Ἐγώ θά φύγω,
ἀλλά οἱ ἐλιές πού φύτεψα
ἐδώ θά μείνουν·
ἔλαιον προσφέροντας
καί ἔλεος σέ ὅσους θά 'ρθουν
π’ ἀνάθεμά σε·
ἔπαψες πιά νὰ μὲ θυμᾶσαι
καὶ μ’ ἄνηβα μειράκια κοιμᾶσαι.
Έφυγε ανήμερα
Χριστουγέννων από ανακοπή στα 68 του χρόνια
Η αγαπημένη του ρήση ήταν "Σκέψου πριν
σκύψεις". Ο ίδιος δεν έσκυψε παρά μόνο για το μάζεμα της ελιάς. Κι όσο
χρειαζόταν προκειμένου να χτυπάει τις λέξεις του στο χαρτί. Χρόνια τώρα, από το
1992, ζούσε σε ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας που οι μόνιμοι κάτοικοί
του δεν ξεπερνούν τους τριάντα. Όταν χρειάστηκε δηλαδή παραιτήθηκε από το
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εργαζόταν ως μεταφραστής, απομακρύνθηκε
από το πολύβουο άστυ και κόνεψε στο σπίτι με τον κήπο και καμιά εκατοστή ρίζες
ελιές. Στο Θροφαρί είχε στήσει το ποιητικό του εργαστήρι από το 1992 ο Αργύρης
Χιόνης. Εκεί όλα αυτά τα χρόνια "Πέρασε τη ζωή του / Γράφοντας ποιήματα /
Με τη γομολάστιχα". Στην Αθήνα κατέβαινε όταν είχε λόγο. Αυτή τη φορά ήρθε
να περάσει τις γιορτές ανάμεσα σε ανθρώπους του αγαπημένους. Ανήμερα των
Χριστουγέννων η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ανακοπή. Μια ευθεία γραμμή απλώθηκε
ανάμεσα σ' όσους η ποίησή του, η κουβέντα του, ένα ποτήρι ρακή είχε ακουμπήσει
πάνω τους χέρι παρηγορητικό. "Η τέχνη πάντα λειτουργούσε ως παραμυθία για
τον άνθρωπο" μας έλεγε σε μια από τις λίγες συντεντεύξεις του, πριν από
ένα χρόνο, με αφορμή τότε την κυκλοφορία της τελευταίας, όπως αποδείχτηκε,
ποιητικής του συλλογής "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (εκδ.
Γαβριηλίδης).
Αλήθεια πεθαίνουν οι ποιητές; Ερώτημα
που επανέρχεται διαρκώς με την εκδημία ενός ποιητή, νάτο και τώρα παρόν.
"Τελικά οι ποιητές πεθαίνουν για να καταλάβουμε μια και καλή πόσο
πολύτιμοι ήταν και για να δοκιμάσουν κι αυτοί που τους αγνοούσαν το 'ποιητικό
τους σώμα'" έλεγε ένας φίλος. Ο ίδιος ο Χιόνης, που συχνά επανερχόταν στο
θέμα του τέλους στην ποίησή του, στη συλλογή "Υπόγειο" όριζε με τρόπο
εμβληματικό το αμετάκλητο του θανάτου: "Τρώω καρπό, φτύνω κουκούτσι,
φυτρώνει δέντρο. Αχ, να ʽχα κι εγώ κουκούτσι, να το 'φτυνε ο θάνατος, να
φύτρωνα ξανά". Ωστόσο, να, στα ποιήματά του ξαναγυρίζουμε. Είναι σαν την
προτροπή του να γεμίζουμε το άδειο βάζο, όταν έλθει η ώρα του τέλους. Γιατί
"Δύσκολη η ζωή κι απλούστατος ο θάνατος, αυτή η έρημος που τίποτε από σένα
δεν ζητά, που περιμένει απλώς να την διανύσεις" ("Υπόγειο").
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943
στην Αθήνα (Σεπόλια) από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Αφού και ο
ίδιος εξέτισε μακρά περίοδο μεταναστεύσεως εις την Εσπερίαν και εργάστηκε από
το 1982 ώς το 1992 ως μεταφραστής στην Ε.Ε., επέστρεψε στη μητριά πατρίδα το
1992 και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου θα τελεστεί η
πολιτική κηδεία του. Η ημέρα δεν έχει ακόμα οριστεί.
Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές
συλλογές: "Απόπειρες φωτός" (1966), "Σχήματα απουσίας"
(1973), "Μεταμορφώσεις" (1974), "Τύποι ήλων" (1978),
"Λεκτικά τοπία" (1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον
καθρέφτη" (1986), "Εσωτικά τοπία" (1991), "Ο ακίνητος
δρομέας" (1996), "Ιδεογράμματα" (1997), "Τότε που η σιωπή
τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά" (2000), "Σο
υπόγειο"(2004), "Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000" (2006),
"Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010).
Εξέδωσε τα πεζά: "Ιστορίες μιας
παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα", "Ο αφανής θρίαμβος της
ομορφιάς", "Τρία μαγικά παραμύθια", "Όντα και μη
όντα", για τα οποία βραβεύτηκε από το περιοδικό “Διαβάζω” το 2007,
"Περί αγγέλων και δαιμόνων", "Το οριζόντιο ύψος και άλλες
αφύσικες ιστορίες", με το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το
2009, και το θεατρικό έργο "Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες".
Έχει ακόμη μεταφράσει τα εξής έργα:
Octavio Paz, Ποιήματα (Σπηλιώτης, Αθήνα 1981), Howard Fast, Οι μετανάστες
(Bell, Αθήνα 1981), Jeffrey Archer, Κάιν και Άβελ (Bellα, Αθήνα 1982), Russel
Edson, Όταν το ταβάνι κλαίει (Αιγόκερως, Αθήνα 1986), Jane Austen, Περηφάνια
και προκατάληψη (Πατάκης, Αθήνα 1997), Roberto Juarroz, Κατακόρυφη ποίηση (Τα
τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1997), Henri Michaux, Με το αγκίστρι στην καρδιά
(Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003), Nicanor Parra, Ποιήματα επείγουσας ανάγκης
(Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008).
Ο Αργύρης Χιόνης άφησε το αποτύπωμά
του στα ποιητικά πεπραγμένα γράφοντας ποίηση χαμηλών τόνων, άλλοτε υπαινικτική, βαθιά υπαρξιακή και
πάντα εύληπτη. "Ό,τι έχω γράψει με έχει γράψει" μας έλεγε.
Με "δασκάλους" τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Μπέκετ, τον Κάφκα. Ο ίδιος προσομοίαζε την ποίησή του με "ποίηση
δωματίου". Όπως μας έλεγε "είναι σύντομη, περιεκτική, πυκνή και
αποστηθίσιμη. Όπως ένα μικρό κοντσέρτο μπαρόκ, ένα κονσέρτο δωματίου.
Δεν σημαίνει ωστόσο ότι είναι μια ποίηση που περιορίζεται μόνο στους τέσσερις
τοίχους ενός δωματίου. Έχει συμβεί στο παρελθόν να δω μικρά ποιήματα μου
γραμμένα σε τοίχους σε περιόδους φοιτητικών εξεγέρσεων, πράγμα που σήμαινε ότι
ακόμη και η χαμηλόφωνη ποίηση, αν έχει κάτι να πει, βγαίνει από το γραφείο στον
δρόμο".
Ο ίδιος άλλωστε κάθε άλλο παρά
ποιητής αποκομμένος στο γραφείο του ήταν. Πολίτης του κόσμου και ον πολιτικό με
τη στάση ζωής του, έτσι αποτραβηγμένος από τα ανούσια και τα ψεύτικα, αλλά όχι
απομονωμένος από όσα η ζωή και η κοινότητα ορίζουν, έκανε πράξη την ιδέα του.
Ποιητής και "ζώο πολιτικό", καθώς η "προσωπική μου αγωνία
εντάσσεται στη συλλογική αγωνία ή, αν θέλετε, η συλλογική αγωνία εκφράζεται από
την προσωπική μου στάση". Ο Αργύρης Χιόνης
αναγνώριζε ως τα "μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος το
χιούμορ και το όνειρο". Τα διέθετε και τα δύο.
[Πηγή: Κρημνιώτη Π., εφημ. ΑΥΓΗ, 28/XII/2011]