ὠτακουστοῦμεν, θ' ἀρχίσομεν τώρα καὶ ν' ἀνοίγομεν τοὺς
τοίχους!».
Ὁ Νίκος δὲν ἀπεκρίθη,
ἀλλ' ἐξηκολούθησε τὴν ἐργασίαν του. Τὸ καρφίον ἐνδίδον εἰς τὸν κλονισμὸν τῶν
δακτύλων του ἐχαλαρώθη βαθμηδὸν καὶ ἐξήχθη ἀπὸ τὸν τοῖχον καὶ ἀπὸ τὸ κέντημα.
Ὁ Νίκος γονατιστὸς ἐπὶ τῆς κλίνης, ἀνεσήκωσε μὲ τὴν μία χείρα τὸ ὕφασμα,
φωτίζων διὰ τῆς ἄλλης τὰ ὑπ' αὐτό. Ὁ τοῖχος ἦτο ζωγραφισμένος.
Ὁμολογῶ ὅτι, ὑπὸ τὴν
πρόσφατον ἔτι ἐντύπωσιν τοῦ τρόμου καὶ τῶν ψιθυρισμῶν τῆς κυρίας Σοφίας, καὶ
τοῦ μυστηρίου, τοῦ προφανῶς ἀναγομένου εἰς τὴν ἄγνωστον νέαν, τῆς ὁποίας τὸν
θάλαμον κατείχομεν − κατὰ τῆς σιωπῆς τῆς εὐρείας ἐκείνης ἀρχαίας οἰκίας −ὑπὸ
τὸ φῶς τοῦ λύχνου τρέμοντος εἰς τὴν χείρα τοῦ Νίκου−, ὁμολογῶ ὅτι δὲν ἔβλεπα
μὲ ψυχρὰν ἀδιαφορίαν τὴν ἐπὶ τοῦ τοίχου εἰκόνα, τὴν ὁποίαν μετὰ δέους
παρετήρη ὁ ἐξάδελφός μου.
Ἐντὸς περιθωρίου ἐκ
σταυρῶν καὶ κρανίων μικρῶν, ἐναλλὰξ συνδεομένων ἐν εἴδει ἁλύσεως, ἡ ζωγραφία
παρίστα κτίριον μικρόν, ὁποῖον τὰ ἐξοχικὰ παρεκκλήσιά μας. Ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο
ἁπλοῦν παρεκκλήσιον. Ἦτο τάφος. Ἐπὶ τῶν δύο φύλλων τῆς θύρας του, ὑπὸ δύο
σταυρούς, ὑπῆρχε διπλὴ στήλη ἐπιτυμβίου ἐπιγραφῆς, ἀλλ' ὡς ἐκ τῶν μικρῶν
διαστάσεων ὁ ζωγράφος, μὴ δυνηθεὶς νὰ χαράξει τὰς λέξεις, ἀπεμιμήθη ἁπλῶς τὴν
παράστασιν τῶν ψηφίων. Ἑκατέρωθεν τῆν θύρας, ἐπὶ τῆς προσόψεως τοῦ μνημείου, ἦσαν
ζωγραφισμένοι δύο μεγαλύτεροι σταυροί, ὐπὸ ἕκαστον δὲ τῶν σταυρῶν δύο ὀστὰ χιαστί
−κάτωθεν τῶν ὀστῶν κρανίον−, καὶ ὑπὸ ἕκαστον κρανίον ἓν ψηφίον κεφαλαῖον, ἀριστερόθεν
Μ καὶ δεξιόθεν Ν.
Ἡ εἰκὼν δὲν ἦτο
ἔντεχνος. Εἶχε ζωγραφισθεῖ ἐπὶ τοῦ λείου ἐκεῖ τοίχου διὰ μελάνης, ὑπὸ χειρὸς
ὄχι καθ' ὑπερβολὴν ἐμπείρου. Ἀλλ' ἡ ἀτέλεια αὐτὴ τῆς τέχνης ἐπηύξανε τὴν
ἀγριότητα τοῦ ἀπεικονίσματος, ἰδίως περὶ τὴν παράστασιν τῶν δύο κρανίων. Τὰ
ἄνισα ἀνοίγματα τῶν ὀφθαλμῶν εἶχον τι τὸ ὑπὲρ φύσιν ἀποτρόπαιον. Αἱ γυμναὶ
σιαγόνες διεστέλλοντο εἰς τρόπον ὥστε τὰ ἄνευ χειλέων ἐκεῖνα στόματα ἐφαίνοντο
γελῶντα σατανικὸν γέλωτα. Γύρω−γύρω δὲ τὰ μεταξὺ τῶν σταυρῶν μικρὰ κρανία
ἔβλεπον καὶ ἐκεῖνα μὲ τοὺς κενούς των ὀφθαλμοὺς καὶ ἐγέλων μὲ τὰ ἄσαρκα στόματά
των.
Ἡ εἰκὼν ἐνέπνεεν
ἀληθῶς φρίκην!
Ὁ Νίκος δὲν ἠδύνατο ν'
ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν θέαν της. Ἀλλὰ κι ἐγὼ μετὰ δυσκολίας ἐκυρίευσα τὴν ταραχήν
μου.
«Ἄφησε», εἶπα
ἐπιτέλους. «Ἀρκετὰ ἐθαυμάσαμεν τὸ καλλιτέχνημα τοῦτο».
Καὶ ἀπέσυρα διὰ τῆς
βίας ἀπὸ τὰ δάκτυλά του τὴν ἄκραν τοῦ ὑφάσματος, τὸ ὁποῖον κατέπεσε καὶ
ἐκάλυψε τὴν φρικώδη ζωγραφίαν.
Ὁ Νίκος κατέβη ἀπὸ τὴν
κλίνην καὶ ἐκάθισεν ἐπ' αὐτῆς. Ἦτο κάτωχρος. Ἔλαβα ἐκ τῆς χειρός του τὸν
λύχνον καὶ τὸν κατέθεσα ἐπὶ τῆς τραπέζης. Ἤθελα νὰ εἴπω τι διὰ νὰ τὸν
καθησυχάσω, ἀλλ' αἱ λέξεις δὲν ἀνήρχοντο εἰς τὰ χείλη μου. Ἔλαβα μηχανικῶς τὸ
καρφίον, τὸ ὁποῖον εἶχε πέσει ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ἐπροσπάθησα νὰ τὸ βάλω εἰς
τὴν προτέραν θέσιν του. Ἡ ἐργασία αὕτη μὲ ἀπησχόλησεν ἐπί τινας στιγμάς.
«Ἰδού», εἶπα,
«διορθώθη τὸ πράγμα καὶ δὲν θὰ ἐννοήσουν αὔριον ὅτι διεσκεδάσαμεν τὴν νύκτα
ἀποκαλύπτοντες τὰ μυστικά των».
«Τί ἤθελες νὰ μὲ
φέρεις εἰς αὐτὸ τὸ κατηραμένον μέρος!», ὑπέλαβεν ὁ Νίκος. «Ἀφότου ἐφθάσαμεν
εἰς τὸν ἄγριον λιμένα του, προησθάνθην ὅτι κάτι κακὸν μᾶς περιμένει ἐδῶ. Νὰ
φύγομεν!».
«Καλά, Νίκο! Εἴμεθα
σύμφωνοι. Αὔριον ἀναχωροῦμεν».
«Αὔριον! Πῶς;».
«Θὰ εὕρομεν κάτω εἰς
τὴν Σκάλαν κανὲν καΐκι. Δὲν ἐχάθη ὁ κόσμος».
«Καΐκι! Ἐλησμόνησες
τὴν ὑπόσχεσίν σου πρὸς τὴν μητέρα σου;».
«Λοιπὸν πῶς νὰ γίνει;».
«Νὰ ζητήσομεν ἀλλοῦ
φιλοξενίαν. Ἔχει καὶ ἄλλα χωρία εἰς τὴν νῆσον».
[…]
|